Aminat Neda, The Domain of Magreb, Part 2

Περπατούσαν για αρκετές ώρες, πλησιάζοντας την καταιγίδα, όταν το έδαφος άρχισε και πάλι να αλλάζει, αυτή τη φορά σταδιακά. Μπροστά τους είδαν να σχηματίζεται άλλο ένα δάσος. Όχι, αυτή την φορά τίποτα δεν φαινόταν αλλόκοτο, ούτε και το δάσος ήταν μεγάλο. Αντιθέτως, όλα έδειχναν απόλυτα φυσιολογικά. Η Νέντα ένιωσε για άλλη μια φορά την μαγεία στο μέρος, αλλά δεν ένιωσε να απειλείται από αυτήν. Μαγεία προστατευτικής φύσης. Που το κακό σε αυτό; Κι όμως, το απρόοπτο δεν άργησε να συμβεί. Ενώ πριν ήταν ο Βαλ αυτός που μύριζε μια ανύπαρκτη μυρωδιά, πεπεισμένος πως ήταν η μυρωδιά της γυναίκας του, είχε έρθει και η σειρά της Ουέλια. Οι υπόλοιποι την κοίταξαν, περιμένοντας να τους πει τι ήταν αυτό που μύριζε. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει ακριβώς, όμως ήξερε πως ήταν ανδρική μυρωδιά.
“Αν έχεις αρχίσει να μυρίζεις άντρες στην μέση του πουθενά, τότε μάλλον πάει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που πήγες με κάποιον, αν έχεις πάει και καθόλου!” είπε η Νέντα γελώντας.
Η Ουέλια την στραβοκοίταξε, ενώ η Μαλένκα είχε γίνει κόκκινη από ντροπή.
“Κυρία Νέντα!!! Σας παρακαλώ, τι εκφράσεις είναι αυτές;” είπε εμφανώς ενοχλημένη η Μαλένκα.
“Η μυρωδιά αυτή δεν οδηγεί μέσα στο δάσος, αντιθέτως απομακρύνεται από αυτό”, συνέχισε η Ουέλια.
“Τότε αυτό είναι καλό σημάδι. Την τελευταία φορά που ακολουθήσαμε μυρωδιές είδατε που καταλήξαμε!”
Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Μήπως δεν θα έπρεπε να μπουν και σε αυτό το δάσος; Τι άλλες επιλογές είχαν όμως; Αν δεν έμπαιναν θα έπρεπε να συνεχίσουν να κατευθύνονται προς το άγνωστο, χωρίς κανένα σημείο αναφοράς στον ορίζοντα, ελπίζοντας να συναντήσουν ανθρώπους. Και αν δεν συναντούσαν; Και αν ταξίδευαν μέχρι να τελειώσουν τα τρόφιμα τους; Τι θα μπορούσαν να φάνε στην ερημιά; Τι θα έκαναν τότε; Ξαφνικά αυτό το δάσος φαινόταν πολή καλύτερη επιλογή από οτιδήποτε άλλο...


“Το μέρος είναι απόλυτα φυσιολογικό”, είπε ο Βαλ όταν επέστρεψε από την ανίχνευση. “Κάποιος πρέπει να μένει εδώ, υπάρχουν ίχνη και σημάδια κατοίκησης.”
“Αυτός ο κάποιος είναι τώρα εδώ;” ρώτησε η Νέντα. Η απάντηση ήταν αρνητική. “Τότε τι περιμένουμε; Τουλάχιστον εδώ θα μπορέσουμε να ξεκουραστούμε σωστά.”

