Da’el Amon, Da’el Ather Επίλογος

 By Athar

Dael Amon, Dael Ather Επίλογος

Ο νάνος κουρασμένος αλλά με τα στήθια του γεμισμένα από χαρά και ικανοποίηση, χαιρετάει τους φίλους του έναν-έναν πριν αρχίσει την τελευταία του ανάβαση προς το μοναστήρι της λευκής φλόγας. Πρώτα πλησίασε τον Bjorn, υποκλιθηκε και είπε «ηγήσου τον λαό σου με σοφία αρχοντα Βαραντουμ», στον Σέξπυρ χαμογέλασε και του υποσχέθηκε «εμείς θα τα ξαναπούμε κάποτε» ενώ στην Γκρέις, κράτησε τις παλάμες της στις δικές του και με ένα ντροπαλό χαμόγελο είπε «ήταν τιμή μου που περπατήσαμε μαζί στον δρόμο της φλόγας κυρία Γκρέις». Πρίν προλάβει να πάρει απάντηση και αποφεύγοντας να δείξει την συγκίνηση στα μάτια του, ο Άθερ έκανε μεταβολή και άρχισε να βαδίζει προς το Wolfwater.

Οι προμήθειες που του έδωσε ο Σεξπυρ ήταν αρκετές για το ταξίδι του αλλά πάραυτα, ο Ντα’ελ Άθερ σταμάτησε στο Wolfwater να δει άμα έμεινε κανείς ή άμα όλοι οι τρελαμένοι του κάτοικοι άδραξαν την ευκαιρία να ψάξουν τον κόσμο τους, τώρα που τα σύνορα του Ρουμερίκε έπεσαν. Δυστυχώς δεν βρήκε τον Ντέλβιν στο καπηλειό του λιμανιού αλλά δεν έχασε την ευκαιρία να πιεί ένα τουρσοζούμι αγγούρι-λάχανο (το αγαπημένο του) και να πάρει και λίγο για να τον ξεδιψά στον δρόμο.

Η πορεία μέσα από τα βουνά βόρεια του Ρουμερίκε δεν ήταν τόσο δύσκολη όπως την προηγούμενη φορά, κυρίως λόγω του ανέμου που είχε κοπάσει. Σε μερικά σημεία ο νάνος έμοιαζε πιό πολύ να αιωρείτε πάνω από τα βράχια παρά να ορειβατεί. Όταν έφτασε στο ξέφωτο όπου βρίσκεται η είσοδος του μοναστηρίου κάθε βήμα του γινόταν και πιό βαρύ. Λες και το σώμα του νάνου ανακάλυπτε πόσος χρόνος στην πραγματικότητα είχε περάσει. Πρώτα έριξε το σφυρί του, μετά την ασπίδα, στα επόμενα βήματα έπεσαν οι επωμίδες του, έπειτα ο θώρακας, οι επικνημίδες, ώσπου όταν ο γέροντας πλέον Άμον πέρασε την πύλη και μπήκε στο σκοτεινό μοναστήρι ήταν τελείως γυμνός με την λευκή του σάρκα να βγάζει μια γαλαζωπή λάμψη.

Η μέχρι πρότινος ανύπαρκτη πύλη, έκλεισε αφήνοντας τον ήχο τριξίματος πέτρας πάνω σε πέτρα, βυθίζοντας τα πάντα στο σκοτάδι. Και τότε ακούστηκε η φωνή του γέροντα νάνου να λέει:

Είδα πολιτείες να γκρεμίζονται συθέμμελα, το φεγγάρι να γίνεται κομμάτια, τη γή την ίδια να αρρωσταίνει και να γιατρεύεται, θρησκείες να πεθαίνουν μαζί με τους θεούς τους και θρησκείες να αναγεννιούνται...

 Ήρθα να υπηρετήσω την φλόγα σαν πιστός της, μα εγώ είμαι η Λευκή Φλόγα!

Και με αυτά του τα τελευταία λόγια ο βωμός φωτίστηκε ξανά με το γνώριμο γαλάζιο φώς, σαν να μην πέρασε μια μέρα από την στιγμή που ο Άθερ άφησε το μοναστήρι, ενώ στο σημείο που στεκόταν ο Άμον έμεινε μόνο μια αχνή λάμψη στον βράχο. Χιόνι άρχισε να πέφτει έξω από το μοναστήρι, καλύπτοντας τα ίχνη του νάνου μέχρι που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις που είναι βουνό και που λαξευμένη πέτρα.



Comments

Popular posts from this blog

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

White Box Hero: Session 0 (Tales from Rumerike)