Το Ημερολόγιο του Βάρδου (μέρος έβδομο)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Echoes of battle around the world
Who will win the flesh & stone
Days of Fire, Earth & Wind
All gone beneath the sea

Nothing will stop my return
My return to heaven

Light to Darkness, Darkness to Light
Close your eyes to feel the rhyme
Open your eyes, bear the truth
Of false memories and lost youth

No one can hide the heaven
Coz time itself shows me the way there

The time will come when the Prince shall rise
And all our sins will perish in choice
Nature rise bearing the sins
Of false life and vacant dreams

Deggial by 
Athar Vulrax and the Vulgars
Οι στίχοι είναι από το μουσικό κομμάτι που έγραψε ο 'Ειθαρ για τον Ντεγγίαλ και υπάρχει στην συλλογή με μουσικά κουτιά των Βάλγκαρς, με τίτλο "Tomb of the Mutilated".

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

 Περπατούσαμε μέσα στην άγρια και αφιλόξενη φύση της ζούγκλα για δύο μέρες. Δεν είχαμε βρει κάποιο μονοπάτι, οπότε πηγαίναμε όπου βρίσκαμε χώρο να περάσουμε. Ευτυχώς που είχαμε την Ιρίκα και δεν χαθήκαμε μέσα στην άγρια και πυκνή βλάστηση. Το πρωί της τρίτης μέρας, 11/07, βρήκαμε τον ναό. Η αλήθεια είναι ότι, μπροστά σε όλα τα ερείπια ναών που είχαμε συναντήσει στην πορεία μας ως άνθρωποι της περιπέτειας, αυτός ήταν ο πιό άσχημος. Μέσα στην ζούγκλα υπήρχε ένα ξέφωτο που δεν είχε ούτε βλάστηση, ούτε ζωάκια, ούτε καν τα πουλιά δεν πετούσαν από πάνω. Και μέσα στη μέση του ξέφωτου υπήρχε ένας ογκόλιθος, λαξευμένος με πρωτόγονα, ήταν προφανές, εργαλεία. Περιττό να αναφέρω ότι η μαγεία ήταν διάχυτη μέσα σε όλο τον χώρο. Είχαμε βρει αυτό που ψάχναμε και, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, είχαμε χονδρικά, δυό μέρες να ψάξουμε τα ερείπια και άλλη μιάμιση μέρα να γυρίσουμε στο καράβι, αλλιώς θα μέναμε για πάντα στο νησί, που λέει ο λόγος.
 Έβγαλε ο Κάσπερ το καινούργιο μενταγιόν και μπήκαμε μέσα στην λαξευμένη πέτρα. Τελικά δεν μας κορόιδεψε ο έμπορας, το μενταγιόν έκανε όντως καλή δουλειά. Κάτω από το φως του είδαμε όλο τον χώρο που ήταν χτισμένος στη πέτρα. Τα πάντα ήταν πέτρινα. Ακόμα και τα κρεβάτια, που είχαν επάνω τους απομεινάρια από στρώματα άχυρων, ήταν πέτρινα. Γενικά τίποτα ενδιαφέρον δεν βρήκαμε. Μόνο κάτι περίεργους ρούνους. Προσπαθήσαμε να τους αποκρυπτογραφήσουμε, μα αποτύχαμε, οπότε τους αντιγράψαμε σε χαρτί και προχωρήσαμε. Βρεθήκαμε σε μία αψίδα. Κι αυτή είχε ρούνους επάνω. Τους παρατηρήσαμε καλύτερα. Ήταν σκαλισμένοι με μαγεία, οπότε η μαγεία ήταν έντονη επάνω τους. Αυτούς τους δεύτερους ρούνους καταφέραμε να τους διαβάσουμε. Ο λαξευτής είχε γράψει "Ηχώ μάχης ανά τον κόσμο, ποιος θα νικήσει την σάρκα και το αίμα;" Περίεργα πράγματα! Προχωρήσαμε παραπέρα και, όπως είναι αναμενόμενο σε τέτοιες τοποθεσίες, ο διάδρομος κατηφόριζε. Συνεχίσαμε να βλέπουμε περίεργες χαρακιές στους τοίχους, ενώ το πάτωμα ήταν καλυμμένο με πέτρες, κουρέλια, κόκαλα και σαβούρα αιώνων, τίποτα αξίας όμως. 
 Βγήκαμε στο επόμενο και τελευταίο επίπεδο του ναού. Θα απογοητευόμασταν πλήρως, άμα στην μέση του δωματίου δεν υπήρχε ένα κυκλικό αντικείμενο, διαμέτρου μισού μέτρου, με ένα τεράστιο διαμάντι να το φράζει. Τα μάτια μας γούρλωσαν. Ευτυχώς που υποψιαστήκαμε ότι ήταν παγίδα και δεν τρέξαμε να το πάρουμε. Το πλησιάσαμε και αρχίσαμε να το μελετάμε. Σε αυτό υπήρχε μιά ακόμα επιγραφή με ρούνους η οποία έλεγε "Κανείς δεν μπορεί να κρύψει τους Ουρανούς, γιατί ο ίδιος ο χρόνος μου δείχνει τον δρόμο για εκεί". Αυτό ήταν, μπερδευτήκαμε ακόμα πιό πολύ! Παρατηρήσαμε ότι το διαμάντι είχε γύρω του κάτι περίεργους μεντεσέδες που το ένωναν με την βάση του. 
 Ο Κάσπερ αποφάσισε να το αγγίξει για να ανακαλύψει άμα κρύβει κάποια θανάσιμη παγίδα. Με το που το άγγιξε όμως, μιά ισχυρή δύναμη τον τράβηξε μέσα στο διαμάντη μπροστά στα μάτια μας! Τρομάξαμε. Η Ιρίκα άρχισε να ψαχουλεύει τους μεντεσέδες, μήπως και τους ανοίξει και καταφέρει να σώσει τον Κάσπερ. Στον πρώτο, τα κατάφερε. Στον δεύτερο, όμως, απορροφήθηκε κι αυτή από το διαμάντι, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Αυτό ήταν, δεν είχα χρόνο για πειράματα. Είπα στον Ίνκυ "Θα έρθεις;" μου απάντησε "Φυσικά" και αγγίξαμε κι εμείς το διαμάντι. Μια μυστήρια δύναμη μας τράβηξε προς τα μέσα. Σαν ένα χέρι να είχε φυτρώσει στο στομάχι μας, να μας είχε αρπάξει από τον σβέρκο και να μας έχωσε μέσα στο διαμάντι.
 Προσγειωθήκαμε σε ένα πέτρινο πάτωμα, ενώ μιά στοίβα από κόκαλα ανέκοψε την πτώση μας. Η απαίσια αρχιτεκτονική συνέχιζε να μολύνει το οπτικό μου πεδίο και εδώ. Προσπαθούσαμε να καταλάβουμε που βρισκόμασταν και ο Ίνκυ είπε "Μα αυτό δεν μοιάζει με ναό, αλλά με φυλακή" και είχε πάρα πολύ δίκιο. Το θέμα ήταν να ανακαλύψουμε τι φυλούσαν σε μιά τέτοια μαγική φυλακή. Σίγουρα δεν ήταν κάποιος απλός εγκληματίας και, βάση τις επιγραφές που βλέπαμε γύρω μας, οτιδήποτε κρατούσαν εδώ προσπαθούσε να δραπετεύσει, ή κάποιος προσπαθούσε να το απελευθερώσει. Σε αυτό το επίπεδο βρήκαμε δυό καινούργιες επιγραφές. Η μία έγραφε "Μέρες Φωτιάς, Γης και Αέρα, όλες χάθηκαν κάτω από την Θάλασσα." Στο δωμάτιο που βρήκαμε αυτή την επιγραφή, υπήρχαν πάρα πολλά κόκαλα, η Ιρίκα είπε ότι οι κάτοχοι τους ήταν Νάνοι. Καθώς μελετούσε τα κόκαλα ανακάλυψε κάτι πολύ περίεργο. Τα κόκαλα είχαν αυλακώσεις που μέσα τους υπήρχαν διάφορα συστατικά, όπως πυρίτιο και θειάφι. Επίσης δεν υπήρχαν εμφανή σημάδια μάχης. Αυτό σήμαινε ότι, είτε τα πλάσματα σκοτώθηκαν από μαγικά πύρινα βλήματα, ή ότι αυτή ήταν όντως η σύσταση του σκελετού τους, το οποίο ήταν, το λιγότερο, παράδοξο. Μα που βρισκόμασταν;
 Η άλλη επιγραφή έγραφε "Φτάνει ο καιρός, όταν ο πρίγκηψ θα αναδυθεί και όλες μας οι αμαρτίες θα εκλείψουν στην επιλογή." Είχαμε παρατήσει την ανάλυση των επιγραφών. Απλά καταλάβαμε ότι ένας πρίγκηπας ήταν κρατούμενος μέσα στο διαμάντι και κάποιοι τρελοί με πύρινα κόκαλα θέλανε να τον βγάλουν, αλλά πέθαιναν με το που γράφανε τα συνθήματα για τον πρίγκηπα τους στον τοίχο. Και μέσα σε όλο αυτό τον πανικό, ήμασταν εμείς εγκλωβισμένοι! Πως την είχαμε πατήσει έτσι. Δεν το βάζαμε κάτω όμως. Αφού βρήκαμε τρόπο να μπούμε, θα βρίσκαμε και τρόπο να βγούμε. Αν δεχόμασταν, λοιπόν, ότι αυτό το μέρος ήταν φυλακή, τότε έπρεπε να βρισκόμασταν στα δωμάτια που ζούσαν οι φύλακες, γιατί βλέπαμε κρεβάτια και ράφια με σκεύη. Επίσης, στο πάτωμα βρήκαμε και κάποια διαφορετικά κόκαλα από αυτά των Νάνων. Κάποια κόκαλα που πρέπει να είχαν σαν ιδιοκτήτες κάποια ερπετοειδή πλάσματα, κάποια πλάσματα που έπρεπε να μοιάζουν σαν τεράστια φίδια, με μεγάλα κόκαλα που θα καταλήγαν σε κέρατα, πάνω από το δέρμα τους. Κάποια πλάσματα σαν αυτό που μας κοίταζε αυτή τη στιγμή από το άνοιγμα του δωματίου!
