Aminat Neda, The Domain of Magreb, Part 1

"Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό που συμβαίνει, καλύτερα να μην μπούμε μέσα και εμείς, σας είπα, αυτό το δάσος έχει μαγεία, δεν το βλέπετε και εσείς πως τα πάντα εδώ είναι εκτός τόπου και χρόνου;”
“Κυρία Νέντα δεν είναι σωστό να αφήσουμε τον κύριο Βαλ και να φύγουμε. Και άλλωστε που μπορούμε να πάμε; Η μόνη άλλη επιλογή είναι το ξερό και άνυδρο τοπίο που περιτριγυρίζει αυτό το δάσος. Επίσης ο κύριος Βαλ φαίνεται πως μπορεί να ανιχνεύει για κινδύνους, δεν πιστεύω πως θα ήταν σοφό να φύγουμε χωρίς αυτόν.” είπε η Μαλένκα.
“Είναι προτιμότερο να πάμε να τον βρούμε και να μην ξαναχάσουμε ο ένας τον άλλο από τα μάτια μας” συμπλήρωσε η Ουέλια.
“Τον προειδοποίησα πως αυτό που μύριζε δεν είναι αληθινό, είναι απίθανο η γυναίκα που μας είπε πως ψάχνει να πέρασε από εδώ και η μυρωδιά της να έμεινε στον αέρα για τόσο καιρό, θαρρείς και τον περίμενε. Και γω μύρισα μια γνώριμη μου μυρωδιά μέσα στις ομίχλες, αλλά η λογική μου υπερίσχυσε υπέρ οποιουδήποτε άλλου παραλογισμού, βοηθώντας με να καταλάβω πως κάποιος προσπαθεί να παίξει με τα λογικά μας! Πως αλλιώς θα μπορούσα να εξηγήσω την μυρωδιά ενός ανθρώπου που άφησα πίσω, και που κατά πάσα πιθανότητα είναι νεκρός;” συνέχισε η Νέντα.
Η Μαλένκα την κοίταξε έντονα, προφανώς ταραγμένη από αυτό που είχε μόλις ακούσει.
“Τι εννοείτε; Τι συνέβη μέσα στις ομίχλες;”
“Τίποτα ουσιαστικό, κάποιος προσπάθησε να παίξει με την λογική μου αλλά δεν τα κατάφερε. Το σημαντικό είναι πως αυτά που μύρισα και άκουσα γνωρίζω πως δεν ήταν αληθινά.”
Ήταν εμφανές πως οι δύο γυναίκες είχαν ταραχτεί από την σύντομη σιωπή που ακολούθησε. Την σιωπή έσπασε η Μαλένκα.
“Όπως και να έχει κυρία Νέντα, εμείς θα μπούμε μέσα στο δάσος να βρούμε τον κύριο Βαλ, αν δεν θέλετε να ακολουθείσετε μπορείτε να μείνετε εδώ και να μας περιμένετε.”
“Δεν μου αφήνετε πολλές επιλογές, θα σας ακολουθήσω, είπαμε πως δεν θα ξαναχάσουμε ο ένας τον άλλο...”


