Το Ημερολόγιο του Βάρδου (μέρος πέμπτο)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

“Εκπληκτικό! Ένα αριστούργημα που δεν πρέπει να λείψει από καμία οικογένεια, κανένα σπίτι, καμία βιβλιοθήκη, κανένα σχολείο!Αναμένουμε την συνέχεια με αγωνία, ένα κεφάλαιο κάθε βδομάδα, φυσικά μια προσφορά της εφημερίδας μας για τους αναγνώστες”
The Emerald Sun

“Ο γνωστός μας τροβαδούρος απέδειξε για άλλη μια φορά ότι είναι πραγματικός μάγος της πένας. Αγωνία, συγκίνηση, δράμα, κωμωδία, όλα με την υπογραφή ενός μεγάλου καλλιτέχνη των καιρών μας!”
The Times του Ρασίντ

“Απολαύστε το με σβησμένα τα κεριά, κλειδωμένες τις πόρτες και τους γονείς σας μακρυά για ταξίδι. Και φυσικά για μουσική υπόκρουση, μα τι άλλο, μουσική του ίδιου του Άθαρ και της μπάντας του Athar Vulrax and the Vulgars. Αριστούργημα!” 
Metal&Heavy Metal HAMMER

“Μια αηδία, με σκοπό να σας πολτοποιήσει τον εγκέφαλο. Η προπαγάνδα του αυτοκράτορα (που να πεθάνει) είναι εμφανής. Σκοπός του, ας πούμε, συγγραφέα είναι να προβοκάρει τους αγώνες των ελεύθερων πλασμάτων του κόσμου μας που μαστίζεται από την φτώχεια και την ανεργία και να προωθήσει την επεκτατική πολιτική της αυτοκρατορίας (που να γκρεμιστεί συθέμελα) στους τελευταίους φάρους ελπίδας της ανατολής”
Ο Ριζοσπαστικός της Αλάκρα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

 Ήμασταν πολύ καταπονημένοι από την μάχη οπότε αποφασίσαμε να διανυκτερεύσουμε και μετά να πάρουμε την οποιαδήποτε απόφαση. Φυσικά αυτό ήταν μεγάλο ρίσκο, αλλά τι διάολο (Σ.τ.σ. Διάολος ή Διάβολος : Το κακό προσωποποιημένο), άνθρωποι της περιπέτειας ήμασταν άμα δεν ρισκάραμε και λίγο. Ευτυχώς το βράδυ κύλησε όμορφα και ξεκούραστα, άλλα δρακάκια δεν πετύχαμε, ούτε είδαμε τίποτα το ανησυχητικό στον ορίζοντα. Στις 28/03, ξυπνήσαμε και τότε νιώσαμε, πραγματικά, το φρικτό μέρος στο οποίο ζούσαμε. Μπροστά μας ζούσε, κυριολεκτικά, ένα τεράστιο βουνό, που έφτυνε σκόνη και καπνούς προς τα επάνω, ενώ η γη σειόταν ελαφρά, αλλά αρκετά συχνά ώστε να σου δίνει την αίσθηση ότι κάτι ρέει από κάτω σου.
 Στο φως της μέρας παρατηρήσαμε καλύτερα την πόλη που είχαμε δίπλα μας. Επίσης η Ιρίκα είδε πάλι τα πνεύματα, τα οποία είχαν αφήσει την συντροφιά μας σε κάποιο σημείο στην έρημο, να περνάνε μέσα από την πόλη και να προχωρούν προς το ηφαίστειο. Η πόλη ήταν εντελώς νεκρή. Τα κτίρια ήταν θαμμένα μέχρι τους πάνω ορόφους στην στάχτη και την λάβα, ενώ μέσα δεν κατοικούσε τίποτα, ούτε ζωντανό, ούτε νεκρό, ούτε με πνευματική μορφή, ούτε καν κατσαρίδες δεν υπήρχαν. Χωρίς να έχουμε τίποτα να φοβηθούμε πλέον, πήραμε την απόφαση να πάμε μέσα από την πόλη. Στο πέρασμα μας δεν βρήκαμε τίποτα το ενδιαφέρον. Το μόνο που έμοιαζε διαφορετικό ήταν ένα περίεργο άγαλμα, το οποίο βρισκόταν στο κέντρο της πόλης.
 Χωρίς να έχουμε τίποτα άλλο να κάνουμε βάλαμε αρχίσαμε να ψάχνουμε τα σπίτια. Ανακαλύψαμε σύντομα ότι αυτά που ψάχναμε ήταν τα υπνοδωμάτια, τα οποία δεν είχαν τίποτα το σημαντικό. Μετά από κάποιες σύντομες συζητήσεις στρατηγικής σημασίας που είχαμε εγώ, ο Κάσπερ και η Ιρίκα, είπαμε να εφαρμόσουμε άλλο σχέδιο. Θα εφάρμοζε η Ιρίκα επάνω μου ένα ξόρκι, αμφίβολης αποτελεσματικότητας για την ώρα, με το οποίο θα είχα την δυνατότητα να σκάβω με εξαιρετικά γοργούς ρυθμούς, ώστε να ψάξουμε τα κάτω πατώματα των κτιρίων. Δέχτηκα. Επ' ευκαιρίας θα έκανε η Ιρίκα μιά αναζήτηση για πολύτιμα μέταλλα και λίθους, ώστε να έχουμε και υλικό κέρδος από όλη την υπόθεση. Το ξόρκι πέτυχε και άρχισα να σκάβω σαν μανιασμένος. Είχα την δυνατότητα να σκάβω ένα λαγούμι σχεδόν δέκα μέτρα βαθύ, μέσα σε λίγα λεπτά. Το μόνο που δεν διευκρίνισε η Ιρίκα, ήταν η στιγμιαία, ευτυχώς, αλλαγή που είχα υποστεί. Τα μάτια μου είχαν γουρλώσει για να βλέπουν στο σκοτάδι του υπεδάφους, τα νύχια μου έγιναν μακρυά, πλατιά και κίτρινα, ενώ οι κοπτήρες μου είχαν μεγαλώσει και είχαν γίνει λαγουδίσιοι! Οι υπόλοιποι γέλασαν λίγο, αλλά ευτυχώς δεν με κορόιδεψαν πολύ. 
