Da’el Ather by Athar (Ευχαριστούμε Θανάση και καλώς μας όρισες και παλι στην ομάδα μας )

 

Da’el Ather, Dwarven Paladin of the White Flame by Athar

Μέρος πρώτο

Η σκιά του Da’el Ather έμοιαζε τεράστια πάνω στα τοιχώματα του σπηλαίου. Κάθε απόγευμα, οι τρείς νεαροί ακόλουθοι της Λευκής Φλόγας μαζεύονταν γύρω από τον κεντρικό βωμό και ακούγαν ιστορίες και παραδόσεις του τάγματός τους ονειροπολώντας με ανυπομονησία πότε θα έρθει η δικιά τους η σειρά που θα στέκονται σαν ιεροί πολεμιστές δίπλα στην άσβεστη λευκή φλόγα και θα διδάσκουν τις επόμενες γενεές ακολούθων. Ο βωμός αυτός καθαυτός ήταν λιτός αλλά επιβλητικός, ένα άγαλμα της θεάς Ντάλια (Da’elia) η οποία γονατιστή ξεπερνούσε τα δύο μέτρα, με ανοιχτά τα χέρια να κρατάει ζωντανή την ιερή φλόγα και να κοιτάει προς τον υποθετικό ουρανό που τον έφραζε η οροφή του σπηλαίου περίπου 6 μέτρα πιο ψηλά. Την μυστικιστική ατμόσφαιρα του ναού την έδινε το παιχνίδι των χρωμάτων στα τοιχώματα. Οι σκιές ήταν ένα μείγμα των γαλάζιων και κόκκινων παιχνιδισμάτων του φωτός αφού από την μια η λευκή φλόγα έλουζε τα πάντα με το κυανό της φως ανταγωνιζόμενη το κόκκινο της λάβας που κυλούσε σε ελεγχόμενα ποταμάκια από την άλλη πλευρά του σπηλαίου.

Η λάβα, εκτός από τον φωτισμό και την θέρμανση του ναού εξυπηρετεί και έναν άλλο πολύ βασικό σκοπό. Παρέχει την αναγκαία θερμότητα στα φλόγιστρα που δεν σβήνουν ποτέ μονό λιώνουν ασταμάτητα μεταλλεύματα και δημιουργούν τα περίφημα κράματα που έπειτα, οι νάνοι τα μετατρέπουν σε όπλα και πανοπλίες, για τα οποία μετά οι βάρδοι γράφουν τραγούδια και οι αλχημιστές σπουδές. Κάποτε στα έγκατα του ηφαιστείου Νταλγκασιν σφυροκοπούσαν ασταμάτητα πάνω από εκατό νάνοι σε αντίστοιχα αμμώνια αλλά μετά τον χαμό του Κράσσου έμεινε ένα τελευταίο φλόγιστρο να καίει και μόνο δύο γέροι νάνοι να δένουν το ατσάλι σε πλεξούδες και να το πλάθουν στα αμμώνια τους. Τα ονόματα τους Da’el Raen και Da’el Rem οι δύο πιο μεγάλοι σε ηλικία νάνοι του τάγματος της Λευκής Φλόγας. «Ο θρύλος λέει ότι όταν θα σβήσει και το τελευταίο φλόγιστρο στο τελευταίο μαγκάλι του ναού της Λευκής Φλόγας τότε η σκιά θα καταπιεί ολοκληρωτικά τη γη της Ρουμερίκε και αυτό θα είναι το τέλος των πάντων» κατέληξε την αφήγησή του ο Da’el Ather.