Από την στιγμή που είχαν αντικρύσει εκείνο το δάσος, ένιωσε πως κάτι πήγαινε στραβά. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς, όμως τα πάντα της φαίνονταν παράξενα. Ένα πυκνό δάσος, που άρχιζε τόσο απότομα δίπλα σε μια περιοχή τόσο άνυδρη, σε στάδια ερημοποίησης, δεν ήταν κάτι φυσιολογικό. Για να υπάρχουν τόσο πυκνά δέντρα πρέπει να υπάρχει νερό, αλλά αυτό ήταν προφανές πως απουσίαζε. Είχε αισθανθεί πως υπήρχε μαγεία στο μέρος, ένα είδος μαγείας που δεν θεωρούσε καλό οιωνό, μιας που ήταν η μαγεία των παραισθήσεων που ήταν παρούσα εκεί. Τι και αν όλο αυτό το δάσος ήταν μια παραίσθηση; Μια παγίδα; Και ο Βαλ είχε αποφασίσει να μπει μέσα, ήταν σίγουρος πως στον αέρα υπήρχε μια μυρωδιά, που κανένας άλλος δεν μπορούσε να μυρίσει. Τον είχε προειδοποιήσει αλλά δεν την άκουσε. Τους είχε πει πως αν δεν επιστρέψει σε μερικές ώρες να συνεχίσουν χωρίς αυτόν, κάτι που όπως φάνηκε, δεν ήθελαν να κάνουν οι άλλες δυο γυναίκες. Προφανώς η παρουσία ενός άντρα τις έκανε να νιώθουν πιο ασφαλείς, όμως για την Νέντα δεν έκανε καμιά διαφορά. Κανένας άντρας δεν της είχε παρέχει ασφάλεια, ίσως παρά μόνο ο Πάμπλο, όταν αποφάσισε να μείνει πίσω για να της δώσει την ευκαιρία να φύγει. Όμως όχι, αυτό δεν ήταν ασφάλεια, ήταν κάτι άλλο. Αυτοθυσία ίσως;


Είχαν προχωρήσει περίπου μια ώρα μέσα στο δάσος όταν κατάφεραν να βρουν τον Βαλ, ο οποίος είχε κρατήσει τον λόγο του και επέστρεφε να τις βρει, έστω και καθυστερημένος. Στην περιπλάνηση του μέσα στο δάσος είχε δει πλατφόρμες χτισμένες πάνω στα δέντρα, σαν φυλάκια για τους πιθανούς φρουρούς ή και ταξιδιώτες του μέρους. Το δάσος δεν φαινόταν επικίνδυνο, όμως καλό θα ήταν να έχουν τα μάτια τους τετρακόσια, μιας που αποφάσισαν να συνεχίσουν στο εσωτερικό του, ψάχνοντας για ανθρώπους, και πιο σημαντικά, για πληροφορίες.
Όσο περπατούσαν, το δάσος γινόταν πιο πυκνό και η ανησυχία της Νέντα μεγάλωνε. Δεν της άρεσε καθόλου αυτό το μέρος, όλα ήταν αλλόκοτα. Στην διαδρομή που είχαν ακολουθήσει το έδαφος είχε αρχίσει να λασπώνει, μέχρι που σχημάτιζε διάσπαρτες μικρές λακκούβες με νερό. Τα δέντρα πύκνωναν και το φως της μέρας μετά βίας περνούσε μέσα από τα φυλλώματα. Ξάφνου η Ουέλια τους σταμάτησε. Τα ίχνη που άφηναν οι ίδιοι εξαφανίζονταν! Επίσης ένα άλλο ίχνος εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν συχνά, κάτι που έμοιαζε σαν μια μπάλα που κυλούσε πάνω στο χορτάρι.
“Ποιος άραγε μπορεί να μας ακολουθεί;” αναρωτήθηκε φωναχτά η Νέντα.
“Δεν ξέρω, αλλά καλά θα κάνουμε να βιαστούμε” είπε η Μαλένκα.
Ο Βαλ, αφού επιβεβαιώθηκε πως αυτό που είχε παρατηρήσει η Ουέλια όντως συνέβαινε, τις παρακάλεσε να συνεχίσουν προς το εσωτερικό του δάσους, μιας που η μυρωδιά γινόταν όλο και εντονότερη όσο προχωρούσαν. Η Νέντα όμως καταλάβαινε πως δεν ήταν μόνο η μυρωδιά. Το ενδιαφέρον του είχε ανανεωθεί μετά το συμβάν με τα ίχνη...
Μετά από κάμποση ώρα συνάντησαν τις πρώτες πλατφόρμες. Όντως φαινόταν πως άνθρωποι τις είχαν χρησιμοποιήσει στο παρελθόν, μιας που υπήρχαν ίχνη από μικρές εστίες φωτιάς.
“Λες όντως μέσα στο δάσος, κάπου προς το κέντρο του, να υπάρχουν οικισμοί;”σκέφτηκε η Νέντα.
Ο μόνος τρόπος να το μάθουν ήταν να συνεχίσουν να προχωρούν...