 Μέσα σε δύο ώρες είχα σκάψει την μισή πόλη και μέσα σε όλα βρήκαμε δύο βραχάκια αξιόλογου μεγέθους από ατόφιο χρυσάφι και ένα από ασήμι. Γρήγορα καταλάβαμε ότι, αυτά τα κτίρια που μοιάζανε με κατοικίες, δεν άξιζε τον κόπο να τα ψάχνουμε. Οπότε θα έκανα μια εκσκαφή στο άγαλμα και μετά θα τραβούσαμε στα επίσημα κτίρια που υψώνονταν στην πλαγιά του βουνού. Το άγαλμα απεικόνιζε ένας ψηλό άντρα, ο οποίος είχε κάτι το πολύ περίεργο. Ενώ από μπροστά έμοιαζε με έναν πανέμορφο άντρα, με πολύ ωραία και φιλοτεχνημένα ρούχα, εκεί που θα έπρεπε να έχει το πίσω μέρος του κεφαλιού του, υπήρχε ένα δεύτερο πρόσωπο, τρομαχτικό, σαν να είχε πάρει κάποιος καυστικό οξύ και να είχε περιλούσει το κανονικό του πρόσωπο. Απορήσαμε και δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε αν αυτή η απεικόνιση εξυπηρετούσε κάποιον καλλιτεχνικό συμβολισμό, ή αν όντως αυτή ήταν η ανατομία του άντρα. Κατέβηκα στην βάση του αγάλματος και, με αρκετό κόπο και την βοήθεια του Κάσπερ, καταφέραμε να αποκρυπτογραφήσουμε την επιγραφή στην γλώσσα των Νίθιανς. Έγραφε, λοιπόν, ότι ο άντρας που απεικονίζεται είναι ο Άλιμο, γνωστός και ως κατακτητής, ο οποίος ήταν ο διοικητής της πόλης. 
 Προχωρήσαμε παραπέρα. Φτάσαμε σε κάποια κτίρια που ήταν διοικητικά. Δυστυχώς πολλά έγραφα δεν είχαν διασωθεί, λόγο της έκρηξης του ηφαιστείου. Διεσώθησαν, όμως, κάποιες επιγραφές στους τοίχους, σε ένα κτίριο. Ήταν κάτι σαν κτίριο κατάταξης και οι επιγραφές δείχνανε τον δρόμο για διαφορετικά δωμάτια, στα οποία χώριζαν τους άντρες από τις γυναίκες και τους Νίθιανς από τους Ανθρώπους και τους Νάνους. Συμφωνήσαμε ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο για εμάς σε αυτή την πόλη οπότε και προχωρήσαμε προς το βουνό.
 Καθώς προχωρούσαμε στην πλαγιά, αφήνοντας πίσω την πόλη, συναντήσαμε ένα ακόμα κτίριο το οποίο προηγουμένως δεν είχαμε παρατηρήσει. Ήταν η οροφή ενός ναού, βυθισμένου μέσα στο έδαφος. Ήταν πολύ μεγάλος και δεν μπορέσαμε να βρούμε πουθενά κάποια είσοδο. Μπροστά μας είχαμε την μετόπη του ναού, όπου απεικονίζονταν διάφορες παραστάσεις με πρωταγωνιστές Νίθιανς. Τα σκαλίσματα στην πρόσοψη του κτιρίου έδειχναν κάτι σαν τελετουργικό με συνευρέσεις και ερωτικές περιπτύξεις των Νίθιανς. Κι εδώ παρατηρήσαμε την περίεργη ανατομία του κόσμου. Κι εδώ όλοι φορούσαν τα πανέμορφα και ιδιόρρυθμα ρούχα, αλλά αυτά τα πρόσωπα μας, προκαλούσαν ανατριχίλα. Άλλοι άνθρωποι είχαν κανονικά πρόσωπα, άλλοι είχαν διπλά πρόσωπα και άλλοι είχαν πρόσωπα αποστεωμένα, γυμνά από δέρμα, χωρίς βλέφαρα, χείλια και μύτες. Μας τρόμαζε το θέαμα, αλλά καταλάβαμε ότι εδώ μέσα θα βρούμε τις απαντήσεις που ψάχναμε.
 Για άλλη μια φορά, η Ιρίκα εφάρμοσε την περίεργη, αντλούμενη από την φύση και τα πνεύματα, μαγεία της και με μετέτρεψε σε ανθρωπόμορφο τρωκτικό. Οπότε κι εγώ άρχισα να σκάβω κάθετα. Άμα υπήρχε κάπου είσοδος για τον ναό, αυτός θα ήταν κάτω από αυτή την πρόσοψη. Έσκαβα για αρκετή ώρα, ώσπου φτάσαμε σε επίπεδο έδαφος και μπροστά μας υψωνόταν μια τεράστια και βαριά, ξύλινη πόρτα. Ο Κάσπερ βάλθηκε να την διαρρήξει, ενώ παράλληλα η Ιρίκα μας προειδοποιούσε ότι το μέρος πίσω από την πόρτα, έσφυζε από πνεύματα. Ο Κάσπερ μάταια παιδευόταν, αφού η πόρτα δεν είχε κάποια εμφανή κλειδαριά ενώ παράλληλα η Ιρίκα μας ενημέρωνε ότι η πόρτα έσφυζε από μαγεία. Εν κατακλείδι, η πόρτα έσφυζε από μαγεία, ο χώρος πίσω από την πόρτα έσφυζε από πνεύματα και ο Έρικ με την Νούρια έσφυζαν από αδιαφορία, πράγμα που το είχαμε συνηθίσει τις τελευταίες εβδομάδες. Δεν μπορούσα να τα καταλάβω αυτά τα παιδιά.
 Η πόρτα τελικά υποχώρησε στο άγγιγμα του Κάσπερ, με όλη την σημασία της φράσης. Όπως την ψαχούλευε, η πόρτα απλά άνοιξε. Δεν αρνηθήκαμε αυτό το απρόσμενο δώρο και μπήκαμε στον ναό. Η Ιρίκα μας είπε ότι γύρω μας ο χώρος ήταν γεμάτος από αποπροσανατολισμένα και συγχυσμένα πνεύματα που ψάχνανε πορεία. Επίσης, έλεγε ότι, τα πνεύματα εισέρχονταν σωρηδόν στον ναό, αλλά κανένα δεν έφευγε. Ο χώρος του ναού ήταν τεράστιος, με φως να εισέρχεται από τρύπες στο ταβάνι, μαζί με σκόνη. Γύρω μας υψώνονταν έξι υπερμεγέθη αγάλματα, που άγγιζαν την οροφή. Τα τρία είχαν λαξευμένες γυναικείες φιγούρες, ενώ τα υπόλοιπα τρία, ανδρικές. Διαβάσαμε τις επιγραφές και, αρκετά δύσκολα μεταφράσαμε την περίεργη γλώσσα των Νίθιανς. Διαβάσαμε, λοιπόν, ότι αυτές ήταν οι θεότητες των Νίθιανς και κάθε μία αντιπροσώπευε κι από κάτι, άλλος την ζωή, άλλος τον πόλεμο, την επιστήμη, την γονιμότητα και ούτω καθεξής. Τα ονόματα τους ήταν Νιροσιέλ, Αλιάρια και Φλοριέλ οι γυναικείες θεότητες και Αλαντίλ, Μόρμπεντ και Τσο'Ναμόθ οι άντρες.