Το μέρος ήταν πανέμορφο, τόσο που δεν πίστευες την ομορφιά του για αληθινή. Ένας καταρράκτης με γάργαρα νερά δέσποζε στο κέντρο του δάσους, δημιουργώντας μια μικρή λίμνη εκεί που κατέληγαν τα νερά του, για να σχηματίσουν μετά μικρότερα ποταμάκια που το μάτι έχανε μέσα στα δέντρα όταν προσπαθούσες νοητά να ακολουθήσεις την πορεία τους. Πίσω από τα καταδυόμενα νερά του καταρράκτη μπορούσε κανείς να διακρίνει την είσοδο σε μια σπηλιά. Οι υπόλοιποι ήταν περίεργοι να δουν τι υπήρχε μέσα στην σπηλιά, και αν ήταν εκείνο το μέρος που χρησιμοποιούσε σαν κατοικία αυτός που έμενε εδώ. Ήλπιζαν να βρουν πράγματα που να δηλώνουν κάτι, οτιδήποτε, για την προσωπικότητα αυτού του ανθρώπου. Όμως την Νέντα δεν την ένοιαζε και πολύ. Τα καθαρά νερά της λίμνης την καλούσαν. Μετά από τόσες μέρες μπορούσε επιτέλους να απολαύσει ένα μπάνιο. Όσο οι άλλοι συζητούσαν το “σχέδιο δράσης” τους, η Νέντα έβγαλε τα ρούχα της και βούτηξε στα νερά. Οι γυναίκες την κοίταξαν με κατάπληξη, και έπειτα γύρισαν την πλάτη τους στο θέαμα. Ήταν προφανές πως η γύμνια ήταν ένα ταμπού για αυτές, όμως για την ίδια ήταν κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Ο Βαλ έμεινε για λίγο να χάσκει κοιτάζοντας την, έπειτα όμως από τις παρατηρήσεις της Μαλένκα και της Ουέλια έστρεψε και αυτός το κεφάλι του, κατευθυνόμενος προς την σπηλιά. Οι γυναίκες τον ακολούθησαν.
“Καλύτερα!” σκέφτηκε η Νέντα, “θα απολαύσω το μπάνιο μου με την ησυχία μου!”

Όταν επέστρεψαν η Νέντα είχε ήδη τελειώσει με το μπάνιο της και έπλεκε τα μαλλιά της. “Το νερό είναι υπέροχο, μην χάσετε την ευκαιρία να κάνετε και εσείς ένα μπάνιο” είπε στους άλλους, που φαινόντουσαν ελαφρώς προβληματισμένοι. “Τι συνέβη;”
Το εσωτερικό της σπηλιάς είχε όντως διαμορφωθεί σε μορφή κατοικίας. Υπήρχαν ρούχα, κάποια έπιπλα, αλλά αυτό που τους είχε κάνει εντύπωση ήταν η άδεια κούκλα που χρησιμοποιείται για να κρατάει μια πανοπλία, η οποία όμως έλειπε. Μήπως εντέλει κινδύνευαν και σε αυτό το δάσος;
Λίγο αργότερα η Μαλένκα και η Ουέλια αποφάσισαν να ακολουθήσουν έναν από τους παραπόταμους, ούτως ώστε να μπορέσουν και αυτές να πλυθούν, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια της Νέντα και του Βαλ. Δεν πέρασε όμως πολύ ώρα, και οι δύο τους επέστρεψαν, όχι μόνες αυτή τη φορά. Ένας ψηλός άντρας ήταν μαζί τους. Μακριά μαύρα μαλλιά πλαισίωναν το μακρόστενο πρόσωπο του, ενώ το σώμα του ήταν καλυμμένο με μια γυαλιστερή πανοπλία. Φαινόταν νεαρός, όχι μεγαλύτερος από τριάντα χρονών, ίσως και είκοσι πέντε. Η Νέντα ένιωσε ξαφνικά άσχημα, άβολα. Όχι, δεν ήταν μαγεία που αισθανόταν αυτή τη φορά, ούτε κάποιο κακό προαίσθημα. Για πρώτη φορά ένιωθε το στομάχι της να δένεται κόμπο, χωρίς να καταλαβαίνει γιατί. Τι περίεργο συναίσθημα ήταν αυτό; Και πόσο όμορφος ήταν αυτός ο άντρας!
“Το όνομα μου είναι Άνταμ, είμαι ο κάτοικος αυτού του δάσους και σας καλωσορίζω στο σπίτι μου.” είπε ο άντρας. “Δεν έχω πολύ συχνά επισκέψεις εδώ, τι σας φέρνει στην χώρα του Μάγκρεπ;”