Είχαν περάσει κάποιες ώρες, όταν βρέθηκαν σε ένα μικρό ξέφωτο. Στις ρίζες των δέντρων φύτρωναν μανιτάρια.
“Ίσως θα ήταν μια καλή ιδέα να σταματήσουμε εδώ και να ξεκουραστούμε λιγάκι” είπε η Μαλένκα.
Όμως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο αέρας ήταν βαρύς με μια μυρωδιά, που έκανε την Νέντα να αισθάνεται κάπως κουρασμένη. “Δεν είναι καλό σημάδι αυτό” σκέφτηκε, αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει τις σκέψεις της, η Ουέλια είχε σωριαστεί στο έδαφος. Τι συνέβαινε; Η Μαλένκα έτρεξε κοντά της και την εξέτασε.
“Κοιμάται”, τους είπε, “αλλά δεν είναι φυσιολογικό. Τα ξωτικά δεν κοιμούνται όπως οι άνθρωποι, μένουν με τα μάτια ανοιχτά όταν ξεκουράζονται, ούτως ώστε να έχουν συνεχή συναίσθηση του περιβάλλοντος γύρω τους. Κάτι συμβαίνει.”
“Κοιτάξτε!” φώναξε ο Βαλ και έδειξε προς μια κατεύθυνση.
Τα μάτια της Νέντα καρφώθηκαν επάνω στις γλοιώδεις λευκές μάζες που τους πλησίαζαν, αργά αλλά σταδιακά. Σκουλήκια, μεγάλα λευκά σκουλήκια. Στο σώμα τους δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά μόνο ένα μεγάλο στόμα που έχασκε ορθάνοιχτο, γεμάτο δόντια έτοιμα να κατασπαράξουν.
“Πρέπει να πάμε πίσω στην κοντινότερη πλατφόρμα και να συνεφέρουμε την Ουέλια, δεν έχουμε άλλη επιλογή”. Και έτσι και έκαναν.


“Δεν μπορώ να την συνεφέρω” είπε ο Βαλ.
Είχε ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο της, αλλά η Ουέλια εξακολουθούσε να βρίσκεται σε νάρκη.
“Ξέρω ένα τρόπο για να συνέλθει, αλλά δεν είναι και ο πιο ευχάριστος, είναι όμως σχεδόν πάντα αποτελεσματικός” είπε η Νέντα. “Δεν θα σας αρέσει.”
“Τι εννοείς;” ρώτησε ο Βαλ και την κοίταξε κάπως καχύποπτα.
“Εννοώ πως ένας οξύς πόνος μπορεί και να καταφέρει να την κάνει να συνέλθει.”
“Ειλικρινά πιστεύετε πως με το να ασκήσετε βία θα καταφέρετε να την συνεφέρετε;” ρώτησε εμφανώς πειραγμένη η Μαλένκα. Σίγουρα δεν είχε βιώσει ποτέ κάτι ανάλογο, για να γνωρίζει όπως και η Νέντα, πως αυτό που πρότεινε ήταν όντως κάτι εφικτό και αποτελεσματικό. Η Νέντα όμως δεν περίμενε να διαφωνήσει καν με την Μαλένκα. Με όση δύναμη είχε, σήκωσε το πόδι της ψηλά και κλώτσησε την Ουέλια στα πλευρά. Καμιά απόκριση δυστυχώς, και τα σκουλήκια κάτω από το δέντρο πολλαπλασιάζονταν. Ξάφνου, ανάμεσα στα δέντρα είδαν μια ανθρώπινη φιγούρα που πλησίαζε. Ποιος; Τα σκουλήκια δεν του έδωσαν καθόλου σημασία, καθώς στάθηκε ανάμεσα τους κάτω από το δέντρο και φώναξε.
“Είστε καλά εκεί πάνω; Μπορώ να ανέβω;”
Δεν είχαν επιλογή, επιπλέον ήταν ανακουφισμένοι που έβλεπαν μετά από τόσες ώρες έναν άνθρωπο. Ο άντρας ανέβηκε στην πλατφόρμα και τους κοίταξε, πρώτα αυτούς και μετά την Ουέλια που βρισκόταν ξαπλωμένη ανάμεσα τους.
“Με λένε Άτο. Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, δεν θα σας πειράξω. Η φίλη σας είναι καλά; Φαίνεται σαν να μύρισε τα μανιτάρια” είπε ο άντρας χαμηλόφωνα. “Επιτρέψτε μου” είπε και την πλησίασε. Έβγαλε ένα φλασκί και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της.
“Το δοκιμάσαμε και μεις αυτό, δεν πιάνει” είπε η Νέντα κάπως εκνευρισμένη.
“Θα υποθέσω πως δεν χρησιμοποιήσατε το νερό από τις λακκούβες του δάσους.” είπε γυρνώντας το κεφάλι του προς την μεριά της Ουέλια, που είχε μισανοίξει τα μάτια της.
“Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ κύριε Άτο, με λένε Μαλένκα, αυτή είναι η κυρία Ουέλια, η κυρία Νέντα και ο κύριος Βαλντέμαρ. Σας είμαστε υπόχρεοι. Πείτε μας όμως, τι συμβαίνει με αυτά τα σκουλήκια;”είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε η Μαλένκα.
“Θα σας εξηγήσω ότι θέλετε, αρκεί να με ακολουθήσετε πίσω στον καταυλισμό, λείπω αρκετή ώρα και οι υπόλοιποι θα ανησυχήσουν.”