 Στο βάθος του ναού υπήρχαν δύο διάδρομοι. Μην έχοντας τι άλλο να ψάξουμε στον κυρίως χώρο του ναού, κατευθυνθήκαμε στον δεξιά διάδρομο. Μετά από λίγο, και με την βοήθεια πυρσών, βρεθήκαμε σε έναν χώρο με αρκετές πόρτες. Αρχίσαμε να τις ανοίγουμε την μία μετά την άλλη. Μέσα βρήκαμε χιλιάδες έγγραφα, ανέπαφα από την λυσσασμένη λάβα που είχε αφήσει άγονο όλο το νησί. Δεν είχαμε χρόνο να τα μελετήσουμε οπότε, αρπάξαμε όσα μπορούσαμε να κουβαλήσουμε και φαινόντουσαν σημαντικά. Αποκλείσαμε αυτά που δείχνανε ότι ήταν λίστες και λογιστικά έντυπα και κρατήσαμε τους χάρτες, κάποια κείμενα και όσα είχαν γκραβούρες με σχέδια που σχετίζονταν με ανατομία και βιολογία. Με την ελπίδα ότι θα βγούμε ζωντανοί από το νησί και θα έχουμε χρόνο να τα μελετήσουμε, πήγαμε προς την τελευταία και πιό περίεργη πόρτα του χώρου. Ήταν κλειδωμένη και, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Κάσπερ, το μόνο που καταφέρναμε ήταν να χάνουμε χρόνο. Οπότε την παρατήσαμε και αποφασίσαμε να πάμε στον άλλο διάδρομο. 
 Ο άλλος διάδρομος ήταν διαφορετικός. Ενώ μέχρι ένα σημείο ήταν πετρόχτιστος, μετά ήταν απλά σκαλισμένος στον βράχο, σαν διάδρομος ορυχείου. Επειδή είδαμε ότι θα τραβούσε πολύ αυτό το πράγμα, προτιμήσαμε να κάνουμε άλλη μιά προσπάθεια με την πόρτα και γυρίσαμε πίσω. Τελικά ο Κασπέρ, με εμένα πάνω από το κεφάλι του να του τραγουδώ εμψυχωτικά τραγούδια, κατάφερε να την ανοίξει. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι θα ήταν καλύτερα να μην γνωρίζαμε ποτέ το περιεχόμενο εκείνου του δωματίου. Σίγουρα θα γλίτωνα από τους βασανιστικούς εφιάλτες που συχνά στοιχειώνουν τα όνειρά μου, ακόμα και σήμερα. Πάνω από το κεφάλι μας κρεμόταν ένα πράγμα που θα μπορούσε μόνο να περιγραφεί με την λέξη “βδέλυγμα”. Άμα κάποιος έμπαινε στον κόπο να κάνει πιό αναλυτική περιγραφή του βδελυρού πράγματος που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια μας, θα μπορούσε να πει ή να γράψει κάτι σαν : “Ήταν ένα εμετικό κομμάτι σάρκας,πέντε μέτρα μακρύ και πολλών εκατοντάδων κιλών βαρύ, που κρεμόταν με τσιγκέλια από το ταβάνι και, καθώς στράφηκα προς τα επάνω να το παρατηρήσω καλύτερα, πηχτό αίμα, αναμεμειγμένο με διάφορα άλλα αηδιαστικά υγρά, έσταξε πάνω μου και ένιωσα την σάρκα μου να καίγεται στην επαφή μαζί τους.” Εγώ όμως δεν θα μπω στον κόπο να το περιγράψω γιατί και μόνο που το σκέφτομαι, το δωμάτιο που στέκομαι τώρα γυρίζει γύρω μου και νομίζω ότι θα λερώσω την σελίδα της πανάκριβης περγαμηνής, στην οποία γράφω, με χωνεμένο μεσημεριανό.
 Το πράγμα αυτό που αιωρούνταν ασάλευτο, σαν να μην έφτανε η υπόλοιπη μάζα για να μας αηδιάσει, είχε και ένα ανθρώπινο κεφάλι, σε φυσιολογικές διαστάσεις, χωμένο μέσα σε όλη αυτή τη σάρκα, στο μπροστινό μέρος. Παρά την αναγούλα που μας έπιασε, το λυπηθήκαμε το φουκαριάρικο το πλάσμα και ψάξαμε να βρούμε ένα τρόπο να το κατεβάσουμε. Ενώ πρότεινα να χτυπήσω με τα βέλη της βαλλίστρας μου ένα-ένα τα τσιγκέλια, η Ιρίκα σαν γυναίκα, με το εξαιρετικά πρακτικό της μυαλό έψαξε ολόγυρα και ανακάλυψε ότι τα τσιγκέλια κρατιόνταν από αλυσίδες, οι οποίες ήταν δεμένες στα τοιχώματα. Τα λύσαμε και το πλάσμα αφέθηκε να πέσει, με τον όγκο του να κάνει ένα ηχηρό γδούπο, καθώς προσέκρουε στο πέτρινο έδαφος. Αρχίσαμε να του αφαιρούμε τα τσιγκέλια, πράγμα το οποίο αποδείχθηκε πολύ επίπονη διαδικασία. Κάθε φορά που αγγίζαμε την πέτσα του μας χτυπούσαν τον εγκέφαλο οι εικόνες από την σύλληψη ενός άντρα, τον εγκλεισμό του σε αυτό το δωμάτιο, την τοποθέτηση ενός περίεργου μεταλλικού μηχανισμού στο στέρνο του και την έγχυση ενός περίεργου πράσινου υγρού μέσω αυτού. Χρειαζόταν τεράστιο ψυχικό σθένος και πνευματική δύναμη, για να αντέξουμε αυτές τις εικόνες.
 Ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε ότι μπροστά μας κείτονταν ένας από τους τελευταίους Νίθιανς, ίσως κι ο τελευταίος. Γρήγορα καταλάβαμε ότι κάναμε λάθος. Πίσω ακριβώς από το ζωντανό, μεταλλαγμένο σώμα του άντρα υπήρχε ένα γραφείο με κάποια περίεργα μπουκαλάκια με πράσινο γλυκό. “Δηλητήριο” μας διαβεβαίωσε η Ιρίκα. Άρα αυτό σήμαινε ότι κάποιος συνέχιζε να ρίχνει το υγρό στο σώμα του δύσμοιρου άντρα. Επίσης, αυτό σήμαινε ότι, ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να εμφανιστεί ο δεσμοφύλακας του. Ο Κάσπερ είχε την ιδέα να ψάξουμε τα έγγραφα που είχαμε, μήπως τυχόν υπάρχει κάποια φόρμουλα για αντίδοτο, αλλά την σύντομα είδαμε ότι δεν υπήρχε. Άλλωστε τώρα μας απασχολούσε πιό πολύ η ιδέα ενός δεσμοφύλακα τριάντα χιλιάδων χρόνων. Προσπαθούσαμε να επικοινωνήσουμε με το πρόσωπο που βρισκόταν σφηνωμένο στον λόφο σάρκας. Μάταια. Το γυάλινο βλέμμα του άντρα κοιτούσε το κενό και δεν αντιδρούσε σε τίποτα. Μιλήσαμε σε κάθε γλώσσα που ξέραμε, μέχρι και ο Ίνκυ του μίλησε στις γλώσσες που γνώριζε, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Τότε παρατηρήσαμε ότι, το πράσινο υγρό συνέχιζε να χύνεται στο σώμα του άτυχου άντρα από κάτι οπές που υπήρχαν στο ταβάνι και συνδέονταν με τις αλυσίδες και τα τσιγκέλια. Άρα κάτι πρέπει να υπήρχε στο επάνω όροφο και, αφού δεν υπήρχαν σκάλες στο εσωτερικό του ναού, έπρεπε να πάμε εξωτερικά.
 Τρέξαμε έξω και αρχίσαμε να ψάχνουμε την στέγη, από την πλαγιά του βουνού. Ο ήλιος είχε περάσει το Ζενίθ του και σε λίγο θα συνέχιζε την διαδρομή του προς την δύση. Ανοίγματα υπήρχαν πολλά, όλα, όμως, εξυπηρετούσαν στον φωτισμό του ναού. Τελικά, σε ένα σημείο το οποίο, λογικά, βρισκόταν πάνω από το δωμάτιο στο οποίο βρισκόμασταν προηγουμένως, υπήρχε ένα άνοιγμα φραγμένο από χώμα. Την ήξερα την μοίρα μου. Υποδύθηκα, για άλλη μια φορά, τον τυφλοπόντικα και έσκαψα προς τα μέσα. Υπήρχε ένα δωμάτιο με ένα ακόμα παρόμοιο ντουλάπι με υγρά, όλα πράσινα όμως. Δεν υπήρχε ελπίδα να βρούμε εδώ αντίδοτο. Το πάτωμα ήταν αυλακωμένο, με τα αυλάκια να καταλήγουν στις οπές. Δεν υπήρχε κανένας στο δωματιάκι, όπως επίσης, δεν υπήρχε καμία είσοδος στον χώρο. Αγχωθήκαμε ακόμα πιό πολύ για την ύπαρξη ενός άγνωστου, αόρατου δεσμοφύλακα. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε, όμως, τίποτα. Η μόνη λύση που έβρισκα ήταν ένας λυτρωτικός θάνατος για τον άντρα. Η αλήθεια είναι ότι διαφωνούσα με την επανάκτηση της αρχικής μορφής του άντρα γιατί, για να υποστεί κάποιος μια τέτοια τιμωρία, πρέπει να έχει κάνει κάτι πολύ κακό. Από την άλλη, σε κανέναν δεν αξίζει να βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση για τόσες χιλιάδες χρόνια. Οπότε ο λυτρωτικός θάνατος ήταν η μόνη λύση που ταίριαζε.  
 Τελικά αποφασίσαμε να ασχοληθούμε πρώτα με την αποστολή μας και να βρούμε πως θα χρησιμοποιήσουμε το σπαθί, με το όνομα Ψήγμα Φωτός, στο βουνό. Επίσης να βρούμε το ραβδί που μας ζητούσαν οι γερο-κάργες, που μας το παίζανε εικοσιπεντάρες. Αφού δεν είχαμε που αλλού να πάμε, έπρεπε να πάρουμε τον άλλο διάδρομο ως το τέλος. Έτσι και πράξαμε. Φύγαμε από εκείνο το δωμάτιο και, με την σιωπηλή υπόσχεση να βρούμε κάποιο αντίδοτο για το τιμωρημένο πλάσμα, επιστρέψαμε στον διάδρομο. 
 Περπατούσαμε για αρκετή ώρα. Η αλήθεια είναι ότι, από την στιγμή που κατεβήκαμε στον ναό, είχαμε χάσει λίγο την αίσθηση του χρόνου. Έξω θα πρέπει να είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Εμείς, όσο βαθαίναμε στον διάδρομο, νιώθαμε την ζέστη να αυξάνεται. Τότε εξέφρασα την απορία μου. Πρέπει να έχουμε αρχίσει να μπαίνουμε στην καρδιά του ηφαιστείου. Ο Κάσπερ με την Ιρίκα και τον Ίνκυ διαφώνησαν μαζί μου, λέγοντας ότι ο ναός ήταν στην πλαγιά του βουνού, αρκετά χαμηλά και δεν είχαμε περπατήσει τόσο πολύ, ενώ η Νούρια με τον Έρικ μας κοιτούσαν με ένα ζαβλακωμένο βλέμμα. Θα έλεγα ότι έφταιγε η ζέστη, άμα αυτή η συμπεριφορά δεν ήταν πάγια τις τελευταίες εβδομάδες.
 Η απορία μου επιβεβαιώθηκε μετά την επόμενη στροφή του διαδρόμου. Ξαφνικά, βρεθήκαμε σε ένα άνοιγμα, δεν θα το έλεγες ακριβώς σπήλαιο, γιατί ήταν τεράστιο και από κάτω μας απλωνόταν ένα ποτάμι λάβας. Αφού συνήλθαμε λίγο από το μαγευτικό θέαμα, παρατηρήσαμε λίγο καλύτερα το μέρος γύρω μας. Από το πλάτωμα που βρισκόμασταν ξεκινούσαν δύο καινούργια μονοπάτια, ένα προς τα επάνω και ένα προς τα κάτω. Το επάνω μονοπάτι ακολουθούσε την σπειροειδή διαδρομή των κυκλικών τοιχωμάτων του κρατήρα του ηφαιστείου. Παράλληλα εξυπηρετούσε σαν δίοδο επικοινωνίας γιά πάρα πολλές σπηλιές που υπήρχαν στα τοιχώματα του βουνού. Ο Κάσπερ πρότινε να ψάξουμε τα σπήλαια ένα ένα για θησαυρός, θυμηθήκαμε, όμως, τους δρακογεννημένους που συναντήσαμε την προηγούμενη μέρα, για τους οποίους είχαμε απορήσει που ήταν πολύ οργανωμένοι. Αυτές οι σπηλιές μάλλον ήταν ο οικισμός τους. Οπότε μας έμενε το κάτω μονοπάτι.