 Μίλησα "Εεε... Καλησπέρα... ελπίζω να μην ενοχλούμε, κατά λάθος βρεθήκαμε εδώ. Να... ξέρετε, κάναμε μιά κρουαζιέρα και..." - "Σσσσσσ... Δεν ενοχλήτε καθόλου σσσσ μικρά μου" με διέκοψε "Ίσσσα ίσσσα που ήρθατε πάνω σσσσΣΣΣσσστην κατάλληλη σσσστιγμή. Για το γεύμα!" και άνοιξε ένα τεράστιο στόμα με δυό σειρές με τεράστια δηλητηριώδη δόντια. "Νάγγα" με διαβεβαίωσε η Ιρίκα, λες και είχα ανάγκη να μάθω σε τι πλάσματος στομάχι θα περάσω το βράδυ μου. Επιτεθήκαμε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Εγώ με την βαλλίστρα, η Ιρίκα με ξόρκια, ο Ίνκυ με την σπάθα του και ο Κάσπερ με ύπουλα χτυπήματα, όπου και όποτε έβρισκε ακάλυπτη σάρκα. Για την μάχη είχαμε οδηγηθεί σε ένα μεγαλύτερο χώρο, κάτι σαν κεντρική σάλα, με μόνο μία πόρτα πίσω από την τεράστια Νάγγα. Η μάχη πήγαινε πολύ καλά, αν και ο καημένος ο Ίνκυ είχε χάσει το ηθικό του, αφού τα πρώτα του χτυπήματα δεν είχαν βρει στόχο και παραλίγο να χάσει το σπαθί του. Ο Κάσπερ, όμως, έκανε πολύ καλή δουλειά με τα κοντινά του, απρόβλεπτα χτυπήματα στο φίδι. Ώσπου, όλη η έκβαση της μάχης στράφηκε προς το μέρος της Νάγγα, όταν κατάφερε και κουλούριασε το γλοιώδες ερπετικό κορμί της γύρω από τον Κάσπερ και του πέτυχε ένα δηλητηριώδες δάγκωμα. 
 Με τον Κάσπερ εγκλωβισμένο στον σφιχτό κλοιό του φιδιού ήταν πολύ επικίνδυνο να συνεχίσουμε να πολεμάμε με τον ίδιο τρόπο. Φοβόμουν μην τον χτυπήσω με τα βέλη μου, ενώ η Ιρίκα θα τον είχε εντός του πεδίου των μαγικών της. Μην βλέποντας άλλη λύση, παράτησα την βαλλίστρα μου, έβγαλα το σπαθί μου από την πλάτη μου (το καημένο, τον τελευταίο καιρό, μόνο κάτι φτέρες και κλιματσίδες στην ζούγκλα είχε κόψει) και χύμηξα προς το ανθρωπόμορφο κεφάλι της Νάγγα. Είχα χάσει ήδη μια φορά τον φίλο μου, δεν θα άντεχα να τον δω να πεθαίνει και δεύτερη. Με αυτή τη σκέψη να με εμπνέει, πέτυχα, ίσως το ισχυρότερο χτύπημα που έχω πετύχει ποτέ με σπαθί και οδήγησα το φίδι στο χείλος του θανάτου. Από τον πόνο, σύρθηκε προς τα πίσω, αιμόφυρτη και παράτησε τον Κάσπερ μέσα από τον κλοιό της. Με τον Ίνκυ τραβήξαμε τον Κάσπερ, ημιαναίσθητο, μακριά από την μάχη, την στιγμή που η Ιρίκα έκανε φλαμπέ την Νάγγα, εξαπολύοντας μια πύρινη λαίλαπα προς το μέρος της. Η Νάγγα άφησε ένα συριγμό και παραδόθηκε στις φλόγες.
 Σταθήκαμε πάνω από τον Κάσπερ και αρχίσαμε να τον γιατρεύουμε. Μάταια. Το δηλητήριο ήταν πολύ ισχυρό. Τότε ο Ίνκυ έβγαλε το σπαθί του, χάραξε έναν σταυρό πάνω στο στέρνο του πληγωμένου φίλου μας και άρχισε να ρουφάει. Αφού ρούφηξε και έφτυσε το δηλητήριο, σηκώθηκε τσατισμένος και πέταξε το ολοκαίνουργιο μαγικό σπαθί του παράμερα. Τον ρωτήσαμε τι έπαθε και απάντησε νευριασμένα "Τόση εκπαίδευση και δεν κατάφερα να υπερασπιστώ τους φίλους μου". Η Ιρίκα του είπε "Μην είσαι χαζός Ίνκυ, αγωνίστηκες με όλη σου την δύναμη και άμα δεν ήσουν εσύ, ο φίλος μας θα πέθαινε από το δηλητήριο. Έλα εδώ" και τον έσφιξε στο στήθος της. Ο τυχερός καλικάντζαρος χαμογέλασε και η πράσινη πέτσα του έγινε ελαφρώς μελιντζανί. Ευτυχώς που δεν φιλήθηκαν γιατί, τόσο ρομάντζο, θα μου προκαλούσε εμετό δακρύων.
 Καθίσαμε και ξεκουραστήκαμε ως το απόγευμα, ενώ η Ιρίκα γιάτρευε τον Κάσπερ. Ο Ίνκυ μας έφτιαξε "φιλετάκια Νάγγα φλαμπέ σε καθαγιασμένη φλόγα", τα οποία ήταν εκπληκτικά, όπως και όλα τα φαγητά του Ίνκυ, αν και η μαγική φωτιά της Ιρίκα που τα έψησε, πρόσθετε μιά ιδιαίτερα πικάντικη γεύση, η οποία σου γαργαλούσε τον ουρανίσκο. Εγώ βάλθηκα να μεταφράσω τους ρούνους της πρώτης επιγραφής που συναντήσαμε και έπειτα την επιγραφή που βρήκαμε σε αυτό το δωμάτιο. Ευτυχώς που επανέκτησε τις αισθήσεις του ο Κάσπερ, γιατί, χωρίς την βοήθεια του, διάβαζα στους ρούνους ότι μου κατέβαινε στην κουρούπα μου. Η επιγραφή της εισόδου έγραφε "Φως στο Σκότος, Σκότος στο Φως, κλείσε τα μάτια και νιώσε την Ρίμα" ενώ, εγώ διάβαζα "Φως στο Σκότος, Σκότος στο Φως, κάνε τις μύξες σου μπιλάκια και νιώσε τα στιχάκια". Στο δωμάτιο που σκοτώσαμε τη Νάγγα, έγραφε "Άνοιξε τα μάτια, επιβαρύνσου την αλήθεια, της ψευδούς μνήμης και της χαμένης νιότης" . "Μα γιά μια στιγμή" είπα "Κάσπερ, κρύψε λίγο το μενταγιόν, Ίνκυ πες μου τι βλέπεις γύρω σου". Μα δεν χρειαζόταν ο Ίνκυ να μας πει τι βλέπαμε γύρω μας. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, εκεί που είχε σκαλιστεί η πέτρα για τις επιγραφές, ανέβλυζε μιά αχνή γαλάζια λάμψη. Επίσης, είχαν εμφανιστεί καινούργια σχήματα, καινούργιες επιγραφές. "Μάννα" είπε η Ιρίκα "Μαγική ενέργεια" εξήγησε και σε εμάς τους αδαείς. Βέβαια, εμείς που δεν μπορούσα να δούμε στο σκοτάδι, βλέπαμε την λάμψη, μα τα σχήματα που διαγράφονταν στους τοίχους, ήταν θολά και αφηρημένα. Οπότε, ζητήσαμε από τον Ίνκυ που, σαν Καλικάντζαρος είχε την ικανότητα να βλέπει πεντακάθαρα, αν και ασπρόμαυρα στα σκοτάδι, να μας σημειώσει στο χαρτί τα καινούργια σχήματα που εμφανίστηκαν στα ντουβάρια.