Η επόμενη ώρα πέρασε με την ομάδα να εξηγεί στον Άνταμ τι είχε συμβεί, πως βρέθηκαν αυτοί εκεί, και πως τώρα έψαχναν πάλι τις ομίχλες, ούτως ώστε να φύγουν από αυτό το μέρος. Όμως η Νέντα ένιωθε ένα διχασμό μέσα της. Από τη μία ήθελε να φύγει, να βρει ένα τρόπο να γυρίσει πίσω στον κόσμο της και να πάρει την εκδίκηση της. Από την άλλη όμως, ένιωθε πως ήθελε να μείνει εδώ λίγο παραπάνω, ένιωθε μια έλξη για αυτόν τον άντρα που δεν μπορούσε να εξηγήσει, μια έλξη διαφορετική από την σαρκική. Ποιος ήταν αυτός ο άντρας; Πόσο πολύ ήθελε να μάθει!
Ο Άνταμ τους εξήγησε πως οι ομίχλες ήταν πάρα πολύ κοντά στο δάσος, και εφόσον οι ίδιοι ήθελαν να αποχωρήσουν, μπορούσε να τους οδηγήσει εκεί. Η Μαλένκα και η Ουέλια φαινόντουσαν αναποφάσιστες, ο Βαλ όμως ήθελε να συνεχίσουν.
“Μήπως θα έπρεπε να ρωτήσουμε τον κύριο Άνταμ, και αν θέλει και ο ίδιος, να μείνουμε για το βράδυ εδώ;” είπε η Μαλένκα.
“Αν θέλετε να προλάβετε τις ομίχλες πριν να χαθούν, τότε ίσως θα ήταν καλύτερο να φεύγατε άμεσα” είπε ο Άνταμ.
Η Νέντα εκνευρίστηκε.
“Γιατί δεν λες ξεκάθαρα πως θέλεις να σου αδειάσουμε την γωνιά; Πως είμαστε βάρος; Αν δεν θέλεις να μείνουμε για το βράδυ τότε φεύγουμε τώρα αμέσως!”
“Θα ήταν χαρά μου να μείνετε, όχι μόνο για ένα βράδυ αλλά για περισσότερα. Δεν έχω συχνά επισκέψεις και μερικές φορές η μοναξιά είναι αφόρητη, όμως δεν μπορώ να εγγυηθώ πως οι ομίχλες θα είναι στο ίδιο σημείο και αύριο, για να μπορέσετε να τις διασχίσετε.”
“Τότε καλύτερα να φύγουμε άμεσα” είπε ο Βαλ.
Η Νέντα όμως δεν ήθελε να φύγει, όχι ακόμα. Γιατί είχε εκνευριστεί μαζί του; Τον είχε αρπάξει από τα μούτρα χωρίς κανένα προφανή λόγο. Τι της συνέβαινε; Μήπως...;
“Δεν είναι έξυπνο να φύγουμε από εδώ τώρα, ενώ κοντεύει σιγά σιγά η νύχτα, όταν μπορούμε έστω για ένα βράδυ να έχουμε ένα ασφαλές καταφύγιο!” είπε.
“Μπορώ να φυλάξω σκοπιά κοντά στις ομίχλες για εσάς, και αν δω πως υποχωρούν, να σας ξυπνήσω για να φύγετε. Έτσι θα μπορέσετε να μείνετε και να ξεκουραστείτε σήμερα” αποκρίθηκε ο Άνταμ.
Κανένας δεν έφερε αντίρρηση σε αυτό το σχέδιο, και έτσι η Νέντα κέρδιζε λίγο χρόνο για να γνωρίσει αυτόν τον άνθρωπο. Η νύχτα δεν θα αργούσε να ρίξει τα πέπλα της, σύντομα θα είχε τον χρόνο που ήθελε μαζί του...


