Saga of the Sun: Part 3

Κεφάλαιο 3: Η επιστροφή.

Το έτος 29914 T.C.

...Η ομάδα δεν υπήρχε πλέον. Βρισκόμασταν στο Μίντιορε για τον τελευταίο χρόνο. Ο Φέανορ είχε χαθεί σχεδόν από την αρχή του ταξιδιού και κανείς μας δεν ήξερε το γιατί. Η βαθιά μελαγχολία της Τάλιαν μας συντρόφευε στη περιπλάνηση μας από το Σάν μέχρι το Μίντιορε. Ήμουν πλέον σίγουρος ότι κάτι μας έκρυβε. Τα καστανά της μάτια ήταν σαν ένα συρτάρι με μυστικά καλά κρυμμένα. Ακόμα και όταν γνώρισε τον Ρόχνερ και ερωτεύτηκε η συμπεριφορά της παρέμεινε η ίδια. Χωρίς τον Φέανορ η ομάδα έχασε την πνευματικότητα της. Πάντα αποτελούσε την ήρεμη δύναμη μας. Ο Φέανορ με την ηρεμία του και την γαλήνη που τον διακατείχε μας έδινε το κουράγιο να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες και πλέον τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Προσευχήθηκα πολλές φορές στην ίδια την φύση να μου δώσει μια απάντηση για το που βρίσκεται και το μόνο που λαμβάνω είναι σκοτάδι και φωτιά. Τα προβλήματα δεν σταμάτησαν εκεί. Ο Κυλέων πήρε την αδελφή του την Κυλητηρία και αποφάσισε να γυρίσουν πίσω στην κοιλάδα του Ήλιου φοβούμενος την γενικότερη αναστάτωση στην περιοχή. 4 είναι οι μεγάλες πόλεις στην κοιλάδα μας, το Σαν, η Κανάλ, το Μίντιορε και το Ρόχσομ. Όλες οι πόλεις απολαμβάνουν την ασφάλεια ανατολικά και δυτικά απο 2 τεράστιες οροσειρές. Στον Βορρά ο καιρός μετατρέπεται σε μια απέραντη παγωμένη περιοχή και στον Νότο η θάλασσα βρέχει την γη μας. Τους τελευταίους μήνες φήμες ταξιδεύουν από την μια άκρη της κοιλάδας μέχρι την άλλη για έναν επικείμενο εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των πόλεων του Μίντιορε και του Ρόχσομ. Σαν μην έφτανα μόνο αυτό νιώθω τόσο ένοχος για την απόφαση μου να πιέσω την Τάλιαν να συνεχίσουμε τις περιπέτειες μας. Η ίδια όταν γνώρισε τον Ρόχνερ αποφάσισε να παραμείνει μαζί του στο Μίντιορε ιδιαίτερα και μετά την μυστηριώδη εξαφάνιση του αδελφού της. Στην τελευταία μας εξόρμηση η Τάλιαν έπειτα από παρότρυνση δικιά μου μας ακολούθησε βόρεια του Μίντιορε σε μια εξερεύνηση κάποιων ερειπίων. Εκεί χάθηκε...

Έχουν περάσει 5 μήνες και προσεύχομαι οι θεοί να έχουν καλά τα αδέλφια Λαζάρθ. Ο εμφύλιος είναι πλέον μια πραγματικότητα. Οι δυνάμεις συγκεντρώνονται στην κοιλάδα ανάμεσα στις 2 πόλεις. Ο Κυλέων με την αδελφή του ξεκίνησαν για το Σαν και εγώ με την Ιλιάνα και τους υπόλοιπους αποφασίσαμε να μείνουμε στην Μίντιορε. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν σκοτεινά και πολλές φορές τα βράδια όταν κλείνω τα μάτια βλέπω τις ψυχές όλων των πλασμάτων καθώς μου τραγουδούν το μελαγχολικό τραγούδι της αναχώρησης.

Diary entry: Azrathor, Emperor of the Forest Kingdom.  