 Ήταν γραμμένες όλες η επιγραφές που είχαμε βρει από την αρχή της αναζήτησής μας, συν μία ακόμα, η οποία έγραφε "Η φύση θα ξυπνήσει, να θάψει τις αμαρτίες, της λανθάνουσας ζωής και των κενών ονείρων". Τρέξαμε στα προηγούμενα δωμάτια. Επαναλάβαμε το κόλπο με τα σβησμένα φώτα και, παντού συνέβαινε το ίδιο. Βρήκαμε, επίσης, άλλη μιά επιγραφή που έγραφε "Τίποτα δεν θα σταματήσει την επιστροφή μου, την επιστροφή μου στους Ουρανούς".
 Τώρα παρατηρούσαμε ότι, οι συντάκτες αυτών των επιγραφών ήταν δύο ή και περισσότεροι. Το σίγουρο ήταν ότι, είχαν χρησιμοποιηθεί δύο είδη ρούνων και δύο διαφορετικά είδη επιγραφών. Μία που ανέφερε το ξύπνημα των φυσικών στοιχείων και μία που μιλούσε για κάποιον πρίγκηπα που περίμενε πότε θα ξανανέβει στους ουρανούς. Το αστυνομικό μας δαιμόνιο τα είχε φτύσει! Δεν καταλαβαίναμε καθόλου τι συνέβαινε γύρω μας. Το μόνο που ξέραμε ήταν ότι, σύντομα έπρεπε να βρούμε μιά έξοδο γιατί θα χάναμε το καράβι και θα αφήναμε την Νούρια μονάχη της. Το γεγονός ότι θα μέναμε κλειδωμένοι σε μιά φυλακή, εκτός τόπου και χρόνου, μέχρι να γίνουμε κι εμείς στοίβες με κόκαλα, προτιμούσαμε να μην το συζητάμε, γιατί θα μας έπιανε πανικός και μετά τίποτα δεν θα καταφέρναμε.
 Μην βρίσκοντας άλλη λύση στα προβλήματα μας, έπρεπε να κινηθούμε μπροστά. Δηλαδή προς την πόρτα που έφραζε η Νάγγα. Ήταν η πρώτη πόρτα που συναντούσαμε, από τον ναό ακόμα, πράγμα το οποίο ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικό. Πριν την αγγίξουμε, καθίσαμε και αφουγκραστήκαμε ιδιαιτέρως προσεκτικά. Το μόνο που ακούσαμε, ήταν τον ήχο από κάτι μεταλλικό να χτυπάει μιά άλλη επιφάνεια, πέτρινη κατά πάσα πιθανότητα, αλλά πολύ βαθιά, σίγουρα όχι στον επόμενο χώρο. Βάλαμε τον Κάσπερ, που είχε γίνει ειδικός στις κλειδαριές, τις πόρτες και τις παγίδες, να ελέγξει την πόρτα. Η πόρτα απλά υποχώρησε στο άγγιγμα του. Μπήκαμε σε ένα δωμάτιο που, δεν χρειαζόταν να χρησιμοποιούμε, άλλο, το μενταγιόν φωτός που είχαμε. Οι τοίχοι του ήταν γυάλινο και από μέσα τους φυλούσαν ένα είδος ενέργειας, μαγικής, δεν υπάρχει αμφιβολία, η οποί στροβιλιζόταν σε τουλούπες πίσω από το γυαλί και προκαλούσε τις τρίχες μας να σηκώνονται όρθιες. Ήταν στενόμακρο και στην άλλη άκρη του υπήρχε μόνο μιά πόρτα, πανομοιότυπη με την προηγούμενη. Την αγγίζει ο Κάσπερ και ανοίγει εξίσου εύκολα.
 Μπήκαμε στο επόμενο δωμάτιο για να ανακαλύψουμε ότι ήταν ακριβώς ίδιο με το προηγούμενο. Δεν έβρισκα άλλη λύση, έπρεπε να το αγγίξω να μάθω ποιά είναι η χρησιμότητα αυτού του τοίχου. Τα παιδιά με προειδοποίησαν να είμαι ιδιαίτερα προσεκτικός, η μαγεία δεν είναι παιχνίδι. Με το που άγγιξα το γυαλί και ένιωσα την θερμότητα της ενέργειας από πίσω του, σχηματίστηκε μιά εικόνα πάνω στο γυαλί. Έδειχνε μια τεράστια φιγούρα, με κέρατα και μυτερή ουρά, επιβλητική και μεγαλοπρεπή, να στέκεται στην κορυφή ενός λόφου, ατενίζοντας μιά στρατιά από διαόλια και τριβόλια. Δεν μπορούσα να καταλάβω άμα ήταν εχθρικά, ούτως ή άλλως αυτά τα πλάσματα δεν έχουν ιδιαίτερα φιλικά χαρακτηριστικά στο πρόσωπό τους. Έχω την εντύπωση πως, οι μύες του προσώπου τους, που προκαλούν το γέλιο και διάφορες άλλες εκφράσεις χαράς και ευτυχίας, έχουν εκφυλιστεί με τον καιρό και αδρανοποιηθεί πλήρως, αφήνοντας μόνο κάτι κακάσχημες γκριμάτσες που θυμίζουν άνθρωπο με χρόνια προβλήματα δυσκοιλιότητας, για να τρομάζουν τα παιδάκια. Μιά σκοτεινή φιγούρα πλησίασε την μορφή του κερατά στην κορφή του λόφου και του είπε "Πρίγκηπα, τι μέλλει γενέσθαι;" και απάντησε η μορφή "Μη φοβού δουλικό, οι Δαίμονες μετά εμού". Με μία εντυπωσιακή κίνηση για τον όγκο του, που αρμόζει μόνο σε έναν εξαιρετικά εκφραστικό χορευτή, με τα χέρια του να δίνουν έμφαση σε κάθε περιστροφή του καρπού, κάθε σύσπαση των δακτύλων, δημιούργησε ένα τετράγωνο πλαίσιο το οποίο πλημμύρισε με φως και, αυτομάτως, ξεχύθηκαν από μέσα του λεγεώνες ετοιμοπόλεμων Δαιμόνων, με εξίσου αδρανοποιημένους μυς προσώπου και σατανικούς μορφασμούς.
 "Ντεγγίαλ" είπαμε με μιά φωνή, όλοι εκτός από τον Ίνκυ, ο οποίος έφτιαχνε σκασμένο καλαμπόκι μέσα σε μιά μικρή κατσαρόλα (κορ πορ το αποκαλούσε ή κάπως έτσι) και παρακολουθούσε την μάχη στο γυαλί. "Ντεγγίαλ, ο πρίγκηπας, έπρεπε να το είχα φανταστεί" είπε η Ιρίκα. Όλοι είχαμε ακούσει κάποια ιστορία για τον πρίγκηπα, που ακροβατούσε μεταξύ Κόλασης και Αβύσσου. Που είχε γεννηθεί μισός Δαίμονας, μισός Άγγελος. Που είχε μαχηθεί για το Φως και είχε συμμαχήσει με το Σκότος. Που είχε φίλους, σε όλες τις πλευρές και εχθρούς σε όλες τις παρατάξεις. Μα για αυτόν γνωρίζαμε ότι, οι θεοί τον είχαν φυλακίσει "κάπου", αλλά τα είχε καταφέρει και είχε δραπετεύσει. Άρα, βρισκόμασταν στην φυλακή του Ντεγγίαλ, από την οποία είχε δραπετεύσει και, αφού αυτός είχε δραπετεύσει, κάπως θα τα καταφέρναμε κι εμείς. Μπορεί να μην είχαμε τις δυνάμεις του, αλλά ήμασταν τέσσερις. Είχαμε το λεγόμενο "ισχύς εν τι ενώσει". Ξαναάγγιξα το γυαλί και ο Ίνκυ μου πέταξε την γαβάθα με τα κοκ πορν, ή όπως τα έλεγαν, στο κεφάλι, γιατί οι κινούμενες εικόνες στο γυαλί σταμάτησαν.