Άνοιξε τα μάτια της και ανασηκώθηκε ελαφρά. Οι άλλοι φαίνονταν να κοιμούνται βαθιά. Σηκώθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, τινάχτηκε και προχώρησε σιωπηλά προς την μεριά του. Καθόταν δίπλα στις ομίχλες, έχοντας καρφώσει το σπαθί του στο χώμα μπροστά του. Δίπλα του στεκόταν ένα κατάμαυρο άλογο με φτερά στην πλάτη του. Η Νέντα κοντοστάθηκε και το κοίταξε. Το πλάσμα ήταν πανέμορφο. Ύστερα γύρισε το βλέμμα της σε αυτόν, και αυτός απλά της χαμογέλασε.
“Μπορείς να πλησιάσεις, δεν είναι εχθρικός. Έχεις αυπνίες;” της είπε γλυκά.
“Απλά το μυαλό μου είναι γεμάτο με σκέψεις, ο ύπνος δεν είναι πάντα εύκολος.”
“Τότε μπορείς να κάτσεις να μου κάνεις παρέα. Τι είναι αυτό που σε προβληματίζει, αν μου επιτρέπεις το θάρρος;”
“Φαντάσματα του παρελθόντος, πράγματα που δεν μοιράζομαι με άλλους. Οι άνθρωποι έχουν την συνήθεια να κρίνουν τους άλλους σκληρά, άδικα μερικές φορές. Δεν θα ήθελα να χαλάσω την όποια εντύπωση σου έχω δώσει.”
“Δεν είμαι εγώ αυτός που θα σε κρίνει Νέντα”, της είπε.
Η Νέντα τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Ξαφνικά ένιωθε άνετα κοντά του, τόσο άνετα που οι λέξεις έγιναν ορμητικός χείμαρρος και το παρελθόν της ξεχύθηκε μπροστά του. Δεν δίστασε να του εξομολογηθεί την απέχθεια και το μίσος που είχε για αυτούς τους ανθρώπους, πως δεν ένιωσε τύψεις, παρά ευχαρίστηση, όταν έβλεπε τον Κύρρο να μελανιάζει μπροστά της, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ανασάνει καθώς η θηλιά έσφιγγε γύρω από τον λαιμό του. Πως ο μοναδικός της σκοπός ήταν να εκδικηθεί τους άλλους δύο άντρες για όσα της έκαναν, για τα όνειρα της που τσαλαπάτησαν, για τον σεξουαλικό εξαναγκασμό.
“Όταν θα έχουν πεθάνει και οι άλλοι δύο από το χέρι μου, τότε μόνο θα βρω ησυχία!”
“Αν με ρωτάς τι πιστεύω, τότε η τιμωρία που θέλεις να τους επιβάλλεις είναι δίκαια. Δυστυχώς δεν μπορώ να μοιραστώ την δικιά μου ιστορία μαζί σου, όσα περισσότερα ξέρεις για ένα μέρος, τόσο περισσότερο αναπτύσσεις δεσμούς με αυτό, και μετά θα είναι πολύ δύσκολο να φύγεις. Τι θα κάνεις όμως μετά; Που θα πας;”
“Δεν με νοιάζει, δεν έχω σπίτι, ούτε ανθρώπους που αγαπώ για να επιστρέψω σε αυτούς. Θα κρυφτώ και θα συνεχίσω να ζω μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα που θα αφήσω την τελευταία μου πνοή.”
Η ένταση που ένιωθε ήταν τεράστια. Τα συναισθήματα την είχαν κυριεύσει, το κορμί της έτρεμε σε έναν ξέφρενο ρυθμό.
“Μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη; Αν δεν σε πειράζει;” είπε κάπως διστακτικά. Ο Άνταμ της έγνεψε. “Μπορώ να έχω μια αγκαλιά;”