«Γιατί όλοι οι ιεροί πολεμιστές έχετε σαν πρώτο όνομα τον Da’el?» ρώτησε ένα από τους μικρότερους νεωκόρους του ναού τον Ather. «Γιατί όταν σε αγγίξει η ιερή φλόγα γίνεσαι λευκός και στην αρχαία dwerven διάλεκτο του λαού μας Da’el θα πει λευκός. Για αυτό και η λευκή θεά που προστατεύει την ιερή φλόγα λέγεται Νταέλια. Ξέρει κάποιος να μου πει πως λέγεται η πρωτεύουσα μας;» «Νταργκαρ» αποκρίθηκε ο δεύτερος νεαρός ακόλουθος. «Ναι αλλά γιατί ονομάζετε έτσι ξέρετε;» Οι νεαροί ακόλουθοι τον κοιτούσαν με απορία ενώ η σκιά του μεγάλωνε ακόμα πιο πολύ πάνω στα λαξευμένα τοιχώματα της σπηλιάς. «Η θρησκεία μας κάποτε ήταν κυρίαρχη στην ζωή των νάνων και προς τιμήν της λευκής φλόγας η πιο μεγαλοπρεπής πόλη των νάνων ονομαζόταν Da’el Αrsgar, δηλαδή η λευκή φλόγα. Με τον καιρό και όσο άρχισαν οι νάνοι να συναναστρέφονται με ξωτικά και ανθρώπους, η πίστη τους άρχισε να φθίνει όπως και η ανάγκη για την διατήρηση των παραδόσεων και το όνομα της πόλης άλλαξε σε Νταλασγκαρ και με το πέρασμα των αιώνων σε Νταργκαρ. Οι πιο πολλοί νάνοι πια έχουν ασπαστεί τον θεό με τα τρία πρόσωπα και έχουν αφήσει την σκιά να μπει στις καρδιές τους, αλλά έχουν μείνει οι λίγοι πιστοί που κρατάνε την φλόγα δυνατή, όπως οι γονείς σας που σας έστειλαν εδώ και χάρις σε τέτοιους νάνους η Ρουμέρικε δεν έχει βυθιστέι ακόμα στο χάος της σκιάς». Ο τρίτος νεαρός ακόλουθος, ένας νάνος με κόκκινη γενειάδα που προσπαθούσε να την βάψει άσπρη για να μοιάζει με ιερό πολεμιστή ρώτησε τον Dael Ather «Και πότε θα έρθει η σειρά μας να πολεμήσουμε τους απίστους, να βγάλουμε το σκοτάδι από μέσα τους και να φέρουμε την δόξα στην Λευκή Φλόγα;»

«Ποτέ» ακούστηκε η φωνή του Dael Amon από το βάθος της σπηλειάς, ενός από τους γηραιότερους  ιερούς πολεμιστές και πρεσβύτερο του ναού. «Ποτέ ξαναμμένο μου για μάχη παλληκάρι γιατί δεν είναι αυτός ο ρόλος μας. Η Λευκή Θεά μας δίδαξε ότι ο ρόλος μας δεν είναι να μαχόμαστε με ξωτικά, ανθρώπους ή και άλλους νάνους. Ο πόλεμος θα έρθει όταν οι σκιές θα περπατήσουν τη γή, λέει σε ένα από τα γραπτά Της η Θεά Ντάλια. Ο κόσμος έιναι αφελής και εύπιστος και αφήνει το σκότος να μπει μέσα του. Αλλά, όπως η Θεά αγκαλιάζει και προστατευει την φλόγα, έτσι και εμείς αγκαλιάζουμε και προστατεύουμε τον κόσμο για να μην χάσει και την τελευταία σπίθα που κρύβει στην καρδιά του. Και τώρα πάντε σαν καλά παλληκάρια να φάτε το κολατσό σας και αύριο θα σας πω από που βγαίνει η ονομασία του ηφαίστειου που μας στεγάζει. Εσύ αδερφέ Άθερ μείνε λίγο ακόμα, κράτα συντροφιά σε έναν γέρο νάνο κάτω από το φώς Της».

 



Μέρος δεύτερο

«Μάλιστα γέροντα» είπε ο Άθερ του Άμον. Κοιτώντας κάποιος από μακρυά δεν θα μπορούσε να ξεχωρίσει ποιός από τους δύο νάνους είναι ο γέρος και ποιός ο νέος. Και οι δύο νάνοι έχουν ασπρες γενιάδες και φορούν αστραφτερές πανοπλίες. Πάνω από τις πανοπλίες φορούν τον άσπρο χιτώνα του τάγματος με τα μπλέ σιρίτια, ενώ από τις ζώνες τους κρεμόντουσαν το βαρύ σφυρί που εκπέμπει μια γαλαζωπή λάμψη και το απαραίτητο στις μάχες κράνος. Την αμφίεσή τους ολοκλήρωνε η ασπίδα τους, εκθαμβωτικά γυαλιστερή να παιχνιδίζει με τις φλόγες, ζωζμένη στην πλάτη τους. Αν και, και οι δύο νάνοι είναι ετοιμοπόλεμοι, από την κατάσταση της πανοπλίας τους μπορείς να καταλάβεις ότι ποτέ δεν έζησαν πραγματική μάχη και πέρασαν όλη τους την ζωή στον ναό.