 Ανακάλυψα ότι η ενέργεια που συγκρατούσε το γυαλί, ήταν η ουσιαστική φυλακή. Ήταν μια φυλακή για μαγικά πλάσματα. Αυτά τα ντουβάρια είχαν την εξής ιδιότητα. Όταν κάποιο μαγικό πλάσμα προσπαθούσε να βγεί, ή να μπει, στον χώρο της φυλακής, έχανε τις δυνάμεις του σταδιακά, με αποτέλεσμα να εξασθενηθεί και στο τέλος να γίνει ευάλωτος και να πεθάνει. Καθίσαμε και το σκεφτήκαμε λίγο και καταλήξαμε σε κάποια σημαντικά συμπεράσματα. Το πρώτο συμπέρασμα ήταν ότι η Ιρίκα ήταν πανέξυπνη, γιατί αυτή έκανε όλη την ανακάλυψη και εμείς απλά βοηθήσαμε, ελάχιστα. Το δεύτερο συμπέρασμα ήταν ότι, κάποιος προσπαθούσε να μπει στην φυλακή για να απελευθερώσει κάποιον που προσπαθούσε να βγεί. Και εδώ κολλούσαν οι μαγικές επιγραφές και τα συνθήματα με ρούνους στους τοίχους. Δεν υπήρχε κανένα μήνυμα που ήθελαν να περάσουν οι συντάκτες των επιγραφών. Ήταν απλά ένας τρόπος για να αποθηκεύουν μαγική ενέργεια, ή Μάννα, που το αποκαλούσε η Ιρίκα. Πράγμα πολύ λογικό, αφού, για τα μαγικά πλάσματα το Μάννα είναι ότι ο αέρας που αναπνέουμε εμείς. Οπότε η διαδικασία ήταν η εξής. Η φυλακή είχε την ικανότητα, όσο πιό πολύ εισχωρείς ή αποχωρείς από αυτήν, τόσο πιό πολύ μαγική ενέργεια να σου απορροφάει. Οπότε, αυτός που ήθελε να δραπετεύσει, ή αντίστοιχα αυτός που ήθελε να προκαλέσει την απόδραση, έπαιρνε μιά βαθιά ανάσα και προχωρούσε. Έφτανε ως το σημείο που ένιωθε ότι του τελείωνε ο αέρας, αποθήκευε λίγο αέρα στην επιγραφή στον τοίχο και οπισθοχωρούσε μέχρι τον σημείο μηδέν, που δεν τον επηρέαζε η φυλακή. Με αυτόν τον τρόπο, βήμα βήμα, προχωρούσε. "Το θέμα είναι" ολοκλήρωνε η Ιρίκα "ότι αυτές οι αποθήκες Μάννα, ήταν γεμάτες, οπότε η απόδραση δεν ολοκληρώθηκε. Και αυτό αναιρεί όσα γνωρίζαμε για την απόδραση του Ντεγγίαλ. Κάτι δεν πάει καλά!"
 Ενθουσιασμένοι που, επιτέλους, βγάζαμε κάποια συμπεράσματα, κατευθυνθήκαμε στην επόμενη πόρτα. Πήγε ο Κάσπερ να ελέγξει την πόρτα, μα, σκεφτόμενος τις ανακαλύψεις και αναλύοντας τα συμπεράσματα μας, δεν παρατήρησε το περίεργο ρέυμα αέρα που κυλούσε κάτω από την χαραμάδα της πόρτας. Την άνοιξε χωρίς προβλήματα, μα δεν είχαμε προλάβει να προετοιμαστούμε για το Στοιχείο του Αέρα που μας επιτέθηκε, χωρίς καν να μπει στον κόπο να συστηθούμε πρώτα. Παλέψαμε με όλες μας τις δυνάμεις, μα το πλάσμα έδειχνε εξαιρετική ισχύ. Τότε ανακάλυψα ότι τα όπλα μου ήταν τελείως άχρηστα ενάντια σε μαγικά πλάσματα. Την υπόλοιπη μάχη την πέρασα στα μετόπισθεν, να τραγουδάω εμψυχωτικά τραγούδια και να γιατρεύω τους συντρόφους μου, και να γιατρεύω... και να γιατρεύω.
 Μετά από πολύ ώρα κατάφεραν και εξαφάνισαν το πλάσμα, σε μιά δίνη αέρα. Το δωμάτιο ήταν ίδιο με τα προηγούμενα. Ο Κάσπερ έδωσε την ιδέα να δοκιμάσουμε να σπάσουμε το γυαλί, μα δεν θα ήταν και πολύ σωστό να το δοκιμάσουμε, αν αναλογιστούμε την ποσότητα αχαλίνωτης μαγικής ενέργειας που θα ξεχυνόταν από τα γυάλινα τοιχώματα. Οπότε προχωρήσαμε, με πολύ μεγάλη προσοχή, στο επόμενο δωμάτιο. Ήταν πανομοιότυπο με τα προηγούμενα. Το θεωρήσαμε λογικό και σωστό να κάνουμε μια στάση εδώ για λίγες ώρες. Οι μαγικές μου δυνάμεις είχαν εξουθενωθεί και σε μια επικείμενη μάχη δεν θα μπορούσα να γιατρέψω κανέναν. 
 Ξεκουραστήκαμε και σηκωθήκαμε κατά τις δώδεκα τα χαράματα. Φυσικά, στο δικό μας περιβάλλον δεν είχε αλλάξει απολύτως τίποτα, αλλά βάσει των υπολογισμών μας, στον έξω κόσμο θα έπρεπε μόλις να είχε αλλάξει η μέρα, οπότε μόλις είχαμε υποδεχθεί την δωδεκάτη ημέρα του έβδομου μήνα του σωτήριου έτους 1110. Πανικός! Στις 16/07 έφευγε το πλοίο για την έρημο και είχαμε ακόμα δύο μέρες ταξίδι από την ζούγκλα στο λιμάνι. Οπότε μας έμεναν μόλις δύο μέρες για να βγούμε από τον ναό. Ο Κάσπερ, πανικόβλητος και αγχωμένος, άρχισε να ψαχουλεύει την επόμενη πόρτα η οποία ήταν κλειδωμένη. Η Ιρίκα μας έλεγε ότι "Σύμφωνα με τις επιγραφές, πρέπει να βρισκόμαστε σε μια φυλακή κάτω από την θάλασσα, δηλαδή κάτω από το νερό, όπου βρίσκονται κρατούμενες οι δυνάμεις της Γης, του Αέρα και της Φωτιάς. Οπότε αφού αντιμετωπίσαμε την δύναμη του αέρα, μας μένει, μόνο, η δύναμη της Γης και της ... Φωτιάς". Η φωνή της έσβηνε, καθώς, ο Κάσπερ, μέσα στο άγχος του προκάλεσε ένα Κόλαφο φωτιάς, ο οποίος πλημμύρισε το δωμάτιο. Τελευταία στιγμή καταφέραμε να καλυφτούμε και να μην ακολουθήσουμε την τύχη του άμοιρου Ίνκυ, ο οποίος δέχτηκε όλη την μανία της φωτιάς με αποτέλεσμα να αφήσει την τελευταία του πνοή στα χέρια της Ιρίκα. 
 Ήμασταν συντετριμμένοι. Παρόλα αυτά που μας χώριζαν, είχαμε περάσει πολλά με τον Καλικάντζαρο. Δεν δώσαμε σημασία στις φλόγες που σιγοκαψάλιζαν τα ρούχα μας, μόνο κλαίγαμε για τον φίλο μας. Η Ιρίκα είπε "Μην ανησυχείτε, θα τον γιατρέψω" αν και ξέραμε ότι ήταν ήδη πολύ αργά. "Με το που βγούμε από εδώ, θα εφαρμόσω ένα πολύ δύσκολο ξόρκι, που θέλει μια μέρα για να εφαρμοστεί και έχει αμφίβολα αποτελέσματα. Δεν μπορώ, όμως, να τον αφήσω έτσι. Θα κάνω το ξόρκι της μετεμψύχωσης. Αρκεί μόνο ένα κομμάτι του νεκρού" είπε η Ιρίκα και με εξαιρετική, έπιασε ένα καμένο δάχτυλο του μικρού μας φίλου και το φύλαξε μέσα στα ρούχα της. "Το μόνο πρόβλημα είναι ότι, πρέπει να κάνω την όλη ιεροτελεστία μέσα σε μιά βδομάδα" συνέχισε να μιλάει η Ιρίκα "και δεν ξέρω πιό θα είναι το αποτέλεσμα. Η ψυχή του Ίνκυ μπορεί να μπει μέσα στο σώμα ενός Καλικάντζαρου, ενός Ξωτικού, αλλά μπορεί να αποκτήσει και σώμα Όρκ, Τελώνιου, εντόμου, σαύρας ή οποιουδήποτε άλλου πλάσματος. Κανείς δεν ξέρει και κανείς δεν μπορεί να το ελέγξει. Εγώ όμως έχω πίστη."