Έτσι και έγινε. Στον δρόμο για τον καταυλισμό τους εξήγησε πως τα μανιτάρια ήταν μαγικά, και πως η μυρωδιά τους αρχικά προκαλούσε υπνηλία και έπειτα επέφερε μια μαγική νάρκη, από την οποία δεν μπορούσες να ξυπνήσεις, παρά μόνο αν χρησιμοποιούσες το νερό της λίμνης.
“Λίμνης; Ποιας λίμνης;” ρώτησε ο Βαλ.
Ο Άτο φρόντισε να τους ενημερώσει πως βρίσκονταν στην κοιλάδα των λιμνών αυτού του μέρους, και πως έξω από το δάσος υπάρχουν κάτι περίεργα πλάσματα που μοιάζουν με άνθρωποι, με φωτιά στην θέση των μαλλιών τους, που όταν βρίσκουν κάποιον από τους ανθρώπους της λίμνης, τον φυλακίζουν και τον κάνουν σκλάβο τους. Λέγεται πως έχουν μια πόλη μακριά από το δάσος, στην οποία μεταφέρουν τους σκλάβους και τους χρησιμοποιούν σαν εργατικό δυναμικό στα έργα που κάνουν. Τι έργα όμως είναι αυτά, δεν ήξερε να τους πει.
“Πως ξέρετε για την πόλη; Έχει πάει ποτέ κανένας εκεί και κατάφερε να γυρίσει;”
“Όσοι πάρθηκαν σκλάβοι δεν ξαναγύρισαν, όχι. Ότι ξέρω το γνωρίζω από τους προγόνους μας, που μας προειδοποίησαν για αυτούς.”
“Τότε γιατί δεν πάτε προς το εσωτερικό του δάσους, όσο πιο μακριά γίνεται από αυτά τα πλάσματα;”
“Εκεί μένει ένα τρομερό πλάσμα, και κανείς δεν τολμάει να πλησιάσει.” είπε χαμηλόφωνα ο Άτο.