 Το κάτω μονοπάτι ακολουθούσε έναν διάδρομο που περνούσε μέσα από το ποτάμι λάβας και κατέληγε σε ένα νησάκι, στο οποίο ορθωνόταν ένας πανήψηλος πύργος. Στην κορυφή του πύργου είδαμε να πετάει ένας κόκκινος τεράστιος δράκος και ακόμα πιο πάνω, μέσα από το στόμιο του ηφαιστείου που έχασκε ορθάνοιχτο, είδαμε το λυκόφως να βάφει τον ουρανό με χρώματα μαβιά. Σαν εικόνα με είχε συνεπάρει αλλά γρήγορα επανήλθα ότι είμαστε σε ένα ηφαίστειο για να ζήσουμε την μεγάλη περιπέτεια, όχι σε γκαλλερί τέχνης με Ξωτικίνες επιπέδου και επιπόλαιες σχέσεις της μιας νύχτας κάτω από πίνακες διάσημων ζωγράφων. Αρχίσαμε να προχωράμε προς τα κάτω με επιφύλαξη. Όλα αυτά ήταν τόσο καινούργια για εμάς που δεν ξέραμε από τι ακριβώς να πρωτοφυλλαχτούμε. Όλως περιέργως, ο δράκος ούτε που μας έδωσε σημασία, οπότε βρεθήκαμε μπροστά στον πύργο. Δεν είχε πόρτα. Τα ανοίγματα του ήταν κενά, χωρίς κουφώματα.
 Χωρίς πολλές κουβέντες, μπήκαμε μέσα. Κατευθείαν η Ιρίκα μας είπε ότι η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη με μαγική ενέργεια και ότι τα πνεύματα έδειχνα μεγάλη δραστηριότητα στον χώρο. Το δωμάτιο που μπήκαμε ήταν κυκλικό, όπως είναι λογικό και ήταν γεμάτο με βιβλιοθήκες και διάφορα περίεργα αντικείμενα. Κάναμε μια γρήγορη αναζήτηση στα βιβλία, αλλά δεν βρήκαμε τίποτα παραπάνω από αυτά που είχαμε πάρει ήδη. Ανεβήκαμε στον πιό πάνω όροφο και αμέσως παγώσαμε. Κρύος ιδρώτας άρχισε να λούζει τα κορμιά μας και για ακόμα μια φορά δείξαμε πόσο ανώριμοι ήμασταν για να ανταπεξέλθουμε στις ευθύνες της περιπέτειας που μας είχε διαλέξει. Μπροστά μας βρίσκονταν δύο ανθρωπόμορφα, πανέμορφα πλάσματα, ύψους τουλάχιστον δύο και κάτι μέτρων με γυρισμένη την πλάτη τους προς τα εμάς. Τα πλάσματα, που αμέσως καταλάβαμε ότι ήταν Νίθιανς, με κανονική μορφή και όχι βδελύγματα, όπως αυτό που είχαμε συναντήσει στον ναό κοιτούσαν με ευλάβεια και επιμονή μία πετρόχτιστη αψίδα, με την ενέργεια να δημιουργεί νιφάδες και λωρίδες στατικού ηλεκτρισμού γύρω της.
 Κατευθείαν καταλάβαμε ότι επρόκειτο για μια πύλη, από αυτές που ακούγαμε και απαγορευόταν να αναφέρουμε. Η Ιρίκα μας ανέφερε ότι μέσα, έξω και γύρω από την πύλη υπήρχαν πνεύματα. Άλλα έμπαιναν στην πύλη, άλλα κοντοστέκονταν από έξω και άλλα προσπαθούσαν να επανέλθουν στον κόσμο μας, αλλά τα δύο πλάσματα δεν τα επέτρεπαν να βγούν. Αυτοί οι δύο Νίθιανς ήταν τόσο όμορφοι και εντυπωσιακοί, που, οποιαδήποτε προσπάθεια περιγραφής τους ωχριά μπροστά στην πραγματικότητα. Κάνοντας μιά προσπάθεια θα πω ότι ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα, πανομοιότυποι σαν αδέρφια. Τα ρούχα που φορούσαν ήταν κομψοτεχνήματα. Πρέπει να ήταν πολλών χιλιάδων χρόνων, μα ο χρόνος δεν είχε αφήσει κανένα σημάδι επάνω τους. Ο άντρας είχε στην πλάτη του ένα σπαθί με δύο λεπίδες, ένα από κάθε μεριά της χειρολαβής του και κάθε λεπίδα ήταν φτιαγμένη από διαφορετικό, εξίσου σπάνιο, υλικό. Η γυναίκα κράδαινε ένα ραβδί φτιαγμένο από κόκαλα, ανθρώπων ή Νίθιανς, πάντως σίγουρα ήταν απόκτημα που έδειχνε άνθρωπο με μιά πολύ βλοσυρή άποψη της ήττας του αντιπάλου του.
 "Μοχθηροί" είπε ο Έρικ, "μοχθηροί και κακοί". Θα έπρεπε να συμφωνήσω, κανονικά, μαζί του, μα είχα εντυπωσιαστεί τόσο με τις επιβλητικές παρουσίες τους που, το απέκλεισα να είναι ικανά αυτά τα πλάσματα να πράξουν το κακό. Τόση ώρα στεκόμασταν πίσω τους και δεν μας έδωσαν σημασία, ήταν απόλυτα συγκεντρωμένοι στην πύλη. Αποφασίσαμε, πρώτα να δούμε τι υπήρχε στον επάνω όροφο και μετά να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με τους Νίθιανς. Είχα ένα περίεργο συναίσθημα. Είχα μαγνητιστεί και δεν μπορούσα να το κουνήσω από εκεί, από την άλλη όμως, ήθελα να το βάλω στα πόδια και να τρέξω σαν τον διάολο. Ανεβήκαμε στον πάνω όροφο όπου και βρήκαμε κι άλλα βιβλία. Τα ψάξαμε και κρατήσαμε κάποια, τα οποία ήταν χάρτες των Νίθιανς με την εξής διαφορά. Όλες οι πόλεις που απεικόνιζαν ήταν διπλές. Δηλαδή υπήρχε η πόλη στο έδαφος και από κάτω της αντικατοπτρίζονταν άλλη μία πανομοιότυπη πόλη. Περίεργα πράγματα που δεν ταίριαζαν καθόλου με την εικόνα που είχαμε για τον κόσμο μας.