 Ο Κάσπερ έβγαλε μιά οργισμένη κραυγή. Ήταν θέμα τιμής, μετά τον χαμό του φίλου μας, να απενεργοποιήσει την παγίδα της πόρτας και να την ξεκλειδώσει. "Πηγαίνετε πίσω, στο άλλο δωμάτιο" βρυχήθηκε και όρμησε στην πόρτα. Εμείς τον βλέπαμε να παιδεύεται, ενώ κάθε τόσο κρυβόμασταν, καθώς πύρινες γλώσσες ορμούσαν στο δωμάτιο μας από την είσοδο. Μετά από κάθε πύρινη λαίλαπα, πηγαίναμε και εφαρμόζαμε ένα πρόχειρο γιατρικό, αγγίζοντας την πλάτη του φίλου μας. Από ένα σημείο και μετά, το χέρι μας κολλούσε πάνω στην καμμένη σάρκα του Κάσπερ και ήθελε μεγάλη προσπάθεια να ξεκολλήσουμε την παλάμη μας, με κομμάτια ψημμένης σάρκας, χωρίς να προκαλέσουμε αφόρητους πόνους στον Κάσπερ. Μετά από κάμποση ώρα, ακούσαμε μια ξεψυχισμένη φωνή να μας λέει ότι μπορούμε να μπούμε. Το θέαμα ήταν απαίσιο. Ο Κάσπερ, με όλη του την σάρκα ροδαλί και εκτεθειμένη, γυμνός από τρίχες στο σώμα και στο κεφάλι του, με ένα πυώδες υγρό να καλύπτει το κορμί του, να κείτεται στο πάτωμα, με ένα περίεργο χαμόγελο επιτυχίας στο πρόσωπο του. Όλο το δωμάτιο βρομούσε καμμένη σάρκα, κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική.
 Πλέον γνωρίζαμε τι θα συναντούσαμε στο επόμενο δωμάτιο, οπότε ξεκουραστήκαμε για οχτώ ώρες. Κατά τις δώδεκα το μεσημέρι, υποθέταμε δηλαδή, ορμήσαμε στο επόμενο δωμάτιο και πιάσαμε απροετοίμαστο το Στοιχείο της Φωτιάς. Ο Κάσπερ είχε υψωμένο το Ψήγμα Φωτός, το οποίο σαν να είχε βρει λίγη από την χαμένη του λάμψη, η Ιρίκα έστελνε ευχές και κατάρες, δεξιά και αριστερά, με βλέμμα ψυχοπαθή και εγώ είχα αφήσει παράμερα τα άχρηστα όπλα μου και είχα αφοσιωθεί στο να εμψυχώνω και να γιατρεύω τους φίλους μου. Ξεμπερδέψαμε γρήγορα μαζί του και προχωρήσαμε παρακάτω. Νιώθαμε, πλεόν, τις δυνάμεις μας κατά πολύ αυξημένες από την στιγμή που μπήκαμε στον ναό, οπότε, όταν συναντήσαμε και το τελευταίο Στοιχείο της Γης, ήμασταν πλήρως προετοιμασμένοι. Η Ιρίκα εφάρμοσε επάνω μας προστασία από τα στοιχεία της Γης οπότε ήμασταν καλυμμένοι από κάθε επιθετική προσπάθεια του Στοιχείου. Ήταν, απλά, θέμα χρόνου να το ξεπαστρέψουμε και αυτό. Φυσικά, είχαμε υποστεί κι εμείς πολλά χτυπήματα, αλλά η οργή μας, γέμιζε με καυτό αίμα τις φλέβες μας και δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Ήμασταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τα πάντα. Οπότε, όταν μπήκαμε στο επόμενο δωμάτιο, αλαλάζοντας πολεμικές ιαχές του στυλ "θάνατος πριν την ατίμωση", "πίσω κουφάλες και σας έφαγα", "έξω οι βάσεις του θανάτου" και "τρέμετε χαμούρηδες", ενώ εγώ τραγουδούσα διθυραμβικούς παιάνες, αντικαθιστώντας τα όνομα των παλαιών Ηρώων σε Κάσπερ, Ιρίκα και Έιθαρ, ήμασταν τόσο θυμωμένοι και έτοιμοι να πεθάνουμε παρά να παραδοθούμε, πράγμα που προκάλεσε ιδιαίτερη έκπληξη στο πλάσμα που συναντήσαμε.
 Το πλάσμα, που χάραζε διάφορες επιγραφές με ρούνους στα γυάλινα τοιχώματα, σταμάτησε απότομα και γύρισε προς το μέρος μας έκπληκτο. Εμείς, εξίσου έκπληκτοι, μετατρέψαμε τις φωνές μας σε κραυγές τρόμου και μετά σωπάσαμε απότομα, προκαλώντας μιά σιγή που μας πόνεσε τα αυτιά. "Δεν σας περίμενα" μας είπε το άγνωστο πλάσμα. Χωρίς να υποδηλώνει εχθρικότητα, ίσως να είχε επιτρέψει κάποια θραύσματα χαράς να διαγράφονται στην ψυχρή, κατά τα άλλα, έκφραση του, με την παρουσία μας έκανε ένα βήμα μπροστά και άρχισε να αποκαλύπτει την επιβλητική φιγούρα του. Μπροστά μας στεκόταν ένα κερασφόρο πλάσμα, με μια μεγάλη ουρά που κατέληγε σε μυτερή κεφαλή από στιλέτο, σαν μύτη από δόρι. Ήταν ρακένδυτο, ενώ κουρέλια τυλίγαν και το πρόσωπο του. Τα αφαίρεσε με μία κίνηση που έδειχνε πλάσμα με μεγάλη χάρη και εμείς, όπως στο δωμάτιο με το όραμα στον γυάλινο τοιχο, είπαμε εν χορό "Ντεγγίαλ"! "Με γνωρίζετε βλέπω. Κι εσείς είστε... ;" - "Ιρίκα, Κάσπερ και Έιθαρ, αν και όλοι με αποκαλούν Άθαρ, πράγμα που είναι τελείως λάθος, αφού το όνομα προέρχεται από την πλευρά της μάνας μου που ήταν μισό Ξωτικό και... " - "Αρκετά Βάρδε" μου είπε "είχα καιρό να συναντήσω κάποιον της συνομοταξίας σου και δεν μπορώ να πω ότι μου λείψατε ιδιαίτερα"!
 Η αλήθεια είναι ότι με είχε πιάσει μια μικρή γλωσσοδιάρροια από τον ενθουσιασμό μου. Μα ήταν δυνατόν; Είχαμε μπροστά μας, με σάρκα και οστά, ένα ζωντανό κομμάτι της Ιστορίας. Αρχίσαμε να τον βομβαρδίζουμε με ερωτήσεις. Αν και προσπαθούσε να διατηρήσει τον θρύλο του και να μας δείξει ότι είναι ανώτερος και ότι, ανά πάσα στιγμή, από καπρίτσιο και μόνο, μπορούσε να κόψει το νήμα της ζωής μας με πεντακόσιους διαφορετικούς τρόπους, μας απάντησε αρκετά πρόθυμα. Άλλωστε, όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος, μετά από τα τόσα χρόνια εγκλεισμού του, ήταν ένα πλάσμα στα πρόθυρα της τρέλας και είχε ανάγκη από λίγη επικοινωνία. Μας είπε ότι είναι Σπορά της Κόλασης και της Αβύσσου, ενώ από την πλευρά της μάνας του είχε κληρονομήσει τα φτερά Αγγέλου, τα οποία, μάλιστα, άνοιξε για να μας τα επιδείξει. Αν και ντυμμένος με κουρέλια και σε άθλια κατάσταση, παρέμενε νάρκισσος. Του προσφέραμε κομμάτια Νάγγας, τα οποία έφαγε με ευχαρίστηση, αν και η ιερή φωτιά στην οποία είχαν ψηθεί του προκάλεσε μεγάλη δείψα. Η Ιρίκα δημιούργησε νερό, το οποίο ήπιε με ακόμα μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Μας είπε για τους Ήρωες και για τον Αυτοκράτορα, για την φυλάκισή του από τους Άφθαρτους. Επίσης είπε ότι, κανονικά θα έπρεπε να τον απελευθερώσουν, αλλά οι θεοί αυτού του Κόσμου είχαν πέσει σε μιά αδράνεια και τον είχαν ξεχάσει εκεί μέσα.