Κουρνιασμένη μέσα στην αγκαλιά του, είχε αφήσει τον εαυτό της για πρώτη φορά ευάλωτο μπροστά σε έναν άντρα. Η σιγουριά που ένιωθε ήταν για αυτήν πρωτόγνωρο συναίσθημα. Μετά από τόσα χρόνια μέσα σε εκείνο το πορνείο, πίστευε πως είχε εξαλείψει από μέσα της κάθε ανάγκη για συντροφικότητα, για στοργή. Πίστευε πως η ψυχή της είχε κρυώσει, και μόνο η φλόγα του μίσους και η εκδίκηση κατάφερναν και την κρατούσαν ζωντανή. Όμως έκανε λάθος. Σήκωσε το κεφάλι της από το στέρνο του και τον κοίταξε, για να πιστέψει πως αυτός ήταν όντως εκεί, πως δεν ήταν ένα όνειρο... Και όσο τον κοιτούσε μπορούσε μέσα από τα μάτια του να δει όλο αυτό το μέρος που ονομαζόταν χώρα του Μάγκρεπ, το δάσος που βρισκόντουσαν πριν, το ξερό και άνυδρο τοπίο, μέχρι και αυτήν την πόλη που τους είχε πει ο Άτο.
“Αν μπορούσες να πάρεις την εκδίκηση σου, θα το σκεφτόσουν να έμενες εδώ μαζί μου;”
Η απάντηση της ήρθε αβίαστα.
“Ναι, θα έμενα μαζί σου, θέλω να μείνω μαζί σου...”
Τα μάτια του έλαμψαν για μια στιγμή, έπειτα σηκώθηκε.
“Ποια είναι τα ονόματα αυτών των ανδρών; Πες μου.”
“Ασίρ Μπάσαρ και Γκριμ Στάγιαν, ο υποτιθέμενος άντρας μου και ο σκλαβέμπορος.”
Πλησίασε τις ομίχλες και άπλωσε τα χέρια του μπροστά. Οι ομίχλες φάνηκε να αντιδρούν στην παρουσία του, κινούμενες παιχνιδιάρικα γύρω από τα χέρια του.
“Ασίρ Μπάσαρ και Γκριμ Στάγιαν” τον άκουσε να λέει, και η φωνή του σταδιακά μετατράπηκε σε κραυγή. Η Νέντα ένιωσε πως η καταιγίδα που έβλεπαν νωρίτερα ήταν πλέον από πάνω τους. Οι κραυγές του Άνταμ έσκιζαν την νύχτα σαν λεπίδα, θαρρείς και όλο το μέρος φώναζε μαζί του. Μέσα σε μερικές στιγμές η Νέντα είδε τις ομίχλες να δημιουργούν δύο φιγούρες δίπλα στον Άνταμ, μια στα αριστερά και μια στα δεξιά του. Πως ήταν δυνατόν; Δεν θα μπορούσε να ξεχάσει ποτέ αυτές τις φιγούρες, όσα χρόνια και αν είχαν περάσει. Ο Άνταμ ανάσαινε βαριά όταν πια οι δύο άντρες στεκόντουσαν εκεί, μπροστά στην Νέντα, έκπληκτοι, έντρομοι, μη καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί.
“Πάρε το σπαθί μου”, της είπε ο Άνταμ.
Το σπαθί που ήταν ακόμα καρφωμένο στο έδαφος, ανάμεσα σε αυτήν και την εκδίκηση της...
“Τι συμβαίνει;” άκουσε μια φωνή να την ρωτά. Ήταν η Μαλένκα. Οι σύντροφοι της είχαν ξυπνήσει από τον απίστευτο θόρυβο και είχαν πλησιάσει. Η Νέντα γύρισε και τους κοίταξε.
“Εδώ είναι το τέλος του ταξιδιού μου, δεν έχω λόγο πια να περιπλανιέμαι. Μπορείτε να φύγετε τώρα. Περάστε τις ομίχλες και φύγετε.” είπε κοφτά. Έπειτα γύρισε ξανά προς το μέρος των δύο αντρών και έπιασε την λαβή του σπαθιού. Ο Άνταμ πλησίασε την Μαλένκα και της έδωσε το ημερολόγιο της, εκεί όπου ο ίδιος είχε γράψει την δικιά του ιστορία, αυτή που δεν έπρεπε να ειπωθεί όσο βρισκόντουσαν στην χώρα του Μάγκρεπ.
“Ευχαριστώ πολύ που ήρθατε από εδώ. Τώρα όμως ήρθε η ώρα να φύγετε.”
Η Μάλενκα πήρε το βιβλίο και τον ευχαρίστησε, κοιτώντας σαστισμένη την Νέντα και τους δύο άντρες.
“Η Νέντα; Δεν θα έρθει μαζί μας;” ρώτησε.
Ο Βαλ, καταλαβαίνοντας τι επρόκειτο να συμβεί, έπιασε τις δύο γυναίκες από τα μπράτσα και τις τράβηξε μέσα στις ομίχλες. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο, καλύτερα οι κοπέλες να μην έβλεπαν τίποτα.

