Sambor „Wilko” Wilkopopowicki Ο μοναχικός λύκος by Athar

 

Sambor „Wilko” Wilkopopowicki

Ο μοναχικός λύκος

 

            Αυτός είναι μοναχικός λύκος έλεγε ο κόσμος. Μα δεν τον πείραζε. Είχε ακούσει και χειρότερα. Πολύ χειρότερα. Γενικά ο κόσμος έχει το κακό συνήθειο να λέει πολλά. Και όσον αφορά τους λύκους, από θυμοσοφίες άλλο τίποτα. “Στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται, λύκος με αρνιού προβιά, έβαλαν τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα, ο λύκος κι αν εγέρασε…” Πάντα όμως ξεχνάνε τις βασικότερες φράσεις: “Ο λύκος είναι η δύναμη της αγέλης και η αγέλη η δύναμη του λύκου” και “όταν οι σωπαίνουν οι λύκοι, ουρλιάζουν οι ανθρώποι”. Ο Σάμπορ τις συνηθήσει αυτές τις εξυπνάδες, αν και η μόνη που ένιωθε ότι του ταίριαζε ήταν το μοναχικός λύκος. Για αυτό και δεν παραπονιόταν. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε και πολλά να πει με τους ανθρώπους. Πάντα ήταν σιωπηλός.

            Κάθε μέρα καθόταν σιωπηλός στην ξύλινη καρέκλα δίπλα στην είσοδο του σπιτιού του, ελαφρώς γιερμένη πρός το ντουβάρι, με τις δερμάτινες μπότες του πάνω στο ξύλινο κιγκλίδωμα, διαβάζοντας βιβλία με διηγήματα και ηρωικές ιστορίες, περιμένοντας πελάτες. Κι όταν εμφανιζόταν κάποιος πελάτης τον υποδεχόταν στα σιωπηλά και στα σιωπηλά τον περνούσε μέσα από το δάσος στον προορισμό του.

            Η σιωπή είναι σημαντική στο επάγγελμά τού. Το κακό που παραμονεύει στο δάσος έχει αυτιά παντού και όποιος τσιγκλίσει αυτά τα αυτιά παύει να είναι ασφαλής. Η ασφάλεια των πελατών του είναι μείζονος σημασίας στο επάγγελμα του. Και η πληρωμή του για κάθε ασφαλή μεταφορά η ίδια, μερικά νομίσματα και ένα διήγημα γραμμένο η τυπωμένο σε φτηνιάρικο χαρτι γεμισμένο με ηρωικές ιστορίες. Συχνά δέχεται βιβλιαράκια που ήδη έχει διαβάσει, αλλά αυτό δεν τον πειράζει. Πολλές φορές δεν προλαβαίνει να γυρίσει στο σπίτι του και αναγκαστηκά διανυκτερεύει στο δάσος, οπότε κάθε διήγημα, ακόμα και αυτά που έχει ήδη διαβάσει, είναι καλό για να του κρατάει συντροφιά δίπλα στην φωτιά που ξαποσταίνει. Καμμιά φορά, όταν νιώθει τον κίνδυνο πιό κοντά του από ότι θα ήθελε, δεν ανάβει φωτιά και τότε πάντα έρχονται λύκοι και του κρατάνε συντροφιά νιώθοντας μέρος της αγέλης. Ο Σάμπορ ποτέ δεν το παραδέχτηκε φωναχτά αλλά τους φοβάται τους λύκους αλλά τους προτιμάει για συντροφιά από το κακό που έπεσε στον κόσμο του. Άλλωστε πως να το παραδεχτεί όταν πρέπει να διατηρήσει την φήμη του λύκου που είναι και η επαγγελματική του κάρτα κατά κάποιον τρόπο.

            Αφού γυρίσει από τη δουλειά του κάθε βράδυ, διασκεδάζει δίνοντας εικονικές μάχες στον αέρα με το σκοτάδι. Φαντασιώνετε ότι συναντάει το ανείπωτο κακό που ελοχεύει στις σκοτεινές γωνίες του δάσους και το κατατροπώνει ξεστομίζοντας τις ίδιες ατάκες που διαβάζει στα ηρωικά του διηγήματα. Λέει πράγματα που ποτέ δεν θα τολμούσε να πει φωναχτά παρουσία άλλων ανθρώπων. Μα το βασικότερο πράγμα που ποτέ δεν θα τολμήσει να πει φωναχτά είναι ότι, άμα ποτέ το κακό κατατροπωθεί, το ίδιο κακό που κι ο ίδιος ονειροπωλεί να διώξει από τη γη του, θα μείνει χωρίς δουλειά και ένας τέτοιος μοναχικός λύκος ποτέ δεν θα μπορέσει να συνυπάρξει με τους ανθρώπους.

            Με αυτές τις σκέψεις και τις εικόνες μάχης ζωντανές ακόμα στο μυαλό του, ο Σάμπορ έπεσε σε βαθύ ύπνο. Μέχρι που μιά φωνή τον ξύπνησε τα χαράματα. “Βίλκο, Βίλκο, κάποιος σε ψάχνει” μια γνώριμη φωνή τον καλούσε χτυπόντας βιαστικά την πόρτα του. Ήταν ο γείτονας του, ή ότι πιο κοντινό ειχε σε γείτονα μιας και το σπίτι του ήταν στους πρόποδες του δάσους, κοντά στα 2 χιλιόμετρα μακριά από τις τελευταίες φάρμες του χωριού. Και αυτό το μοιραίο πρωινό ο αγουροξυπνημένος Σάμπορ θα δεχόταν την αποστολή που ίσως και να άλλαζε την ζωή του για πάντα...






 

Comments

Popular posts from this blog

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

White Box Hero: Session 0 (Tales from Rumerike)