 Πήγαμε να το παίξουμε έξυπνοι και να του δείξουμε ότι, σύμφωνα με τις γραφές στους τοίχους, είχαμε καταλάβει ότι βρισκόμασταν κάπου υποβρυχίως. Γέλασε και μας είπε ότι το "που" και το "πότε" βρισκόμαστε ήταν ένα μεγάλο ζήτημα, πάντως, σίγουρα δεν ήμασταν πουθενά μέσα, ή έστω κοντά, στο Σμαράγδι. Μας διευκρίνισε ότι οι γραφές δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα και εξυπηρετούσαν μόνο τον σκοπό που είχαμε ήδη ανακαλύψει, δηλαδή τις αποθήκες Μάννα. "Τότε" ρώτησε η Ιρίκα "άμα εσύ γράφεις το ένα είδος ρούνων, από μέσα προς τα έξω, ποιός γράφει το δεύτερο, από έξω προς τα μέσα;" Μας εξήγησε πως, ακόμα πιο βαθιά στην φυλακή, ήταν έγκλειστες οι πρωταρχικές θεότητες του κόσμου, οι θεότητες των στοιχείων της φύσης, από τις οποίες προήρθαν τα πάντα. Υπάρχουν κάποια μαγικά πλάσματα, οι Νάνοι της Φωτιάς, ένα είδος Νάνου που, αντί για γένια και μαλλιά έχουν φλόγες. "Με σκελετό από πυρίτιο και θειάφι" σχολίασε η Ιρίκα "Ακριβώς" είπε ο Ντεγγίαλ και μας είπε ότι αυτοί οι Νάνοι έχουν ταχθεί σε μιά ιερή αποστολή να απελευθερώσουν αυτές τις πανάρχαιες θεότητες. Επειδή, όμως είναι μαγικά πλάσματα, τους επηρεάζει και αυτούς η φυλακή. Οπότε, έρχονται κατά μυριάδες και κάθε τόσο προχωράνε και λίγο. Έρχεται μιά τεράστια ομάδα, εξαντλεί όλες τις δυνάμεις της, γράφει μιά επιγραφή στον τοίχο και μετά πεθαίνει. Έρχεται η επόμενη, προχωράει λίγο ακόμα και ούτω καθεξής. "Αυτή τη στιγμή μιά ομάδα είναι σε ένα από τα επόμενα δωμάτια και αργοπεθαίνει. Έχουν, σχεδόν φτάσει στον στόχο τους, αλλά θα πάρει ακόμα πολύ καιρό να τον πετύχουν" μας είπε ο Ντεγγίαλ και μας ενημέρωσε ότι από τους Νάνους πήρε την ιδέα με το Μάννα στις επιγραφές.
 Τον ρωτήσαμε και για τις Νάγγα. Μας είπε ότι αυτές ήταν οι φύλακες του μέρους, αλλά, επειδή δεν είχε με τι να τραφεί ο Ντεγγίαλ, τις ξεκλήρισε όλες και τις έκανε σουβλάκια και κοκορέτσια. Είχε αφήσει μερικές για αναπαραγωγή, αλλά τις σφάξανε οι Νάνοι και την τελευταία την ψήσανε οι αφεντιές μας. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος με την προσωπικότητα που είχαμε μπροστά μας, που είπα "Εγώ πάντως, κύριε Ντεγγίαλ μας, είμαι πρόθυμος να σας κάνω παρέα, μέχρις ότου οι Νάνοι καταφέρουν να καταστρέψουν την φυλακή και απελευθερωθούμε όλοι μαζί" - "Σε ευχαριστώ πολύ Βάρδε, αν και δεν νομίζω πως είναι ανάγκη. Πες μου καλύτερα για τις δικές σας περιπέτειες". Πήρα το αφηγηματικό μου ύφος και άρχισα να διηγούμαι "Όλα ξεκίνησαν την πρωτοχρονιά του έτους 1110. Καθόμασταν στο πανδοχείο του Κιλκιστάν - το ξέρετε το Κιλκιστάν, κύριε Ντεγγίαλ, σωστά;" - "Συντόμευε Βάρδε" - "Α, ναι ναι σωστά, έχετε δίκιο". Η αλήθεια είναι ότι πλάταινα τραγικά πολύ, αν και ήμουν σίγουρος ότι ο άνθρωπος - τέλος πάντων - το πλάσμα, μετά από τόσα χρόνια μοναξιάς, είχε ανάγκη από μιά καλή ιστορία. 
 Του διηγήθηκα, λοιπόν, τα σημαντικότερα κομμάτια της ιστορίας μας, διατηρώντας πάντα το χαρακτηριστικό μου αφηγηματικό στύλ, δίνοντας έμφαση στις ηρωικές μας στιγμές. Σε κάποια σημεία της αφήγησης, ένα αχνό μειδίαμα εμφανίστηκε στα χείλια του, ενώ, πολλές φόρες με διέκοψε λέγοντας "συντόμευε Βάρδε". Πάντως, σε γενικές γραμμές έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ιδίως στα κομμάτια που αναφερόμασταν στις συναντήσεις μας με τους Νίθιανς και στο ζιγκουράτ που βρήκαμε το σπαθί της Μαργκό. Του είπα, τέλος, για την Κανάλ και τον ναό και τότε κατάλαβε από που είχαμε μπει, γιατί, όπως μας είπε, υπήρχαν πολλές πύλες που οδηγούσαν στην φυλακή. Αφού τελείωσα την αφήγησή μου, με ρώτησε "Δηλαδή, στο νησί του ηφαιστείου βρήκατε πύλη, σωστά; Πολύ ενδιαφέρον!" - "Ναι αλλά το νησί βυθίστηκε και η πύλη καταστράφηκε" συμπλήρωσε η Ιρίκα. "Το ότι το νησί βυθίστηκε δεν σημαίνει ότι και η πύλη καταστράφηκε. Πάρα πολύ ενδιαφέρον!" επανέλαβε ο Ντεγγίαλ, με ύφος σαν να είχε ήδη κερδίσει την ελευθερία του και σχεδίαζε την επόμενη του εξόρμηση.
 Έπειτα στράφηκε προς τον μικρό μας κλεφτάκο και αναφώνησε "Κάσπερ" - "Παρακαλώ κύριε Ντεγγίαλ" είπε ο Κάσπερ. "Γιά δείξε μου το σπαθί που βρήκατε στο ζιγκουράτ" - "Ορίστε κύριε" - είπε ο Κάσπερ και του απάντησε ο Ντεγγίαλ "Δείξ'το μου, μην μου το δίνεις" - "Με συγχωρείτε, αυτό είναι κύριε Ντεγγίαλ" είπε ο Κάσπερ και επιδείκνυε το σπαθί του, που έμοιαζε να φέρνει κάποιου είδους αλλεργία στον Δαιμονογεννημένο άντρα. "Δοκίμασες να χτυπήσεις τους τοίχους με το σπαθί σου;" Ο Κάσπερ απάντησε "Το σκεφτήκαμε, αλλά δεν το έκανα. Φοβηθήκαμε, τι θα την κάναμε τόση ενέργεια που θα εκλυόταν, άμα έσπαζε το τζάμι." - "Και καλά έκανες Κάσπερ. Μήπως θα ήθελες να δοκιμάσεις τώρα;" - "Εεε..." ψέλλισε ο Κάσπερ και η Ιρίκα είπε ένα αυστηρό "Καλύτερα όχι Κάσπερ". Εγώ όμως τον προέτρεψα να το κάνει. Άλλωστε όπως είχε πει και ο μεγάλος Λένιν "Στην επανάσταση, για να πετύχεις τον στόχο σου, μπορείς να συμμαχήσεις ακόμα και με τον Διάβολο!" (Σ.τ.σ. Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν: Μυθολογική φιγούρα. Οραματιστής της επανάστασης και καθοδηγητής επαναστατικών κινημάτων που ζούσε στον μυθικό πλανήτη Γη, στον οποίο, υποτίθεται, ότι ζει μια ράτσα ανθρώπων με το χάρισμα να πλάθει Κόσμους μόνο με την δύναμη της Φαντασίας της. Λέγεται ότι και ο δικός μας Κόσμος δημιουργήθηκε όταν κάποιοι άνθρωποι της Γης, κατά την διάρκεια ενός παιχνιδιού ρόλων, υποδύθηκαν ως χαρακτήρες τους δικούς μας Άφθαρτους. Μια απαράδεκτη και αναπόδεικτη πίστη, η οποία, όμως κρύβει κάποια στοιχεία αλήθειας μέσα της.) Εδώ, μπορεί να μην είχαμε ζήτημα επανάστασης, είχαμε όμως ζήτημα επιβίωσης, το οποίο είναι παρεμφερές. Ευτυχώς για εμάς (και δυστυχώς για πάρα πολλούς άλλους) ο Κάσπερ με άκουσε.