Τα μάτια της Νέντα είχαν καρφωθεί πάνω στους δυο άντρες.
“Ο χρόνος ήρθε να πληρώσετε για τις αμαρτίες που έχετε διαπράξει, και σε μένα αλλά και σε όλες τις άλλες κοπέλες που πέρασαν από τα χέρια σας!” Η φωνή της ήταν παγερή, πλημμυρισμένη με μίσος. Σήκωσε το σπαθί ψηλά, και όλη της η οργή μετατράπηκε σε δύναμη. Το κεφάλι του Γκριμ κύλησε στο έδαφος μπροστά της... Ο Ασίρ έπεσε στα γόνατα και άρχισε να την παρακαλάει να του χαρίσει την ζωή, όμως η Νέντα δεν άκουγε πλέον τίποτα. Γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του και χαμογέλασε χαιρέκακα. Το μόνο που άκουσε ήταν μια κραυγή, καθώς το σπαθί κατέβηκε για άλλη μια φορά και το κεφάλι του Ασίρ, με αποτυπωμένη μια έκφραση τρόμου, κύλησε και αυτό στο έδαφος...

'Ηταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος... Μέσα σε εκείνες τις στιγμές όλα όσα είχε μέσα στην καρδιά της, όλα τα συναισθήματα, ο πόνος, τα δάκρυα, η απελπισία, η αηδία και η απέχθεια, το μίσος, η εκδίκηση, όλα αναδύθηκαν στην επιφάνεια. Η παλιά της ζωή είχε μόλις τελειώσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της, σαν να ξόρκιζε το παρελθόν. Με την επόμενη της ανάσα γεννιόταν ξανά. Μόνο το μέλλον υπήρχε πια. Αυτός ήταν εκεί, είχε ξεπλύνει τον θυμό της, της είχε δώσει αυτό που ποθούσε, την γλύκα της εκδίκησης. Μόνο που δεν ήταν μόνος. Μαζί του είχε φέρει πίσω και εκείνο το μικρό αθώο κορίτσι, εκείνο που είχε χαθεί μέσα στα δάκρυα του. Εκείνο που ακόμα πίστευε σε χαμένες ελπίδες, που απλά ήθελε να ξεχάσει και να ζήσει ξανά από την αρχή όσα στερήθηκε. Πως είναι δυνατόν να το κατάφερε αυτό; Είναι απλά άλλος ένας άντρας! Κι όμως όχι, ήξερε μέσα της πως αυτός ήταν κάτι πολύ παραπάνω, ήταν η νέμεσις της, το πεπρωμένο της... Αυτός ο άντρας, που την άκουσε και την δέχτηκε χωρίς να την κρίνει, αυτός που την έκανε, μέσα σε μερικές στιγμές, να θυμηθεί πως εξακολουθούσε να έχει κι άλλα αισθήματα πέραν του μίσους, μόνο με μια του αγκαλιά. Και τώρα μπορούσε πλέον να παραδεχτεί χωρίς να φοβάται, ή να κάνει πως δεν καταλαβαίνει, πως είναι ερωτευμένη μαζί του...
Ο Άνταμ πήρε το σπαθί από τα χέρια της και της χάιδεψε γλυκά το μάγουλο.
“Τώρα δεν θα είσαι πια μόνη, ούτε και εγώ μόνος. Εγώ θα είμαι για σένα και εσύ για μένα, ο ένας για τον άλλο, μαζί...”
Ήταν το πρώτο της φιλί, το πρώτο της καινούριας της ζωής, το πρώτο που μοιράστηκε μαζί του. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και παραδόθηκε στα χάδια και τα φιλιά του. Ήταν η πρώτη φορά που το άγγιγμα ενός άντρα δεν άγγιζε μόνο το σώμα της μα και την ψυχή της, όχι για να την χαρακώσει, αλλά για να την γιατρέψει. Την πρώτη νύχτα της καινούριας της ζωής, δίπλα στο θάνατο και το αίμα της προηγούμενης, ένιωσε για πρώτη φορά τι θα πει έρωτας... Όταν η γλυκιά αυγή έφτασε, κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά του και αποκοιμήθηκε, ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπο της...





