Aminat "Neda", the one who seeked revenge...

"Είμαι ένας καριόλης, ένα σιχαμερό γλοιώδες υποκείμενο και μου άξιζε ότι έπαθα..."
Τα χέρια του έτρεμαν όσο έγραφε τις λέξεις, γνωρίζοντας πως αυτές ήταν οι τελευταίες του στιγμές, οι τελευταίες του ανάσες. Πως είχε καταφέρει αυτό το πορνίδιο να του την φέρει έτσι; Δεν του είχε περάσει καν από το μυαλό πως εκείνο το μικρόσωμο γύναιο που είχε αγοράσει μερικά χρόνια πριν θα ήταν τόσο πανούργο. Τότε έμοιαζε με ένα άκακο κορίτσι, τρομαγμένο και αδύναμο. Που την βρήκε τέτοια δύναμη και θέληση η πουτάνα;

"Pablo, δεν έχουμε όλη νύχτα! Μην τον λυπάσαι τον καριόλη, και του κάνω χάρη. Θα τον βγάλω μια και καλή από την μιζέρια του απόψε."

Η Neda έγνεψε στον Pablo, και αυτός χωρίς δεύτερη κουβέντα άρπαξε τον άντρα από το μπράτσο και τον έσυρε μέχρι τα πόδια της. Δεν μπορούσε να φέρει κάποια αντίσταση, ήταν φιμωμένος, το σώμα του είχε σχεδόν ολοκληρωτικά παραλύσει, τα άκρα του έτρεμαν... "Πως τα κατάφερε;"

"Ποιος έχει το πάνω χέρι τώρα;" είπε η Neda και χαμογέλασε χαιρέκακα. Με ένα νεύμα της ο Pablo πέρασε την θηλιά γύρω από τον λαιμό του, την έσφιξε και άρχισε να τραβάει σταδιακά το σχοινί. Το σώμα του άντρα άρχισε σιγά σιγά να ανυψώνεται, ενώ αυτός προσπαθούσε αγωνιωδώς να ανασάνει. Άρχισε να τρέμει σαν ψάρι έξω από το νερό. Ο Pablo έδεσε το σχοινί και την κοίταξε.
"Πάμε."
"Όχι. Θέλω να τον δω να πεθαίνει βασανιστικά, όπως πέθαινα και γω κάθε μέρα μέσα σε κείνο το μπουρδέλο. Μπορείς να φύγεις αν δεν αντέχεις το θέαμα." είπε ψυχρά.
Αυτός κοντοστάθηκε για μια στιγμή, κοίταξε τον άντρα που χαροπάλευε κρεμασμένος από το ταβάνι, και έπειτα πήγε δίπλα της και την άγγιξε στον ώμο. Αυτή απλά χαμογέλασε.

Οι σπασμοί δεν κράτησαν πολύ ώρα. Η Neda κάρφωσε το χαρτί που τον είχε εξαναγκάσει να γράψει στο δοκάρι που ήταν δεμένο το σχοινί.
"Sometimes you wanna get higher, sometimes you gotta start low, some people think they gonna die some day, i got news, you never get to go old..." σιγοτραγουδούσε όσο άρπαζε ότι πολύτιμο έβρισκε στο δωμάτιο. Δεν θα του χρειάζονταν άλλο...



"Τρέχα!” της είχε φωνάξει. “Θα τα καταφέρω και μόνος μου! Θα βρεθούμε αργότερα!”
Η περίπολος τους είχε πάρει πρέφα όταν έφευγαν από το σπίτι του άντρα. Τους είχαν πάρει στο κατόπι. Όχι, δεν θα άφηνε κανέναν να την εμποδίσει. Έπρεπε να εκδικηθεί. Και έτσι απλά έτρεξε με όση δύναμη είχε...