 Την πρώτη φορά που το σπαθί της Μαργκό άγγιξε την φορτισμένη γυάλινη επιφάνεια, δημιουργήθηκε μόνο ένα μικρό θραύσμα, μιά μηδαμινή χαραμάδα από όπου πέρασε λίγη ενέργεια, σαν μια τουλούπα λευκού και γαλάζιου καπνού. Αυτή τη φορά ήταν φανερό. Το μειδίαμα στο πρόσωπο του Ντεγγίαλ είχε γίνει ένα κανονικό, σχεδόν ανθρώπινο, χαμόγελο! Μάλλον το παρατήρησε και ο Κάσπερ αυτό, γιατί, την δεύτερη φορά σήκωσε με περισσότερη αυτοπεποίθηση το μαγικό σπαθί του. "Περίμενε" του είπε ο Ντεγγίαλ και, με μία αρμονική κίνηση των χεριών του, δημιούργησε μιά κατάμαυρη μπάλα αντιύλης, στο μέγεθος αυγού αγριόχηνας. "Τώρα" είπε και ο Κάσπερ κατέβασε το σπαθί με δύναμη. Το γυαλί είχε ραγίσει για τα καλά. Για τα υπόλοιπα φρόντισε η μαγική ενέργεια που άρχισε να απελευθερώνεται με βία. Ήταν σαν ένα φράγμα που είχε αποκτήσει μια σχισμή και από εκεί μέσα ξεχυνόταν, ορμητικά το νερό. Έτσι και η μαγική ενέργεια. Ξεχυνόταν και μαζευόταν όλη στην μπάλα του Ντεγγίαλ. Η μπάλα φούσκωνε και φούσκωνε, ώσπου στο τέλος, δεν χωρούσε στην αγκαλιά του άντρα. Αυτός, με μιά τρομακτική κίνηση, άνοιξε το στόμα του σε υπερφυσικό μέγεθος και κατάπιε όλη αυτή την εγκλωβισμένη ενέργεια.
 Το ραγισμένο γυαλί υποχώρησε τελείως και από πίσω εμφανίστηκε το απόλυτο κενό, στολισμένο με αστέρια. Τα σώματα μας ρουφήχτηκαν, με ορμή, προς το κενό. Νιώθαμε να πρηζόμαστε και να τελειώνει η αναπνοή μας, μα εκείνη την στιγμή, ο Ντεγγίαλ με ένα άγγιγμα στην πλάτη μας επανέφερε σε φυσιολογική κατάσταση. Επανέλαβε την εξαιρετική κίνηση, όπου έκανε μια σύσπαση στους καρπούς του με χάρη χορευτή, όπως στο όραμα και σχημάτισε μπροστά του μιά πύλη. Πριν εισχωρήσουμε στην πύλη μας ευχαρίστησε και μας είπε τι άλλο μπορεί να κάνει για να μας βοηθήσει. Ο Κάσπερ ζήτησε να τον επαναφέρει στην κανονική του μορφή και να πάψει να είναι ένας σωρός από αποκαΐδια, μα ο Ντεγγίαλ του είπε ότι άμα πάει σε έναν θεραπευτή θα επανέρθει σε χρόνο μηδέν. Η Ιρίκα του ζήτησε να της αναστήσει τον Ίνκυ. Της είπε ότι αυτό είναι δικιά της δουλειά να το κάνει. Τέλος εγώ του ζήτησα μιά καινούργια, μαγική, βαλλίστρα γιατί αυτή αποδείχθηκε άχρηστη. Μου είπε "Θα δω τι θα κάνω για σένα Βάρδε, αλλά να ξέρεις ότι θα πάρει χρόνο." και πήρε την παλιά μου βαλλίστρα. Τον ρώτησα που θα τον βρω, μα μου είπε πως, όταν το όπλο μου θα είναι έτοιμο, θα έρθει αυτός να μας βρει. Η Ιρίκα τον ρώτησε άμα θέλει να έρθει μαζί μας. Αρνήθηκε, λέγοντας ότι είναι λίγο νωρίς ακόμα να κυκλοφορεί με παρέες ανθρώπων και δεν είναι και τόσο εύκολο, με τον σωματότυπο που έχει, να μεταμφιέζεται όλη την ώρα. Ο Κάσπερ τον ρώτησε που θα πάει τώρα. Δεν μας απάντησε, λέγοντας "Φοβάμαι ότι μπορεί να χειραγωγηθείτε πολύ εύκολα και δεν είμαι ακόμα έτοιμος να δεχθώ επιθέσεις από αυτούς που θα με κυνηγάνε."
 Μετά από τους αποχαιρετισμούς και τις υποσχέσεις για καλή αντάμωση, μας έδωσε μιά σπρωξιά και μας ρούφηξε η πύλη. Βρεθήκαμε στις παρυφές της ζούγκλας, λίγο έξω από το θέρετρο. Στο βάθος ξεχώριζε το καράβι που μας έφερε. Το είδαμε και ανακουφιστήκαμε. "Καταλαβαίνεται τι κάναμε; Απελευθερώσαμε πλάσματα και θεούς που οι Άφθαρτοι είχαν φυλακίσει" είπε η Ιρίκα. Εγώ με τον Κάσπερ όμως, την κοιτούσαμε χαμογελαστοί. "Ηρέμησε καλή μου" της είπα. "Καιρός ήταν κάποιος να κάνει κάτι, μπας και αφυπνιστεί αυτός ο κόσμος που έχει πέσει σε λήθη. Καιρός είναι να γίνει κάτι, μήπως και ξαναστρέψουν το βλέμμα τους προς το σμαράγδι οι Άφθαρτοι. Καλύτερα ασχολήσου με τον Ίνκυ και άσε να μας προβληματίσουν άλλη στιγμή αυτά, όταν θα αρχίσουν να εμφανίζονται οι συνέπειες των πράξεων μας." Με την παρούσα έκβαση των πραγμάτων, εκεί που μας πίεζε ο χρόνος, τώρα είχαμε ακόμα δυό μέρες να ξοδέψουμε. Ήταν βράδυ οπότε αποφασίσαμε να απολαύσουμε την δροσερή καλοκαιρινή αύρα και να κοιμηθούμε ως το πρωί. 
 Ξυπνήσαμε το πρωί, στις 13/07, και η Ιρίκα καταπιάστηκε με το δάχτυλο του Ίνκυ. Έκανε ξόρκια από δώ, ξόρκια από εκεί. Γέμιζε κατσαρόλες με περίεργα υγρά και τις έβαζε πάνω στην φωτιά. Έφτυνε τον κόρφο της, μιλούσε ακαταλαβίστικα και μετά έριχνε μυστήρια βότανα μέσα στα σκεύη. Όταν τα υγρά άρχισαν να βγάζουν ποικιλόχρωμους αφρούς έριχνε μέσα διάφορα ζούδια της ζούγκλας, μικρές σάυρες και ένα φουκαριάρικο παπαγαλάκι, "έτσι για την νοστιμιά" όπως είπε. Στο τέλος, προς το βραδάκι, κρατούσε το δάχτυλο του Ίνκυ πάνω από την μία κατσαρόλα και έψελνε σε περίεργες διαλέκτους. Τότε παρατήρησα ότι το δάχτυλο του Ίνκυ, που κράδαινε η Ιρίκα, δεν ήταν το δάχτυλο ακριβώς, αλλά... κάτι άλλο, εξίσου μακρουλό. "Καλά μαρή, αυτό βρήκες να πάρεις μαζί σου από τον φουκαρά τον Ίνκυ;" την ρώτησα και η Ιρίκα, προσπάθησε να δικαιολογηθεί αμήχανα "Ε, να, όπως πήγε να καλυφθεί απο την φωτιά, εεε, τα δάχτυλά του κάηκαν άσχημα, ενώ αυτό είχε μείνει ανέπαφο και σκέφτηκα ... εεε ... να ... ξερωγώ ... αυτό!" Κατά τα μεσάνυχτα, το παρασκεύασμα είχε πηχτώσει, οπότε η Ιρίκα το άδειασε μέσα σε ένα καλούπι που είχε σκάψει στο έδαφος. Τώρα έμενε να περιμένουμε μέχρι το χάραμα να σχηματιστεί το νέο σώμα του φίλου μας. 
