Nuria Maraziel




"Σκατά… Τόσο καιρό τα ίδια και τα ίδια. Κάνε αυτό, κάνε εκείνο, γίνε καλή νοικοκυρά. Εμένα με ρώτησε κανείς; Εσύ καλά ήσουν, έκανες την ζωή που ήθελες", είπε ανασηκώνοντας τα μάτια της, κοιτάζοντας το άγαλμα πάνω από το κεφάλι της.
Ο κόσμος τριγύρω την κοιτούσε περίεργα όμως δεν την ένοιαζε, είχε πολλές σκοτούρες στο μυαλό της.


Είχαν περάσει ήδη τρία χρόνια από τότε που έφυγε αυτός, και παρόλο που οι γονείς της το είχαν καταλάβει ότι δεν πρόκειται να γίνει το υπάκουο παιδί που ήθελαν, ακόμα και τώρα προσπαθούσαν να την συμμορφώσουν. Πάλι καλά που είχε και τον Athar να της δανείζει μερικές φορές το σπαθί του για να εκτονώνει τα νεύρα της, τα δέντρα του δάσους το ήξεραν καλά αυτό.
"Εσύ τι θα έκανες στην θέση μου;" ρώτησε το άγαλμα, χωρίς όμως να περιμένει απάντηση.
Ανασηκώθηκε, κλώτσησε μπαϊλντισμένη μια πέτρα που έβλεπε μπροστά της όση ώρα ήταν καθισμένη εκεί, τίναξε την σκόνη του δρόμου από πάνω της και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.


Ήταν νύχτα όταν έφτασε στο σπίτι, και φυσικά περίμενε να ακούσει την σημερινή τιμωρία για την ανυπακοή της. «Θα καθαρίσεις τον στάβλο αύριο» είπε ο πατέρας της και αυτή έγνεψε καταφατικά το κεφάλι της. Τα άλογα δεν την ενοχλούσαν, αντιθέτως τα αγαπούσε πολύ, ειδικά το δικό της άλογο, αυτό που ήταν τόσο ανυπότακτο όσο ήταν και αυτή… «Δεν θα είμαι εδώ για πολύ καιρό ακόμα» σκεφτόταν καθώς πήγαινε στο δωμάτιο της και παρηγορούσε τον νου της. «Αυτός δεν είναι καλύτερος από μένα και όμως κατάφερε και έφυγε. Θα φύγω λοιπόν και εγώ! Άκουσε εκεί να κάνει κοπλιμέντα στο σκατόμωρο την Katarina και με μένα να είναι τυπικός! Τι δηλαδή, πρέπει να είμαι σαχλή και αηδιαστικά γλυκιά για να με προσέξει; Εγώ δεν έχω ούτε ξανθά μαλλιά ούτε γλυκανάλατους τρόπους σαν αυτή, ακόμα δεν μεγάλωσε και άρχισε να φλερτάρει κιόλας, τι θαρρεί, πως έγινε γυναίκα από τα δεκάξι; Την λυπάμαι όμως, το περισσότερο που θα καταφέρει στην ζωή της είναι να γίνει μια ακόμα γυναικούλα, μια νοικοκυρά. Ποτέ δεν θα δει τον κόσμο, δεν θα ταξιδέψει, δεν θα ονειρευτεί αληθινά…» Μια φορά τον είχε δει να μιλάει με την μητέρα της. Ήταν ιδέα της ή τον είχε ακούσει να μιλάει για αυτήν; «Η φλόγα στην καρδιά της είναι αδάμαστη, άσβεστη». Έτσι είχε πει; Ή μήπως ήταν ιδέα της; Η σφαίρα της φαντασίας και της πραγματικότητας μπλεκόντουσαν πολλές φορές μέσα στο μυαλό της.
Ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τα μάτια ορθάνοιχτα να κοιτάζουν έξω από το παράθυρο, ονειρευόταν ταξίδια μακρινά και περιπέτειες, μέχρι που οι πρώτες αχτίδες του ήλιου φώτισαν το δωμάτιο. Μια ακόμα μέρα αγγαρείας ξεκινούσε για αυτήν.


Έπρεπε να συναντηθεί με τους άλλους σήμερα, να τους ανακοινώσει ότι θα φύγει, ότι δεν την κρατάει τίποτα εκεί. Έπρεπε να τους πείσει να φύγουν μαζί, άλλωστε οι φίλοι της ήταν η μόνη της παρηγοριά. Όχι όμως πριν πάει για άλλη μια φορά στην πόλη, στο άγαλμα. Μόνο εκείνη ένοιωθε να την καταλαβαίνει αληθινά, εκείνη που η φωτιά της δεν έσβησε, που ζει τώρα μέσα στην δική της ψυχή. Όταν γεννήθηκε, η μητέρα της αποφάσισε να την ονομάσουν Nuria, εξαιτίας ενός ονείρου που είχε δει το βράδυ πριν την γεννήσει. «Τι σόι όνομα είναι το Nuria;» σκεφτόταν. «Δεν μπορούσαν να μου δώσουν ένα φυσιολογικό όνομα σαν το δικό σου;»

Comments

Oliva said…
Καλή αρχή Ανδρομέδα. Σε πειράζει να μην φύγεις αμέσως; Να προλάβουμε να κάνουμε καμιά φάση στο χωριό σας.
Kanena provlima, sto background aplws ekfrazw tis epithimies tis Nuria. Perimenw pws kai pws na paiksoume!!! :)
Jade said…
Goustarw trela to anupotakto kai tis taseis fughs, to sunaisthima oti de xwras kapou. Mpravo dwra. Thumise mou na sou pw kati in private gia to agalma... : )
Athar Vulrax said…
Telika h fash sto xwrio pou egine, htan auto pou skeftosoun Oliva?
Ελπίζω και εύχομαι όχι, γιατί μόνο για γάμο δεν ετοιμάζω την Νούρια!!! Κάθαρμα ξάδερφε!!! :PPP

Popular posts from this blog

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Planescape: Age of Spiders