«Ένας βάρδος, για έναν βάρδο»



-Κυρία Λίτου;
Καμία απάντηση. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη αλλά κανείς δεν ήταν στο δωμάτιο. Δοκίμασε να ανοίξει διστακτικά. Η  επιδεικτικά μεγάλη πινακίδα που έγγραφε με κεφαλαία γράμματα «ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ» και κρέμονταν από μια αλυσίδα, κουδούνισε πάνω στο ξύλο καθώς η πόρτα άνοιξε. Ο ήχος έκανε αντίλαλο στο άδειο κτίριο.   Ήταν ξεκλείδωτα, αλλά δεν ακούγονταν ψυχή.  Ο λιγνός νεαρός έβαλε το κεφάλι του μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα. Κοίταξε στο δωμάτιο. Κανείς δεν ήταν εκεί. Κανείς δεν ήταν στο θέατρο. Το θέατρο ήταν άδειο.  Μπήκε μέσα για να σιγουρευτεί.
Χαρτιά και σημειώσεις ήταν απλωμένα στο γραφείο. Μα δεν είχαν μαζέψει τα πράγματά τους; Δεν θα έφευγαν;  Το αγόρι απόρησε και έσκυψε πάνω σε όλη αυτή την ακαταστασία.  

«Shael Vuk άδειο κουτί»

Τα καλλιγραφικά γράμματα ανήκαν στη Θιασάρχη, χωρίς αμφιβολία. Παρατημένα στο πλάι ήταν διάφορα σκίτσα με άδεια κουτιά. Άδεια κουτιά και γεμάτα κουτιά, γεμάτα με διάφορα πράγματα. Μέχρι και κοτόπουλα.

«Σε ένα άδειο κουτί, κανείς μπορεί να βάλει ό,τι θέλει» σημείωνε η βάρδος. «Μπορεί να φανταστεί ό,τι θέλει».

Μουτζούρες, σκισμένα χαρτιά, κάποια στο πάτωμα. Λεκέδες από μελάνι.
Μα που είχαν πάει; Απόρησε ο νεαρός βοηθός.
Ανακάτεψε τα χαρτιά. Κομμάτια από διάφορους διαλόγους, υποσημειώσεις, παραπομπές. Ήταν ένα καινούριο θεατρικό έργο; Δεν μπορούσε να καταλάβει από που άρχιζε. Τα σκόρπια φύλλα δεν είχαν αριθμούς.

«Μουσική για ένα άδειο κουτί»

Τα μάτια του αγοριού πέρασαν γρήγορα πάνω από σελίδες. Ήταν ένα μουσικό κομμάτι. Φαινόταν πιο καθαρογραμμένο από τα υπόλοιπα.

Από έξω ακούστηκαν φωνές. Χωρίς αμφιβολία, ακόμα ένα μπουλούκι ανθρώπων που έτρεχε προς το λιμάνι για να προλάβει τα τελευταία πλοία. Το αγόρι κοίταξε προς την πόρτα και για μια στιγμή δίστασε. Δεν υπήρχε πολύς χρόνος. Δάγκωσε τα χείλη του, το σκέφτηκε από δω το σκέφτηκε από εκεί, ή μάλλον δεν το σκέφτηκε καθόλου, απλώς τράβηξε την καρέκλα και στρογγυλοκάθισε στο γραφείο. Μονάχα δέκα-είκοσι-τριάντα-σαράντα λεπτά θα αργούσε, όχι παραπάνω.
Δεν είχαν πολύ μεγάλη συνοχή τα γραπτά, αλλά μπορούσε να τα βάλει σε κάποια σειρά. Έλειπαν τμήματα, για κάποιους διαλόγους είχε αμφιβολία, αλλά κατάφερε να τους βάλει κάπου. Όταν τελείωσε χαμογέλασε ευχαριστημένος. Η καρδιά του ήταν περίεργα ελαφριά.
Μονάχα μια σελίδα είχε μείνει στο χέρι του, γεμάτη διαγραφές, χυμένο κρασί, γράμματα που δεν μπορούσε να διαβάσει.

«Αυτοί που έζησαν πριν από εμάς, έκαναν πολλά, αλλά δεν τελείωσαν τίποτε», έγραφε.  Και πιο κάτω «Έτσι λοιπόν αποφάσισαν να μείνουν».

Αυτό ήταν στην αρχή; Ή μήπως στο τέλος.
Δεν μπορούσε να αποφασίσει. Το άφησε πάνω πάνω, για να το βάλει κανείς όπου θέλει. Μαζί με τις παρτιτούρες της μουσικής.
Τώρα που τα είχε συγυρίσει όλα, μπορούσε να φύγει. Η κυρία Λίτου θα τα έβρισκε όλα σε τάξη όταν θα γυρνούσε πίσω. Σηκώθηκε αποφασιστικά και καθώς έφευγε, τα μάτια του  κοίταζαν γύρω με νοσταλγία, αποχαιρετώντας το θέατρο, στο οποίο ονειρεύτηκε να κάνει τόσα πολλά. Ένα πλοίο θα τον έπαιρνε μακριά από εκεί και μακριά από την Κανάλ. Αλλά όπως είχε ακούσει και τον Επίτροπο να λέει, θα  ζούσε να πει την ιστορία.
Ένας βάρδος ζει για να λέει τις ιστορίες.
                                                                       
                                 Από το έργο
                 «Ένας βάρδος, για έναν βάρδο»
                                                                                                           
                                                                                                          Ardee, T.S. 2406
                                                                                                                     Emeron  Spellsinger

Comments

Oliva said…
Το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω... Τρομερή ιστορία 😍

Popular posts from this blog

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Planescape: Age of Spiders