«Ήρθε η ώρα σου να δεις τον έξω κόσμο παλληκάρι μου» είπε ο Άμον του Άθερ. «Μην με κοιτάς με τέτοια απορία, το ήξερες ότι θα έρθει αυτή η ώρα». Έτσι όπως στεκόντουσαν τα μάτια του Άμον φωτίζανε κόκκινα και γεμάτα σοφία ενώ του Άθερ γαλάζια και γουρλωμένα. «Σου ετοίμασα αυτό το φανάρι με την ιερή Λευκή Φλόγα, θα την πάρεις και θα διασχίσεις όλη την Ρουμερίκε. Το φανάρι αυτό θα το δώσεις στα χέρια του μάγου Ullosan». «Και που θα τον βρω τον μάγο, γέροντα». «Μην στεναχωριέσαι παλληκάρι μου , θα σε βρει αυτός πριν φτασεις στο Willowsden. Άντε μην χασομεράς, μάζεψε τα πράγματα σου και ξεκίνα με την ευχή της Ντάλια. Και αν νιώθεις ότι χάθηκες η φλόγα θα σου δείξει τον δρόμο»

Κι έτσι κι έγινε. Ο Dael Ather μάζεψε οτι προμήθειες του έδωσαν από την κουζίνα του ναού , έκρυψε το φανάρι με την φλόγα μέσα στην γενειάδα του και πριν το χάραμα μονάχος, μπήκε μέσα στον λαβύρινθο των σπηλέων που έβγαζαν από τους πρόποδες του ηφαιστείου Νταλγκασιν προς το Wolfwater. Ακολουθόντας τις συμβουλές του Dael Amon, απέφευγε τους δρόμους και τις πόλεις.

Μια μέρα μέσα στο δάσος τα μάτια του αντίκρυσαν ένα θέαμα πρωτόγνωρο, κάτι που καμμία εκπαίδευση και καμμία προσευχή δεν μπορούσε να τον προετοιμάσει για αυτό. Κάτω από έναν μικρό καταρράκτη λουζότανε μια ξωτικιά. Ο Άθερ πρώτη φορά έβλεπε γυναίκα στα 110 του χρόνια, πόσο μάλλον ξωτικιά και το θέαμα τον έκανε να χάσει τα λόγια του. Το σφυρί του, του εφυγε από το χέρι και βρόντηξε με κρότο στο πόδι του. Ευτυχώς που φορούσε την  πανοπλία του και δεν έχασε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του. Η ξωτικίνα όταν το άκουσε άφησε μια τρομαγμένη κραυγή να βγει από τα χείλια της ενώ έψαχνε στα τυφλά τον μανδύα της για να καλυφθεί.