Άνταμ

Comments

Athar Vulrax said…
Αγαπητή Νέντα! Δεν θέλω να σου θίξω τον γκόμενο αλλά εγώ δεν τον θυμάμαι έτσι...Εντάξει, ήταν μπουρί μεν αλλά ήταν και κάγκαρος με καρφάκια και χαίτη! Δηλαδή του έλειπε η άσπρη κάλτσα με τις διασταυρωμένες ρακέτες και το σανδάλι για να μοιάζει με γερμανό τουρίστα σε νησί την δεκαετία του 80! Άμα δεν είχε άλογο θα είχε Χόντα σιβίκ τούμπανο με μπλε πιτσιλίθρες! Επίσης, να σου θυμήσω ότι το μπλογκ το διαβάζουν και αγοράκια... Καλά τα "πρώτα φιλιά της καινούργιας ζωής" και οι ζεστές τρυφερές αγκαλιές τύπου άρλεκιν, αλλά άμα δεν υπάρχει και λίγο πικάντικη λεπτομέρεια δεν έχει σασπένς! Για αυτό θα γράψω εγώ την συνέχεια... "Και τότε ο Άνταμ έκανε στην άκρη την Γαρδελική του χαίτη καθώς ο αλαβάστρινος μαχητής του πηγαινοερχόταν στα λαγκάδια και τα κουρφοβούνια μου. Ακόμα δεν του είχα αποκαλύψει την σπηλιά με τον θησαυρό μου... θα έπρεπε να χύσει πολύ ιδρώτα για να την κερδίσει... και πολύ σάλιο...." η συνέχεια στο επόμενο ποστ!!!!
Oliva said…
Ωραλιο το σχόλιο. Δώρα μην ανησυχείς μπορείς να διαλέξεις το πως θα είναι ο Άνταμ. Είμαι σύμφωνος όπως επιθυμείς εσύ να είναι.
Νομίζω πως οφείλω να απαντήσω πρώτα στον Άθαρ/Βαλ.

Το ποστ μου δεν απευθύνεται στα αγοράκια του blog,που βρίσκουν τέτοιου είδους χαρά από τις λιγοστές γραμμές που θα γράψω, ειδάλλως θα φρόντιζα η αφήγηση μου να καλύπτει σε λεπτομέρειες μέχρι και τα στάνταρ που θέτει ο αγαπητός Μαρσάλα!!!

Όσο για την εμφάνιση του Άνταμ, δεν είχα τον διακαή πόθο να τον αλλάξω, αλλά όταν βρήκα την δεύτερη εικόνα μου ήρθε κατευθείαν στο μυαλό το summoning που έκανε, και έτσι άλλαξα και το δικό του look! Μα πείτε μου, δεν ταιρίαζει; Με τα λιγοστά δέντρα, την καταιγίδα και την σκοτεινιά που μοιάζει με ομίχλες πίσω του;;;
Athar Vulrax said…
Με τα λιγοστά δέντρα, την καταιγίδα, τους γραμωμένους κοιλιακούς και το μαλλί να ανεμίζει, την παχιά στάλα ιδρώτα να κυλάει στο τέλειο ζυγωματικό, δείχνοντας την προσπάθεια που καταβάλει ο Άνταμ να δαμάσει τις ομίχλες και να καταφέρει να ικανοποιήσει τον κρυφό πόθο της νέντα!!!
Εεεε ναι, έχεις κανένα πρόβλημα;;;;;

:PPPPPP

Popular posts from this blog

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Planescape: Age of Spiders