 Έπειτα, ανεβήκαμε ακόμα ένα επίπεδο και βγήκαμε στην ταράτσα του πύργου. Η θέα ήταν υπέροχη αλλά κάτι έλειπε από το όλο σκηνικό. Χωρίς να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία, κατεβαίναμε προς τα κάτω. Είπα ότι πρέπει να τους μιλήσουμε, μα οι υπόλοιποι είπαν ότι πρέπει να δοκιμάσουμε και τίποτα άλλο πρώτα. Οπότε, όταν ξαναβγήκαμε στον όροφο με τους Νίθιανς, μην ξέροντας τι άλλο να δοκιμάσουμε και προσπαθώντας να ενώσουμε τα κομμάτια του παζλ της αποστολής μας, άνοιξα το μουσικό κουτί των Ξωτικών. Μα αντί να δούμε κάποια αντίδραση από μπροστά μας, την συναντήσαμε από πίσω μας. Με το που ξεχύθηκε η μαγευτική μουσική του κουτιού, πίσω μας στην σκάλα εμφανίστηκε μία πανέμορφη γυναίκα με φλογερά πυρόξανθα μαλλιά και ένα κατακόκκινο φουστάνι. Μας συστήθηκε ως Ονύξια. Να λοιπόν τι έλειπε από την ταράτσα προηγουμένως. Ο Κόκκινος Δράκος! Μας καθησύχασε ότι δεν πρόκειται να μας πειράξει, αρκεί να κλείσουμε το κουτί. Την ρώτησα γιατί και μου απάντησε "Η μελωδία που παίζει αυτό το κουτί φέρνει πολύ θλιβερές μνήμες σε εμάς τους δράκους. Όποτε ακούγεται αυτή η μελωδία, ανοίγει η δίοδος για το μέρος όπου, εμείς οι δράκοι αναπαυόμαστε όταν τελειώσουν οι μέρες μας σε αυτόν τον κόσμο" . Έπειτα μας είπε ότι και η ίδια είναι σαν κρατούμενη σε αυτό το μέρος, καταδικασμένη να φυλάει τα δυό αδέρφια που με την σειρά τους είναι οι φύλακες της πύλης που έχουμε μπροστά μας. Αυτά μας είπε και αποχώρησε.
 Οι ιδέες μας είχαν τελειώσει, οπότε εγώ με τον Κάσπερ, κάναμε ένα βήμα μπροστά, γονατίσαμε, σκύψαμε ταπεινά το κεφάλι και μιλήσαμε φωναχτά. Συστηθήκαμε, συστήσαμε και την υπόλοιπη ομάδα και δηλώσαμε ότι δεν έχουμε σκοπό να τους ενοχλήσουμε. Και τότε,με μία ταυτόχρονη αντανακλαστική κίνηση, σαν τον άλογο που διώχνει μια αλογόμυγα με την ουρά του, στράφηκαν και οι δύο προς το μέρος μας. Η γυναίκα στάθηκε μπροστά μας και ο άντρας ξεσπάθωσε και άρχισε να περικυκλώνει όλη την ομάδα. Σηκωθήκαμε όρθιοι και υψώσαμε το ανάστημα μας μπροστά της. Δεν καταφέραμε και πολλά, βέβαια, αφού το βλέμμα μου έφτανε ακριβώς στο στήθος της (υπερθέαμα)! Και να σκεφτήτε ότι στο χωριό ήμουν το ψηλότερο, αγόρι μετά τον Έρικ. Ο Κάσπερ είχε καταπιεί την γλώσσα του, είχε κοκκινίσει, το βλέμμα του ήταν καρφωμένο ευθεία μπροστά, στο σημείο που προανέφερα και ξεροκατάπινε μανιωδώς.
 Μάζεψα όλο το κουράγιο που μου είχε απομείνει, προσπάθησα να υπομείνω αυτό το υπεροπτικό και ελαφρώς έκπληκτο βλέμμα, σαν του επιστήμονα που, ξαφνικά, το νεφρό που εξετάζει, τον ρωτάει τι καιρό κάνει σήμερα και άρχισα να κάνω ερωτήσεις για όλα. Για τους Νίθιανς, για την πύλη, για την ιστορία. Σε γενικές γραμμές οι απαντήσεις που πήρα ήταν οι θολές, μα έβγαζαν κάποια συμπεράσματα. Μας είπε, λοιπόν, η γυναίκα ότι οι Νίθιανς ήταν πλάσματα προγενέστερα αυτού του κόσμου. Γενικά είχαν τραβήξει τα όρια της επιστήμης και της μαγείας σε επίπεδα πέραν του φυσιολογικού, οπότε όταν εμφανίστηκαν οι άνθρωποι για αυτούς δεν ήταν τίποτα παραπάνω από κατώτερα όντα, τα οποία χρησιμοποίησαν ευρέως ως πειραματόζωα. Αυτό, μαζί με την γενικότερη χλευαστική και αλαζονική στάση τους προς τους νεόφερτους θεούς των ανθρώπων, προκάλεσε το μένος των αφθάρτων. Σε μία τελευταία προσπάθεια εξευμενισμού, οι Νίθιανς χάρισαν το ζιγκουράτ της ερήμου, στο οποίο είχαμε πάει, μα ήταν ήδη πολύ αργά. Μια γενοκτονία ξεκίνησε και οι Νίθιανς χρησιμοποίησαν πύλες σαν και αυτήν για να φύγουν προς άλλους κόσμους.
 Σε εκείνο το σημείο μας διέκοψε ο αδερφός της, ο οποίος είχε κατεβάσει, με την λεπίδα του σπαθιού του, την κουκούλα της Ιρίκα, ξεσκεπάζοντας τα μυτερά αυτιά της. Το σχολίασε στην γλώσσα τους και καταλάβαμε από τον τόνο της φωνής του ότι του φάνηκε πολύ ευχάριστα περίεργο. Λογικό, αφού τα Ξωτικά εμφανίστηκαν μεταγενέστερα όλων των υπόλοιπων φυλών και, ενώ η κυρίαρχη άποψη είναι ότι τους έπλασαν οι θεοί των Ξωτικών, κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι αποτέλεσμα πειραμάτων. Άρα, δεχόμενοι τον δεύτερο ισχυρισμό, ο άντρας το σχολίασε σαν να ανακάλυπτε ότι πέτυχε και επιβίωσε αυτό το πείραμα. Πίσω στην συζήτηση με την γυναίκα, δεν μας είπε πολλά πράγματα για την πύλη, μάλιστα διευκρίνισε ότι άμα μάθουμε κάποια ακόμα πράγματα για τον κόσμο των Νίθιανς, όπου και οδηγεί αυτή η πύλη, θα πρέπει να πάρουμε τα μυστικά στον τάφο μας. Για τα ζητήματα των ανθρώπων και της Αυτοκρατορίας, η γυναίκα έδειξε μια τραγική απαξίωση, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι άνθρωποι ποτέ δεν θα καταφέρουν να εκτιμήσουν αυτά που έχουν.