 Η Τάλιαν είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Υπολόγιζε ότι ταξίδευε σε αυτό το παράξενο μέρος για αρκετά χρόνια. Προσπάθησε να κρατήσει την λογική της καλά φυλαγμένη αλλά πολλές φορές ο πανικός ήταν το μοναδικό συναίσθημα το οποίο μπορούσε να λάβει ως απάντηση. Καταράστηκε την κατάσταση της και προχώρησε μακριά από το ερειπωμένο χωριό. Το μέρος ήταν γεμάτο με σκιές και ομίχλη όπως πάντα. “Ποιο μέρος αξίζει να έχει τέτοια μοίρα;” αναρωτήθηκε. Η Τάλιαν είχε ταξιδέψει σε πολλά και όμορφα μέρη αλλά ποτέ της δεν είχε δει κάτι τέτοιο: φαντάσματα, κατάρες, κακό και καλά κρυμμένα μυστικά. “Ναι αυτό φταίει γιατί είμαι εδώ” μουρμούρισε. Τα μυστικά που είχε στην ψυχή της ήταν ένα βαρύ φορτίο. Ο πολυαγαπημένος αδελφός της είχε χαθεί σε ένα παράξενο μέρος καλυμμένο με φωτιά για να σωθεί η ίδια. Το ήξερε. Το είχε δει στα όνειρα της. Δεν το άντεχε. Με μια κίνηση χτύπησε με την παλάμη της το μέτωπο της στην προσπάθεια να αποβάλλει όλες τις άσχημες σκέψεις. Αλλά αυτές δεν έλεγαν να φύγουν. Που να βρίσκονταν ο Ρόχνερ; Θα την περίμενε να επιστρέψει από αυτό το μέρος; αυτά τα ερωτήματα την απασχολούσαν. Ήξερε καλά ότι καλύτερα να υπάρχουν αυτά στο μυαλό της παρά η ίδια τρέλα που διακατείχε το μέρος.

 Η αλήθεια ήταν ότι είχε γνωρίσει έναν με το όνομα Σίφερ ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν ένας Ιππότης. Ένας ιππότης ο οποίος πολεμούσε το κακό σε αυτό τον τόπο όπως και όλη του η οικογένεια! Φαίνονταν παράξενος αλλά η ίδια ήξερε ότι δεν είχε και πολλές επιλογές μιας και δεν υπήρχαν και πολλά ζωντανά πλάσματα στην περιοχή και τα λίγα που υπήρχαν ήταν λίαν επιεικώς για δέσιμο. Από το Σίφερ λοιπόν είχε μάθει τα περισσότερα για αυτόν τον κόσμο. Στην μόνιμη ερώτηση της για το πως θα μπορούσε να φύγει από εδώ ο Σίφερ έλεγε ότι όπως οι ομίχλες την έφεραν εδώ έτσι και θα την ξαναπάρουν. Το παράξενο στην ιστορία ήταν ότι ο Σίφερ εξαφανιζόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα αλλά αυτή την φορά έλειπε για αρκετές εβδομάδες. Η Τάλιαν το είχε πάρει απόφαση ότι θα ήταν πλέον μόνη της. Μοναδική της συντροφιά το πλατύστομο σπαθί το οποίο είχε πάρει ως μάννα εξ ουρανού απο τον Άφθαρτο Άζραελ. 

 Άρχισε να αναπολεί εκείνες τις ημέρες όταν η ίδια μαζί με την ομάδα της έσωσαν τους κατοίκους του Σαν από την αιχμαλωσία. Πως επέστρεψαν στο Σαν και πως αναχώρησαν μετά από τον αποκλεισμό τους από τον μηχανισμό λήψεως αποφάσεων. Ήταν τόσο οργισμένη. Της φαίνονταν πλέον πολύ μακριά αλλά τουλάχιστον είχε τότε μαζί της τον αδελφό της. Θα έκανε τα πάντα για τον Φέανορ, αρκεί να ήταν καλά. Η σκέψη ότι θα πάθαινε κάτι την γέμιζε με οργή την οποία κανείς δεν θα ήθελε να την συναντήσει, μια οργή που την μετέτρεπε σε μια μια καλοκουρδισμένη πολεμική μηχανή. Η Τάλιαν έφτασε στο τέλος του δρόμου σε μια λίμνη. Δεν είχε καταλάβει πως έφτασε μέχρι εδώ αλλά είχε καταλάβει την κούραση που κυριαρχούσε πάνω στο γυμνασμένο της κορμί. Αποφάσισε να ξαποστάσει. Άφησε δίπλα της το σπαθί και ξάπλωσε στην όχθη της μικρής λίμνης. Έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε το υπέροχο ήλιο της πατρίδας της και καταράστηκε για δεύτερη φορά το μέρος μιας και ο ήλιος απλά δεν υπήρχε σε αυτό το μέρος, παρά μόνο ένα μόνιμο ημίφως. Ξαφνικά κάτι την ενόχλησε.