Στον καταυλισμό η κατάσταση ήταν απελπιστική. Ένα μπουλούκι ανθρώπων, μαζεμένοι σε μια μεγάλη πλατφόρμα, τρομαγμένοι και κακοζωισμένοι, κάποιοι τόσο αδύνατοι που σε έκανε να απορείς πως κατάφερναν να επιβιώνουν. Τα ρούχα τους ήταν κουρελιασμένα, κάποια μάλιστα ήταν παράταιρα σε μερικούς, θαρρείς και ήταν δανεικά. Τα μαλλιά τους ήταν ξανθά και ξέθωρα, όπως και τα γαλάζια μάτια τους. Όλοι λίγο πολύ έμοιαζαν μεταξύ τους. Ο Άτο τους είπε πως ήταν όλοι συγγενείς, και πως συνήθως έτσι ταξίδευαν οι περισσότεροι άνθρωποι του δάσους, καταφεύγοντας κάθε φορά στην περιοχή που μπορούσε να τους προσφέρει τα περισσότερα τρόφιμα.
“Καλά, και πως φτιάχνετε τα ρούχα σας;” ρώτησε παραξενεμένη η Μαλένκα, που είχε προφανώς παρατηρήσει το αλλόκοτο ντύσιμο τους.
“Τα ρούχα που έχουμε ανήκουν στους προγόνους μας, εμείς δεν μπορούμε να φτιάξουμε δικά μας, ο καθένας μας κληρονομεί μια φορεσιά όταν γεννιέται.”
Το γεγονός αυτό σόκαρε την Μαλένκα, η οποία, ντυμένη με την επιβλητική φορεσιά της, έμοιαζε σαν βασίλισσα ανάμεσα σε ζητιάνους. Άνοιξε το σακίδιο της, έβγαλε μια δεύτερη φορεσιά και την πρόσφερε στον Άτο.
“Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για να σας ευχαριστήσω που μας βοηθήσατε νωρίτερα κύριε Άτο.”
Ο Άτο κοίταξε την Μαλένκα, μετά την φορεσιά και έπειτα τους δικούς του ανθρώπους, που καθόντουσαν παράμερα, φοβούμενοι να πλησιάσουν τους ξένους. Άπλωσε τα χέρια του πάνω στα ρούχα, για να νιώσει για πρώτη φορά την απαλή υφή του μεταξιού στα ακροδάχτυλα του. Προσπάθησε να συγκρατήσει την χαρά του, όμως του ήταν μάλλον αδύνατο. Έδωσε τα ρούχα σε μια από τις γυναίκες και γύρισε προς την Μαλένκα γεμάτος ευγνωμοσύνη.
“Τώρα εγώ σας είμαι υπόχρεος.” είπε.
Και αυτό ήταν ακριβώς ότι χρειαζόταν η Μαλένκα, για να αρχίσει να ρωτάει πράγματα για αυτό το μέρος και να συλλέξει πληροφορίες. Μιλούσαν τόσο χαμηλόφωνα που από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσες πια να τους ακούσεις. Αυτό όμως δεν ένοιαζε την Νέντα. Ήταν σε ένα μέρος σχετικά ασφαλές, με ανθρώπους που γνώριζαν την περιοχή, και επιπλέον δεν χρειαζόταν να ανακρίνει κανέναν, μιας που την δουλειά αυτή είχε αναλάβει η Μαλένκα, με τον δικό της τρόπο. Αυτή, μαζί με την Ουέλια και τον Βαλ, είχαν καθήσει παράμερα από τους υπόλοιπους, ο Βαλ όμως δεν έλεγε να βρει ησυχία. Ήθελε να φύγει, να κατευθυνθεί στο εσωτερικό του δάσους, προς τα εκεί που τον οδηγούσε η μυρωδιά. Οι προσπάθειες της Ουέλιας να τον μεταπείσει ήταν μάταιες.
“Πόσο σημαντική είναι αυτή η γυναίκα για εσάς κύριε Βαλ;”
“Το πιο σημαντικό πράγμα στην ζωή μου. Για αυτήν βρίσκομαι εδώ, για να την βρω και να επιστρέψουμε πίσω στην Σίτζιλ.”
“Τότε θα έπρεπε να το σκεφτείτε διπλά για να πάτε μέσα στο δάσος, μιας που ο κύριος Άτο μας είπε πως είναι επικίνδυνα εκεί. Μπορεί και να ρισκάρετε την ζωή σας, και αν την χάσετε, τότε και ο σκοπός σας θα λήξει άδοξα, και αυτή η γυναίκα θα χάσει την μοναδική ευκαιρία να σωθεί.”
“Μα αν δεν την ψάξω τώρα που νιώθω πως είναι κοντά, μπορεί και να την χάσω μια και καλή. Όχι, θα πάω να την βρω.”
Η Νέντα δεν προσπάθησε και πολύ να του αλλάξει την γνώμη, ήταν προφανές πως δεν θα τα κατάφερνε. Αυτά που του έλεγε η Ουέλια ήταν απολύτως ορθά, αλλά αυτός διάλεγε να τα παραβλέψει, όποτε ποιο το νόημα να συνεχίσει να προσπαθεί; Γύρισε από την άλλη μεριά και ξάπλωσε. Η νύχτα ήταν κοντά και η κούραση της αφόρητη. Ο ύπνος δεν άργησε να ρθει...