 Την ευχαρίστησα για τις πληροφορίες της και πριν φύγουμε, ο Κάσπερ, που είχε ξαναβρει την μιλιά του, την ρώτησε για το αηδιαστικό πλάσμα που βρήκαμε στον ναό. Μας είπε με ψυχρή φωνή πως είναι ο άντρας της και έκανε κάτι πολύ κακό, για το οποίο θα τιμωρείτε με αυτόν τον τρόπο για όλη την αιωνιότητα. Ο Κάσπερ ξεροκατάπιε για μια τελευταία φορά και γυρίσαμε να φύγουμε, αφήνοντας τις δυο γιγαντιαίες φιγούρες να επανέλθουν στην θέση που τους βρήκαμε, μπροστά στην πύλη. Η Ιρίκα κάτι μουρμούρισε για τα πνεύματα των ανθρώπων που μπαίνουν στην πύλη, ότι κάτι πρέπει να κάνουμε για αυτό και τότε ανακαλύψαμε ότι ο Ίνκυ έλειπε από την παρέα μας. Ξαναγυρίσαμε βιαστικά πίσω και τον βρήκαμε να βγάζει το σπαθί του, να χαράζει μια γραμμή στην σκόνη του πατώματος και να λέει "Ο Άζραελ είναι ο μοναδικός Άρχοντας των ψυχών και των πνευμάτων, κανείς άλλος δεν έχει το δικαίωμα να χειρίζεται τα πνεύματα και να τα βγάζει από αυτόν τον κόσμο!" Το τι βρίσιμο έριξα από μέσα μου στην Ιρίκα δεν περιγράφεται. Δυστυχώς δεν πρόλαβα να τα πω δυνατά όλα αυτά, άλλωστε η Ιρίκα ήταν υπεύθυνη για την ισχυρή πίστη του Ίνκυ προς τον Άζραελ,γιατί, ο μεν άντρας Νίθιαν γύρισε προς τον Καλικάντζαρο για να δεχθεί την πρόκληση, οι δε Έρικ και Νούρια, σαν καλοί πολεμιστές που ήταν (αν και η Νούρια το ξεχνούσε καμμιά φορά) το θεώρησαν ζήτημα τιμής να υπερασπιστούν τον κοντοστούπι φίλο μας από δυό κακά και μοχθηρά πλάσματα σαν αυτά που στεκόντουσαν μπροστά μας. "Την βάψαμε" πρόλαβα να ξεστομίσω και ορμίσαμε όλοι στην μάχη.
 Στην επίθεση προλάβαμε να χτυπήσουμε πρώτοι, ο Κάσπερ στην γυναίκα, η Ιρίκα στα μετόπισθεν να βοηθάει όπου μπορεί και οι υπόλοιποι στον άντρα. Το περίεργο ήταν ότι δεύτερη επίθεση δεν έγινε, αφού οι Νίθιανς δεν αμύνθηκαν, επίτηδες, ούτε στην πρώτη. Οπότε με την σφοδρότητα του χτυπήματος μας το να τους σκοτώσουμε ήταν θέμα λεπτών. Ο Κάσπερ, με ένα χτύπημα του σπαθιού της Μαργκό ανασκόλπισε την μάγισσα και εμείς, με τον συνδυασμό των χτυπημάτων μας, σφαγιάσαμε τον άντρα. Ακόμα πιο περίεργο ήταν που, η γυναίκα καθώς ξεψυχούσε, γύρισε και είπε στο Κάσπερ "Σε ευχαριστώ!" 
 Ψάξαμε τα πτώματα τους και πήραμε το ραβδί και το σπαθί. Και τα δυο αντικείμενα απόπνεαν κακία. Καθώς φεύγαμε, έξω από τον πύργο, ξαναβρεθήκαμε με την Ονύξια. Την είπαμε ότι δεν θα πρέπει, πλέον, να φυλάει τα αδέρφια και αυτή, με μία έκφραση που δεν υποδήλωνε ούτε ευχαρίστηση, ούτε εχθρικότητα, μόνο μια κατάσταση σύγχησης, σαν τον ξεσπιτωμένο που δεν ξέρει που να πάει, μας είπε "Θα βρω κάτι να κάνω... και τώρα τρέξτε!" Ο πύργος πίσω μας είχε αρχίσει να γκρεμίζετε, ενώ η λάβα που έρεε στο ποτάμι γύρω μας, άρχισε να αναταράζεται. Στιγμιαία τα πόδια μας άγγιξαν την πλάτη μας, ενώ η Ιρίκα με την βοήθεια πνευματικών δυνάμεων μας έκανε γοργοπόδαρους! Το ηφαίστιο ετοιμαζόταν να εκραγεί ανα πάσα στιγμή.
 Φύγαμε από τον ναό, χωρίς να δώσουμε καμμία σημασία, πλέον, στον τιμωρημένο άντρα της μάγισσας, ενώ, σε μιά γρήγορη ματιά πίσω μας είδαμε από τον κρατήρα να πετούν σαν κυνηγημένοι η Ονύξια, με την μορφή του δράκου πλέον, μαζί με τα ημίαιμα παιδιά της. Κατά την κάθοδο μας θυμηθήκαμε να σταματήσουμε και από τις τρεις γριές κάργες, τις δώσαμε το μαγικό μενταγιόν και το ραβδί, με τρόπο που ενοούσαμε να τα βάλουν εκεί που ξέρουν και τραβήξαμε για την παραλία προετοιμασμένοι για πολύ κουπί. 
 Την διαδρομή, που μας πήρε τρεις μέρες σχεδόν κατά την ανάβαση, τώρα την κάναμε σε μιάμιση, χωρίς ξεκούραση. Στην παραλία μας περίμενε μια έκπληξη. Πρώτα από όλα η, μονίμως, φουρτουνιασμένη θάλασσα είχε ηρεμήσει και στα βράχια έδενε ένα καράβι. Μπροστά στο καράβι μας περίμενε αυτός ο ενοχλητικός, ο Κίραν. Επιβιβαστήκαμε γρήγορα αφού, όπως μας είπε, το νησί βυθιζόταν μαζί με την έκρηξη του ηφαιστείου. Σκέφτηκα από μέσα μου πως, άμα αυτό το κωλόπαιδο ο Κίραν ήρθε τελευταία στιγμή για να μας πάρει όλη την δόξα θα του κόψω τα ύπατα! Αντ' αυτού αυτός μας είπε ότι έφερε εις πέρας την μισή αποστολή του, μας έδωσε το ένα δάκρυ της Μαργκό και μας είπε ότι αποστολή μας είναι να βρούμε το άλλο. Μας είπε ότι βρίσκεται στην Νότια Αυτοκρατορία της Ερήμου και να έχουμε τον νου μας, γιατί συζητιέται ότι έχει γίνει διεφθαρμένο αντικείμενο (όσο χαζό και να ακούγεται, ακόμα και τα μαγικά αντικείμενα μπορούν να γίνουν διεφθαρμένα και από αντικείμενα του φωτός, λόγω κακής χρήσης, να γίνουν σκοτεινά. Το περίεργο είναι ότι, ενώ αυτό έχει συμβεί πολλές φορές στην ιστορία, πολύ σπάνια συνέβαινε το αντίθετο, δηλαδή ένα μοχθηρό αντικείμενο να γίνει καλό).