 Το πρωί, στις 14/07, ξύπνησα, με τον Κάσπερ και μας περίμενε μιά ευχάριστη έκπληξη. Ένας όμορφος νεαρός άντρας καθόταν παραπέρα με την Ιρίκα, η οποία έδειχνε να μην είχε κλείσει μάτι όλο το βράδυ και χαχανίζανε, τα πιτσουνάκια μου. Τελικά τα είχε καταφέρει η άτιμη! Τον έκανε άνθρωπο. Όλο το έλεγε και το έλεγε και εμείς τα χαϊβάνια δεν την πιστεύαμε. "Βρε καλώς τον" είπε ο Κάσπερ και κατευθείαν αγκαλιάσαμε τον αναστημένο φίλο μας. Αφού συγκινηθήκαμε και αγκαλιαστίκαμε, ο Ίνκυ, που ακόμα έδειχνε αμήχανος με το νέο του σώμα, μας έκανε νόημα ότι τόση ώρα στεκόταν γυμνός. Του έδωσε η Ιρίκα τον εξοπλισμό του. Όταν έπιασε το μαγικό σπαθί, που του είχαν φτιάξει στον ναό του Άζραελ, πολύ χάρηκε και το σβούριξε κανα δυό φορές γύρω από το κεφάλι του, χαρούμενος με την άνεση των κινήσεων του. Η πανοπλία του, δυστυχώς, δεν του έκανε, οπότε τον βολέψαμε με ότι ρούχα μπορούσαμε να του δώσουμε. Φόρεσε ένα δερμάτινο παντελόνι του Κάσπερ και μια σοβρακοφανέλα δική μου και έδειξε, κυριολεκτικά, άνθρωπος. Παραμείναμε εκεί για άλλη μιά μέρα για να ανακτήσει τις δυνάμεις του και συζητήσαμε διάφορα ζητήματα. Τον ρωτήσαμε άμα θέλει να αποκτήσει ανθρώπινο όνομα. Μας ρώτησε, εμείς πως θα τον αποκαλούμε και εμείς απαντήσαμε "Μα φυσικά, Ίνκυ!" - "Ε, τότε, το όνομα μου θα είναι Ίνκυ" απάντησε. "Και για επώνυμο;" τον ρώτησε η Ιρίκα. "Χμμ... " σκέφτηκε "γίνεται να πάρω το επίθετο εκείνου του αξιωματικού, που σώσαμε το πνεύμα του στο ζιγκουράτ;" - "Ποιανού, του Άλβας Λαζάρθ;" ρώτησε ο Κάσπερ. "Ναι, αυτού! Καλά θα το σκεφτώ ακόμα και θα σας πω". Έπειτα μας ρώτησε άμα τώρα θα τον δεχτούν ξανά, στον ναό του Άζραελ, μα του είπαμε πως δεν πρέπει να σκέφτεται έτσι και ότι στους ναούς δεν μετράει το ποιός είσαι, αλλά σε τι πιστεύεις. Τέλος, του είπαμε, άμα δεν τον δεχτούν στον ναό, είναι καθίκια και δεν τους αξίζει η πίστη του.
 Μετά από όλες τις συζητήσεις, εγώ με τον Κάσπερ πήγαμε λίγο πιό πέρα να κοιμηθούμε "για να αφήσουμε και τα παιδιά λίγο μόνα τους" όπως είπε και ο Κάσπερ, "και για να μην κολλήσουμε στα σορόπια" πρόσθεσα εγώ! Ξυπνήσαμε το πρωι, στις 15/07. Κατευθυνθήκαμε αργά και νωχελικά προς το θέρετρο. Εκεί κάναμε κάποια ψώνια, ενώ ο Κάσπερ πέρασε την μισή μέρα σε έναν θεραπευτή που του επανέφερε την επιδερμίδα του, ενώ ήδη κάποιες τρίχες είχαν αρχίσει να φυτρώνουν στο κεφάλι του. Ρώτησε τον θεραπευτή "Γιατρέ μου τα γένια μου θα φυτρώσουν;" - "Φυσικά παιδί μου" είπε ο θεραπευτής "γιατί να μην φυτρώσουν;" - "Α, ωραία" είπε ο Κασπέρ "γιατί τόσα χρόνια ήμουν σπανός!" 
 Διαλέξαμε καινούργια ρούχα και αρματωσιές για τον Ίνκυ. Το περίεργο είναι ότι, όσο ήταν Καλικάντζαρος, έδειχνε να εντυπωσιάζεται με τις βαριές γυαλιστερές πανοπλίες και τις μεταλλικές αρματωσιές, τώρα διάλεξε δερμάτινα ρούχα, σε γήινα χρώματα (συγκεκριμένα διάλεξε κομμάτια από μιά κολεξιόν με το όνομα "Ανοιξιάτικο Δάσος") και ελαφριές μπότες πεζοπορίας, κάπα με κουκούλα και ένα όμορφο καπέλο, όλα αυτά, φυσικά, συμβουλευόμενος το απαράμιλλο γούστο μου. Είχαμε τελειώσει και πηγαίναμε προς το καράβι όταν, τα πάντα πάγωσαν γύρω μας, τα πουλιά σταθήκαν μετέωρα στον αέρα και οι ουρανοί άνοιξαν. Κατέβηκε, πετώντας, ένα κερασφόρο πλάσμα με τεράστιες φτερούγες. Ο Ντεγγίαλ. Καμία σχέση με το πως τον είχαμε αφήσει, ρακένδυτο και ατιμέλλιτο. Τώρα φορούσε μιά φανταχτερή κόκκινη ρόμπα, ενώ το στήθος του κοσμούσε μιά ολόκληρη συλλογή από χρυσά μενταγιόν και φυλαχτά, που τόνιζαν το πύρινο βλέμμα του. Τα κοσμήματα του λαιμού του συνόδευαν δαχτυλίδια σε όλα τα σχήματα και μεγέθη, φτιαγμένα όλα από ατόφιο χρυσάφι. Μας χαιρέτησε, προσγειώθηκε και μου παρέδωσε την καινούργια μου βαλλίστρα. Μιά βαλλίστρα στολισμένη με ρούνους, που δεν χρειαζόταν να της φορτώνω βέλη αλλά, με το που έβαζα το δάχτυλό μου στην σκανδάλη, αυτομάτως η βαλλίστρα γέμιζε με ένα βλήμα ενέργειας! Εντυπωσιάστηκα! Είπα ευχαριστώ, εμφανώς συγκινημένος και ο Ντεγγίαλ μου είπε "Σου παρουσιάζω τον Καρδιοθηρευτή. Είναι φτιαγμένος να ψάχνει και να βρίσκει την καρδιά των εχθρών σου, όπου κι αν βρίσκονται αυτοί. Να τον προσέχεις." Επανέλαβα συγκινημένος ένα ευχαριστώ πολύ, μου απάντησε ο Ντεγγίαλ με ένα "Δεν κάνει τίποτα! Νά στε καλά, παιδιά και θα τα ξαναπούμε!" και χάθηκε στον απογευματινό ουρανό.

Comments

Athar Vulrax said…
Σημείωμα του συγγραφέα:
Σας παρουσιάζω το έβδομο μέρος της περιπέτειας μας. Η συνέχεια θα έρθει αφού γυρίσει ο αγαπητός μας ΝτΜ από τας Πολωνίας. Είμαι σίγουρος ότι, όταν θα το διαβάζεται, αυτό και τα προηγούμενα κεφάλαια του Ημερολόγιου του Βάρδου, (όσοι το διαβάζεται δηλαδή) σίγουρα θα σας έρθουν ερωτήματα στο μυαλό του στυλ "Μα καλά, τι γράφει το παλλήκάρι;" ή "Τι λαλακίες είναι αυτές, μα είναι σοβαρός αυτός ο Βάρδος;" και σας απαντώ... Ποίος σας έδωσε ποτέ την εντύπωση ότι πρόκειτε για σοβαρό άνθρωπο; Εγώ σας προειδοποιούσα όταν μου αναθέτατε να γράφω το Ζουρνάλ. Τώρα την πατήσατε μουχαχαχαχαχα...

Πάντως, για να διακαιολογηθώ λίγο, επειδή αυτή την φορά ξεπέρασα κάθε εαυτό σε έλλειψη σοβαρότητος, οφείλω να ομολογήσω ότι, αυτή την εβδομάδα βερνικόναμαι κάτι ξύλα στο σπίτι μου και οι αναθυμιάσεις με βάρεσαν λίγο στο κεφάλι.Αυτά.
Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας και είθε να μην πιάσουν οι κατάρες του Ντεγγίαλ όταν θα διαβάζει αυτό το κείμενο...

Με τιμή και περίσσια βλακεία,
Άθαρ Βάλραξ
Ο Λάλος - Βάρδος της γειτονιάς σας, τώρα και με ντελίβερι.

Popular posts from this blog

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Planescape: Age of Spiders