Η αναστάτωση ήταν απίστευτη. Η Ουέλια την είχε ξυπνήσει, λέγοντας της πως μετά που έφυγε ο Βαλ, ο καιρός άρχισε να αλλάζει απότομα, οι κάτοικοι είχαν ανησυχήσει και έτσι ο Άτο είχε φύγει, για να ανακαλύψει τι συνέβαινε. Μετά από κάποια ώρα ακούστηκαν ουρλιαχτά, και τότε ξεκίνησε η αναμπουμπούλα. Κανείς δεν ήξερε τι συνέβαινε, μα όλοι έλεγαν πως είχε έρθει η ώρα της τιμωρίας. Η Μαλένκα ξεκίνησε κάτι να της λέει για μια κυρά της λίμνης, για τις ιστορίες που τις εξομολογήθηκε ο Άτο, πως οι άνθρωποι εδώ πιστεύουν πως αν δεν μιλάς για το κακό, δεν ακούς για το κακό και δεν σκέφτεσαι το κακό, τότε αυτό μένει μακριά σου, αλλά ήταν όλα τόσο μπερδεμένα που μετά βίας έβγαζε άκρη. Τότε ήταν που κατέφθασε ο Βαλ, λαχανιασμένος και κάτωχρος.
“Πάμε να φύγουμε από εδώ”, είπε με τρεμάμενη φωνή. “Δεν είμαστε ασφαλείς εδώ!”
“Τι έγινε; Τι συνέβη;”
Όμως ο Βαλ δεν απαντούσε, απλά επαναλάμβανε πως έπρεπε να φύγουν από το δάσος. Μάζεψαν κακήν κακώς τα πράγματα τους και, σχεδόν τρέχοντας, πήραν την κατεύθυνση που είχαν πάρει την προηγούμενη μέρα.


Ήταν πια για τα καλά έξω από το δάσος,μη γυρνώντας καν να κοιτάξουν πίσω τους. Ο Βαλ δεν τους είχε πει τι είχε συμβεί, αλλά κατά βάθος και οι ίδιες δεν ήθελαν να μάθουν. Από την αρχή δεν ήταν καλή ιδέα να μπουν σε εκείνο το δάσος. Τώρα όμως; Προς τα που να κατευθυνθούν; Η Νέντα θυμήθηκε την καταιγίδα που είχε παρατηρήσει την προηγούμενη μέρα, πριν ακολουθήσουν τον Βαλ.
“Γιατί δεν πάμε προς τα εκεί που είναι η καταιγίδα; Είναι το μόνο σημείο αναφοράς που έχουμε προς το παρόν.”
Κανένας δεν έφερε αντίρρηση, άλλωστε εκείνη την στιγμή δεν είχαν και πολλές επιλογές, έπρεπε να διαλέξουν μια κατεύθυνση, και αυτή φαινόταν να έχει τουλάχιστον κάποια λογική βάση. Αποφάσισαν να περάσουν την νύχτα στις παρυφές του δάσους, παρόλη την ανησυχία τους, και να ξενικήσουν την επόμενη μέρα...

Comments

Popular posts from this blog

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Planescape: Age of Spiders