Da’el Amon, ο προστάτης της λευκής φλόγας

By Athar (Αθανάσιος)

Κρύος ο γρανίτης τον χειμώνα. Ο γέροντας ξεχειμώνιασε στα έγκατα του μοναστηριού όπου και παρέμειναν οι τελευταίες φλέβες λάβας, μα με το πέρας της άνοιξης έσβησαν κι αυτές. Γυμνός, κουλουριασμένος πάνω στον βράχο, μιλάει με τον εαυτό του σε ένα πυρετικό παραλήρημα. Το σώμα του οχυρώνει την τελευταία γλώσσα της φλόγας μέχρι που γίνονται σχεδόν ένα. Η λευκή φλόγα γλύφει τα λευκά του γένια χωρίς να τα καίει, πιό μικρή και από κεράκι, κι από σπίρτο. 

Αυτές τις μέρες λίγοι έμειναν να διατηρούν την πίστη στη φλόγα. Μόνο ο Άμον και οι υπόλοιποι του μοναστηριού, φαντάσματα πιά, διατηρημένα στο μυαλό του αρχαίου νάνου.

Ξάφνου ο Λευκός Άμον πετάγεται και απλώνει το χέρι του με την φλόγα σε τέτοια απόσταση ώστε η σκιά του στον κρύο βράχο να είναι πανομοιότυπη με αυτόν. «...αδερφέ Άθερ μείνε λίγο ακόμα, κράτα συντροφιά σε έναν γέρο νάνο κάτω από το φώς Της» είπε η σκιά. «Μάλιστα γέροντα» είπε ο Άμον στην σκιά του ενώ η μορφή του αρχισε να αλλάζει σιγά σιγά. Τα σημάδια του χρόνου ελαττώθηκαν, όχι όμως τα άσπρα μαλλιά και τα γένια. Αυτά παρέμειναν ίδια. Σαν σε όνειρο άρχισε να περπατά στα ερείπια του μοναστηριού, να ανοίγει ανύπαρκτες κλειδαριές, να χαιρετάει ανύπαρκτους νάνους, να υποκλίνεται σε ανύπαρκτα ιερά, μασουλώντας τα απομεινάρια κάποιου τρωκτικού που σκότωσε μάλλον πριν τον χειμώνα. 

Γυμνός με την φλόγα στο χέρι έφτασε στο κατώτατο επίπεδου του βουνού όπου δύο παλιά αμώνια στέκουν σκουριασμένα με αραχνιές να τα καλύπτουν. Εκεί σε μιά ντουλάπα που μοιάζει άθικτη από τον χρόνο έβγαλε την αρχαία αρματωσιά του ιερού πολεμιστή της ιερής φλόγας. Ασημένια, να λαμπυρίζει μέσα στα σκοτάδια της σπηλειάς σαν η ίδια να είναι πηγή φωτός. Με σίγουρες κινήσεις, σαν να το έκανε κάθε μέρα ο Ντα’ελ Άμον αρματώθηκε, πήρε το πολεμικό του σφυρί και την ασπίδα του, βρήκε ένα μικρό λιχνάρι με αλυσίδα για να μπορεί να το κρεμάσει στον λαιμό του και ξεκίνησε για την έξοδο του μοναστηριού. 

Στην πορεία του σταμάτησε κάτω από το μεγάλο άγαλμα της θεάς που στην αγκαλιά της κρατούσε την φλόγα και προσευχήθηκε για να πάρει δύναμη για την αποστολή του. Κατά την διάρκεια της προσευχής του Άθερ, ακούστηκε η φωνή του Άμον μέσα από τον παγωμένο γρανίτη «Δεν θα σε απογοητεύσω αυτή τη φορά, θα βρώ τους πιστούς που χρειάζεσαι και θα σώσουμε το Ρουμερίκε από το σκοτάδι.» Σηκώθηκε ο Άθερ/Άμον και συνέχισε προς την έξοδο, τα βήματα του τα κατάπινε σκόνη αιώνων, η τύχη του αβέβαιη όπως αυτή της Ρουμερίκε, μια σχέση άρρηκτα δεμένη εν αγνοία του Άθερ. Ποιός, άλλωστε, θα άντεχε να ξέρει ότι όλο το βάρος του κόσμου είναι πάνω στις πλάτες του, ότι μιά του κίνηση μπορεί να φέρει την σωτηρία ή την ολοκληρωτική καταστροφή; 




Comments

Popular posts from this blog

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

White Box Hero: Session 0 (Tales from Rumerike)