Ο ήλιος είχε αρχίσει να ανατέλλει όταν πια σταμάτησε να τρέχει. Ήταν απίστευτα κουρασμένη, αλλά κανένας δεν την ακολουθούσε πια. Κάθησε κάτω και άναψε μια φωτιά. Έπρεπε να ξεκουραστεί. Δεν ήξερε τι απέγινε ο Pablo, αλλά δεν ήταν κάτι που την απασχολούσε εκείνη την στιγμή...
Ξύπνησε αργά το μεσημέρι, αλλά ο Pablo δεν είχε ακόμα εμφανιστεί. Αποφάσισε πως δεν θα τον περίμενε άλλο. Άλλωστε θα της ήταν βάρος. Ήταν ερωτευμένος μαζί της, για αυτό και είχε δεχθεί να την βοηθήσει. Ήταν αλήθεια πως τον συμπαθούσε, ήταν ο μόνος που ερχόταν να την δει στο μπουρδέλο όχι για να την πηδήξει, αλλά για να την γνωρίσει καλύτερα. Στην αρχή δεν τον εμπιστευόταν, όμως με τον καιρό κατάλαβε πως το ενδιαφέρον του ήταν αληθινό. Και έτσι του τα είπε όλα. Για την φτωχή οικογένεια της στο Calimshan, την ζωή σαν ζητιάνα, τα αδέρφια της που πέθαναν από τις αρρώστιες και τις κακουχίες.
“Και πως βρέθηκες εδώ;” την είχε ρωτήσει.
Και του είπε. Δεν του το έκρυψε. Η απελπισία των γονιών της να την σώσουνε από τους δρόμους και την ζητιανιά ήταν τέτοια, που όταν ήρθε εκείνος και την ζήτησε σε γάμο, αυτοί δέχτηκαν. Άνηκε στους εύπορους έμπορους της πόλης. Ήταν καλότυχη, θεώρησαν οι γονείς της. Την είδε στο δρόμο να ζητιανεύει και την ερωτεύτηκε, έτσι νόμισαν. Δυστυχώς και η ίδια το είχε πιστέψει. Ήταν μόνο δεκατεσσάρων χρονών όταν παντρεύτηκε. Τους πρώτους μήνες δεν τον έβλεπε σχεδόν καθόλου. Έλειπε έξω από την πόλη για δουλειές. Και μετά... Μετά ήρθε εκείνη η φριχτή μέρα, η πρώτη του μαρτυρίου της. Για δυο μήνες αισθανόταν άρρωστη το πρωί και είχε ναυτίες. Ο γιατρός που την εξέτασε της χαμογέλασε γλυκά. Και η μέρα δεν περνούσε για να γυρίσει εκείνος και να του πει τα καλά νέα. Όταν αργά το βράδυ εκείνος επέστρεψε και του ανακοίνωσε τα καλά νέα, εκείνον τον πλημμύρισε οργή. Την χτύπησε τόσο άσχημα εκείνο το βράδυ που νόμισε πως θα πέθαινε. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ τα λόγια του όσο την χτυπούσε.
“Πως νόμισες πως θα σε έκανα κυρία μέσα στο σπίτι μου; Δεν είσαι παρά ένα κομμάτι κρέας, και μάλιστα ένα που μου κόστισε πολλά μέχρι να σε κάνω να μοιάζεις με άνθρωπο και όχι με σκιάχτρο. Κανένας δεν πρόκειται να σε αγόραζε έτσι όπως ήσουν, παρόλο που έχεις όλα τα άλλα προσόντα για την δουλειά και ανοίγεις εύκολα τα πόδια σου. Φαίνεται πως σας το μαθαίνουν οι γονείς σας από μικρές, έτσι δεν είναι; Θα φροντίσω από εδώ και στο εξής να μην μπορέσεις να μου ξαναχαλάσεις το εμπόρευμα, πόσο μάλλον να γεννήσεις ένα μούλικο μπάσταρδο σαν και του λόγου σου!”
Όλο το βράδυ έχανε αίμα. Όσο για το μωρό, δεν υπήρχε πια, ούτε αυτό, ούτε ελπίδα για άλλο. Ο άντρας με τα ιδρωμένα χέρια που της έβαζε χέρι όσο την εξέταζε είπε σε εκείνον πως την είχε τακτοποιήσει για τα καλά, και πως δεν υπήρχε ανάγκη να φοβάται για άλλα μπάσταρδα στο μέλλον.
Μια εβδομάδα μετά, και αφού είχε πέσει το βαθύ σκοτάδι, την φύμωσε, την έδεσε και την μετέφερε σε ένα άλλο σπίτι, μακριά από την πόλη. Είχε και άλλες κοπέλες εκεί, όλες πάνω κάτω στην ηλικία της. Την επόμενη μέρα ξεκίνησε το ταξίδι. Ένα ταξίδι γεμάτο δάκρυα. Όταν έφτασε στο Dragon Coast ήξερε πλέον την μοίρα της. Θα πουλιόταν μαζί με τις άλλες κοπέλες στο σκλαβοπάζαρο σαν πόρνη. Και φυσικά ο καινούριος της ιδιοκτήτης, αυτός που θα την πουλούσε στον νταβατζή της, έπρεπε να δοκιμάσει το εμπόρευμα. Ήταν η πρώτη φορά που είχε σιχαθεί τόσο. Εκείνο το βράδυ κάποιες κοπέλες πέθαναν. Ευχόταν και αυτή να της συμβεί το ίδιο. Όμως η μοίρα της είχε άλλα κατά νου. Πουλήθηκε σε αυτόν τον σιχαμένο από το Cormyr, ο οποίος φρόντιζε, όσο ταξίδευαν με το πλοίο, να την ετοιμάσει πλήρως για την καινούρια της δουλειά. Δεν θυμόταν πια πριν πόσα χρόνια πήρε την απόφαση να τους εκδικηθεί, και τους τρεις.

“Και τώρα ήρθε επιτέλους εκείνη η ώρα” σκέφτηκε. Άνοιξε το τετράδιο της και έγραψε την ημερομηνία. Τόσα χρόνια αυτό το τετράδιο ήταν ο μόνος της φίλος. Κάθε τόσο έγραφε και μερικές γραμμές. Γύρισε στην πρώτη σελίδα και διάβασε.
“Πως θα ήταν άραγε η ζωή μου αν ήμουν ακόμα με τους γονείς μου; αναρωτιόταν τότε. Μήπως θα ήμουν ακόμα ζητιάνα; Ότι και να ήταν θα ήταν καλύτερο από αυτό...”
Είχε σταματήσει πλέον να εικάζει, να ελπίζει για μια καλύτερη ζωή. Γύρισε τις σελίδες και έγραψε κάτω από την ημερομηνία:

“One down, two more to go.”

Here I come again now baby,
like a dog in heat.
Tell its me by the clamor now baby,
I like to tear up the streets.

Now I've been smoking for so long,
you know I'm here to stay,
got you in a stranglehold baby,
you best get out of the way.

Road I cruise is a bitch now baby,
but no, you cant turn me round,
and if a house gets in my way baby,
you know I'll burn it down.

You laughed the night that you got me,
you put me in my place,
got you in a stranglehold baby,
tonight I'll cross your fate.

Sometimes you wanna get higher,
sometimes you gotta start low,
some people think they gonna die someday,
I got news, you never get to go old...

Comments

Athar Vulrax said…
Και τωρα γραφει... three down, a world to go!
Όχι, τώρα σταμάτησε το μέτρημα! LOL!

Popular posts from this blog

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Planescape: Age of Spiders