 Το πρόγραμμα του ταξιδιού μας ήταν να ταξιδέψουμε για δύο μήνες μέχρι την Κανάλ, με μιά ενδιάμεση στάση για δυό μέρες στο Ρόκσορ. Στην Κανάλ, μας συμβούλεψε ο Κίραν, θα μπορούσαμε να πάμε σε ναούς και να δούμε κόσμο ώστε να συζητήσουμε τα της αποστολής μας, καθώς και οτι μπορούμε να αφήσουμε σε έναν ναό τα μαγικά μας αντικείμενα, σε περίπτωση που δεν θέλουμε να συνεχίσουμε την αποστολή μας. Στο ταξίδι είχαμε άπλετο χρόνο να ασχοληθούμε με τα αντικείμενα μας. Τις πρώτες μέρες αποκρυπτογραφήσαμε, με τον Κάσπερ, τα κείμενα των Νίθιανς που βρήκαμε. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν ιδιαιτέρως διαφωτιστικά, τουλάχιστον για την αποστολή μας, αφού αναφέρονταν σε χρόνια πολύ πιό παλιά από αυτά που μας ενδιέφεραν. Καταλάβαμε, όμως, τι συνέβαινε με τα διπλά πρόσωπα των Νίθιανς. Ήταν κι αυτό μέρος των διαφόρων πειραμάτων που κάναν και στους εαυτούς τους. 
 Γενικά, καταλάβαμε ότι ήταν (και είναι μάλλον) πολύ πειθαρχημένος και αυστηρός λαός, με έντονη ανάγκη για επιστημονική έρευνα και αναζήτηση, σε σημείο που αντίκρουε στις ανθρώπινες αντιλήψεις περί ηθικής. Έπρεπε να βρούμε κι έναν χαρτογράφο για να συγκρίνουμε τους χάρτες μας. Μετά από τα έγγραφα, έπιασα να προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω τις δυνάμεις που είχε το σπαθί του Νίθιαν. Ήταν υπέροχο, ένα κομμάτι θεικής τέχνης με απίστευτες δυνάμεις. Φυσικά η προσπάθεια ανάγνωσης της προσωπικότητας του σπαθιού μου στοίχισε πολλά. Σχεδόν δεκαπέντε μέρες ταξιδιού, τις πέρασα αναίσθητος από την ισχυρή μαγεία του σπαθιού. 
 Κατεβήκαμε για δυό μέρες στο Ρόκσορ, για ανεφοδιασμό και ξεκούραση. Ήμασταν ανυπόμονοι να πάμε σε ναούς, να βρούμε κόσμο να μιλήσουμε για την αποστολή μας αλλά κρατηθήκαμε. Σε σαράντα μέρες θα ήμασταν στην Κανάλ και εκεί όλα θα ήταν στα πόδια μας. Θα επισκεπτόμασταν την μεγαλύτερη μητρόπολη του γνωστού κόσμου! Οπότε απλά το διασκεδάσαμε σε αυτήν την πάλαι πότε, πρωτεύουσα του Χάους, της Αναρχίας, του εγκλήματος και της κραιπάλης. Αν και είχε χάσει την παλιά του αίγλη το Ρόκσορ και είχε γίνει έννομο κομμάτι της Αυτοκρατορίας, τουλάχιστον προσέφερε αρκετή ξενοιασιά και διασκέδαση.
 Τις επόμενες σαράντα μέρες του ταξιδιού, τις πέρασα χωρίς να πάρω χαμπάρι τι συνέβαινε γύρω μου. Ήμουν κλεισμένος στην καμπίνα μου και μελετούσα, ψηλαφούσα και προσπαθούσα να κατανοήσω το σπαθί. Φυσικά, πάλι κάποιες μέρες τις πέρασα αναίσθητος. Τις υπόλοιπες είχα γίνει πιό απότομος, απόμακρος, δεν ήθελα να λέω στους άλλους τι ανακάλυπτα. Οποιαδήποτε αναφορά από κάποιον για το σπαθί ήταν πηγή καβγά για μένα. Πλησίαζε το καλοκαίρι και πλέον κανένα μυστικό του σπαθιού δεν ήταν κρυφό από μένα. Το κατείχα πλήρως. Ήταν δικαιωματικά δικό μου! Και, όπως αποδείχθηκε, με κατείχε κι αυτό πλήρως. Στους άλλους έδειχνα ότι δεν συνέβαινε τίποτα. Όποτε ελέγαν να ξεφορτωθούμε το σπαθί, εγώ απλά ανέφερα ότι, αν και είναι μοχθηρό σπαθί, με την σωστή χρήση στα χέρια μου θα μπορέσει να κάνει καλές πράξεις. Κι έτσι, λίγες μέρες πριν την επέλαση του πρώτου μήνα του καλοκαιριού, στον ορίζοντα φάνηκε η Κανάλ.

Comments

Athar Vulrax said…
Ελπίζω να μην καθυστέρησα και πολύ! Να με συγχωρείς αγαπητέ μου αναγνωστή! Τώρα που ο υπέροχος, πανέμορφος, δόξα-στο-όνομα-του ΝτουΜου μας λείπει στην ιδιαίτερη μου πατρίδα την Πολωνία για διακοπούλες, θα βρω ευκαιρία να κάνω τα άλλα δύο ποστς που σου χρωστάω. Αλλά κι εσύ μην κάθεσαι έτσι, εντάξει; Πες κάτι, δείξε μια αντίδραση! Διόρθωσε με εκεί που κάνω λάθος, βρίσε με εκεί που λέω βλακείες, άντε γιατί... Μην ξεχνάς αναγνωστούλη μου, το μπλογκ είσαι ΕΣΥ, όχι εγώ! Εγώ είμαι απλά ένας ταπεινός Βάρδος... ο δικός ΣΟΥ ταπεινός Βάρδος! Άντε, καλά να περνάς, καλέ μου αναγνώστη και περιμένω τα σχόλια σου!

Με τιμή
Άθαρ Βάλραξ
Ο Δικός σου Βάρδος!

Υ.Γ. Είπα να γράψω σε πρώτο ενικό το σχόλιο μου, χρησιμοποιόντας την μέθοδο Δημήτριου Πανούση (Τζίμμυ για τους μυημένους) για μεγαλύτερη αμεσότητα κατά την απρόσωπη, κατά τα άλλα, επικοινωνία μας. Επίσης και ο Αυτιάς χρησιμοποιεί την ίδια μέθοδο και πετυχαίνει, αλλά ούτε να το σκεφτείς ότι αντιγράφω τον Αυτιά, θα παρεξηγηθώ!!!

Popular posts from this blog

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Planescape: Age of Spiders