 Ένα κρύο αεράκι άγγιξε το σώμα της και τα μαλλιά της άρχισαν να ανακατεύονται. Ένα συναίσθημα γνώριμο την γέμισε. Όλες οι αισθήσεις της επιταχύνθηκαν σαν άλογα σε αγώνα δρόμου ή καλύτερα σε ένα αέναο αγώνα επιβίωσης. Μύρισε το αίσθημα του θανάτου και το ήξερε τόσο καλά. Το μυστικό της δεν είχε αποκαλυφθεί σε κανένα αλλά τώρα χτυπούσε το συρτάρι της καρδιά της στην προσπάθεια να βγει στην επιφάνεια. Το ποτήρι της ενοχής ξεχείλιζε. Ο θάνατος που είχε βιώσει στα χέρια των σκοτεινών ξωτικών και η προσευχή του Φέανορ. Δάκρυσε και έκλεισε ερμητικά τα μάτια της. Σηκώθηκε και είδε ότι ομίχλες είχαν καλύψει την επιφάνεια της περιοχής, ομίχλες μέσα από την λίμνη. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παρά να σηκώσει το κεφάλι της στον ουρανό και να φωνάξει: “Πάντα προσευχόσουν και δεν έκανες τίποτα άλλο.” “Γιατί ήρθες να με σώσεις, σε αγαπώ τόσο αδελφέ μου, μου λείπεις.” Τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν στο πρόσωπο της και πλέον κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγια της καθώς η οργή και η απώλεια χόρευαν δυναμικά γύρω της. Οι σκιές δίπλα της άρχισαν και αυτές να συμμετέχουν σε αυτό τον χορό των συναισθημάτων αλλά με ένα ρυθμό τελείως διαφορετικό, πιο γρήγορο, πιο έντονο σαν να προσπαθούσαν να κρυφτούν από τον ανατέλλον ήλιο ο οποίος δεν εμφανίστηκε ποτέ στον κόσμο. Και όμως η Τάλιαν έβλεπε στο βάθος το φως να βγαίνει πίσω από τα βουνά. “Τάλιαν, συγκεντρώσου γιατί θα τρελαθείς και πάλι” είπε στο εαυτό της στην προσπάθεια να επανέλθει από το σοκ. Κοίταξε γύρω και είδε ότι φως έβγαινε και από τα χέρια της. Οι ομίχλες άρχισαν σιγά σιγά να διαλύονται. Άκουσε μια φωνή να έρχεται από κάπου μακριά. Γύρισε και είδε τον Σίφερ να εμφανίζεται από το πουθενά. “Ήρθε η ώρα να φύγουμε από εδώ” είπε και με μια κίνηση έπιασε το χέρι της Τάλιαν. Ο κόσμος άρχισε να γυρίζει. Εικόνες γνώριμες και αλλοτινές πλημμύριζαν το μυαλό της. Έκλεισε τα μάτια και ξαφνικά όλα σταμάτησαν να κινούνται. Άνοιξε τα μάτια της και είδε τα πανύψηλα τείχη του Μίντιορε μπροστά της. Ο Σίφερ της κρατούσε ακόμα το χέρι. “Επιστρέψαμε στην χώρα μου Σίφερ” και ένα χαμόγελο διαγράφτηκε στο πρόσωπο της. ....Αλλά δεν ήταν η μόνη που επέστρεψε...

Συνεχίζεται... 

Comments

Popular posts from this blog

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Planescape: Age of Spiders