«Ποιός είναι εκεί» φώναξε τρομαγμένη αλλά με σταθερή φωνή. «Μ-Μ-Με λένε Ντ-Ντα ελ Αθερ, δδδεν θα σου κάνω κακό» ψέλισε ο νάνος, «μην ααανησυχείς, δεν είδα σχεδόν τίποτα». «Σχεδόν... ή τίποτα;» τον ρωτάει η ξωτικιά. Η αλήθεια είναι ότι τα είχε δει κυριολεκτικά όλα ο Άθερ, το πως έλουζαν τις καμπύλες του γυμνού βρεγμένου κορμιού της οι αχτίδες του ήλιου μέσα από τις φυλλωσιές, αλλά κάτι τέτοιο μα την Θεά και Την Φλόγα, δεν μπορούσε να το παραδεχτεί. «Πως σε λένε είπες ξανά;» τον ρώτησε πλησιαζοντας η ξωτικίνα, σημαντικά αλλά όχι ολότελα ντυμένη. «Ντα ελ Άθερ, του τάγματος της λευκής φλόγας» είπε με πιο σταθερή φωνή αυτή την φορά. «Χμ» μηδίασε η ξωτικίνα. «Εγώ είμαι η Σελένα, της Λουνάρις. Και για που πορεύεσαι Νταελ;». «Προς το Willowsden… νομίζω». «Νομίζεις ε; Ε λοιπόν σήμερα είναι η τυχερή μας μέρα Νταελ. Κι εγώ για εκεί πάω και δεν μου αρέσει να ταξιδεύω μόνη. Κι εσύ μοιάζεις για παλληκάρι που ξέρει πως να προστατεύσει μια απροστατευτη κορασίδα σαν κι εμένα». «Μάλιστα κυρία Σελένα». «Χμ πλάκα έχεις. Σέλι, χωρίς το κυρία και χωρίς το Λένα». «Μάλιστα Σέλι». «Και χωρίς το μάλιστα, αρκεί το ναι». «Και εμένα μπορείς να με λές Άθερ, το Ντα ελ είναι πιό πολύ τίτλος». «Ωραία ξεκινάμε τότε» είπε με ένα γελάκι η Σέλι. «Δεν θα ντυθείς;» ρώτησε ο Άθερ που είδε ότι δεν έχει ούτε όπλα, ούτε πράγματα παρά μόνο ένα μανδύα. «Ντυμένη έιμαι, ξεκινάμε ώστε να προλάβουμε να κατασκηνώσουμε πρίν την γέφυρα. Από την άλλη μεριά έχει τρολλς και μου την δίνουν στα νεύρα».

Δυστυχώς ο Άθερ ανακάλυψε ότι η από εδώ μεριά της γέφυρας δεν έχει τρόλλς αλλά λυκους διψασμένους για αίμα νάνου. Η Σελένα (εφόσον αυτό είναι το πραγματικό της όνομα σκέφτηκε ο Άθερ) με κάποιο τρόπο τον νάρκωσε, του πήρε όλα τα υπάρχοντά του εκτός από την πανοπλία και τα όπλα του (πολύ βαριά για να τα κουβαλήσει και να διαφύγει γρήγορα) και τον άφησε έρμαιο της μοίρας του. Το χειρότερο από όλα ότι έκλεψε το φανάρι με την ιερή φλόγα που έκρυβε κάτω από τα γένια του.  Με το μυαλό του θολωμένο από τα ξόρκια της ξωτικίνας, άδραξε το σφυρί του και άρχισε να το κουνάει δεξιά – αριστερά με απόγνωση για να διώξει τα θηρία. Μέσα στην ομίχλη του μυαλού του άρχισαν να του επανέρχονται φευγαλέες μνημες της βραδιάς που πέρασε με την Σελένα, πως το σεληνόφως διέγραφε την σιλουέτα της κάτω από τον μανδύα, πως κελάρυζε η φωνή της και το γέλιο της όταν της έλεγε ότι πρώτη φορά έβλεπε γυναίκα και μάλιστα ξωτικό. Το σφυρί του άρχισε να βγάζει μια γαλαζωπή λάμψη καθώς το κουνούσε πέρα δώθε, κάτι που μάλλον έδιωξε τους λύκους, όμως ο ίδιος δεν αντιλαμβανόταν τι γινόταν γύρω του. Μέσα στην θωλούρα του μυαλού του έβλεπε τη  Σελένα να τον πλησιάζει, να νιώθει αδύναμος και αφοπλισμένος καθώς τα χείλια της αγγίζαν τα δικά. Και κάπως έτσι αδικημένος, πληγωμένος, προδωμένος μα πάνω από όλα σφόδρα ερωτευμένος, ο Dael Ather, ιερός πολεμιστής του τάγματος της Λευκής Φλόγας, πρώτος μετά από έναν αιώνα που άπομακρύνθηκε τόσο πολύ από τον ναό και ένας από τους ελάχιστους εναπομείναντες μυημένους στα μυστήρια της λευκής φλόγας, ξαναέχασε τις αισθήσεις του και έπεσε σε έναν βαθύ λήθαργο ελπίζοντας στη βοήθεια της θεάς του... 

 

 



Comments

Popular posts from this blog

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

White Box Hero: Session 0 (Tales from Rumerike)