Το Ημερολόγιο Του Βάρδου(μέρος δεύτερο)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

And I often sigh
I often wonder why
I'm still here and I still cry

And I often cry
I often spill a tear
Over those not here
But still they are so dear

Please ease my burden

And I still remember
A memory and I weep
In my broken sleep
The scars they cut so deep

Please ease my burden
Please ease my pain

Surely without war there would be no loss
Hence no mourning, no grief, no pain, no misery
No sleepless nights missing the dead ... Oh, no more
No more war

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 Είχαμε στα χέρια μας το πολυπόθητο αντικείμενο, το οποίο, όπως ανακαλύψαμε ήταν ένα μουσικό κουτί. Όταν το ανοίξαμε, μια αιθέρια μουσική ξεχύθηκε και γέμισε την νύχτα. Συγχρόνως, η φιγούρα που βρισκόταν μέσα στροβιλιζόταν ρυθμικά σε έναν μαγευτικό χορό. Καταλάβαμε ότι η σκηνή του Λοχαγού δεν ήταν το κατάλληλο μέρος να περιεργαζόμαστε το μαγικό αντικείμενο. Έτσι τραβηχτήκαμε ακόμα πιό βόρεια, από την άλλη μεριά του βράχου που στεκόμασταν πριν. Εκεί μας σταμάτησε η Ιρίκα και μας τόνισε ότι ανήσυχα πνεύματα κυκλοφορούσαν στο μέρος. Με την ενόραση της είδε ότι μιά μάχη είχε γίνει εκεί κοντά πρόσφατα και ότι οι ηττημένοι είχαν σκοτωθεί όλοι και δεν είχαν θαφτεί με τις πρέπουσες τιμές. Αποφασίσαμε να τους βρούμε. Ένιωθα ότι θα βρίσκαμε τους στρατιώτες, από τους οποίους ο Βάρβαρος με την παρέα του, είχαν κλέψει τις στολές και τον καταυλισμό. Το έβρισκα πολύ λογικό να έχει συμβεί, ιδίως την στιγμή που ήθελα να δικαιολογήσω την πρώτη μου ανθρωποκτονία και μάλιστα, ενός βαθμοφόρου του Αυτοκρατορικού Στρατού.
 Αφού ψάξαμε για κάποια ώρα, ανακαλύψαμε τα πτώματα. Οι υποψίες μου ήταν πέρα για πέρα αβάσιμες. Τα θύματα ήταν Ξωτικά. Και μάλιστα, σφαγμένα με τέτοια κτηνωδία και παρατημένα με τον χειρότερο τρόπο. Από τα ρούχα τους καταλάβαμε ότι δεν ήταν πολεμιστές, αλλά απλοί πολίτες. Ήταν σίγουρο ότι από αυτά κλάπηκε το μουσικό κουτί. Αφού κάναμε μία αρμόζουσα τελετή στα νεκρά ξωτικά, παραμερίσαμε για να συζητήσουμε τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα και να ξεκουραστούμε λίγο.
 Την συζήτηση μας την διέκοψε μια λάμψη που φώτισε την νύχτα από τη μεριά του λόφου. Η μάγισσα! Την είχαμε ξεχάσει τελείως. Περιμέναμε λίγο να δούμε άμα έρχεται κανείς προς το μέρος μας, με τις αισθήσεις μας σε πλήρη εγρήγορση. Αφού νιώσαμε ότι το πεδίο ήταν ελεύθερο και ο κίνδυνος είχε περάσει, συνεχίσαμε την συζήτησή μας. Σχεδόν αμέσως, η συζήτηση μας έγινε καυγάς. Η πηγή της διαφωνίας ήταν οι πράξεις οι δικές μου και του Κάσπερ. Οι υπόλοιποι διαφωνούσαν με την σφαγή του αρχηγού και του υπαρχηγού του καταυλισμού. Όσο κι αν προσπαθούσαμε να δικαιολογηθούμε, δεν καταλάβαιναν ότι ήταν πράξεις που έγιναν εν βρασμώ ψυχής. Ακόμα χειρότερο θεώρησαν ότι ο Κάσπερ έκοψε το κεφάλι του Λοχαγού και το παρέδωσε στην Νούρια, σαν τρόπαιο για τον Μπλάκμπερν, για την απελευθέρωση της Νταβ. Τότε αποκαλύψαμε την απέχθεια μας, εγώ και ο Κάσπερ, προς τους διεφθαρμένους Αυτοκρατορικούς και για τις ευθύνες που τους αποδίδαμε για τον χαμό και την εξαφάνιση των γονιών μας.
 Έπειτα ο διαξιφισμός άλλαξε θέμα. Τότε μας ανακοίνωσε η Λύδα ότι θα φύγει από την παρέα, ότι η αποστολή της ήταν να μας βοηθήσει να πάρουμε το αντικείμενο και ότι την είχε ολοκληρώσει. Αφού δεν μπορούσαμε να την μεταπείσουμε, την είδαμε να χάνεται, έτσι απλά όπως εμφανίστηκε, μέσα στη νύχτα. Κι εμείς συνεχίσαμε τον καυγά μας ακάθεκτοι. Αυτή τη φορά για το ότι θα είμαστε κατατρεγμένοι και ότι οι αυτοκρατορικοί θα κυνηγήσουν τους δικούς μας ανθρώπους στα χωριά μας. Όσο κι αν τους διαβεβαίωνα ότι τίποτα τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, κανείς δεν με άκουγε. Κανείς εκτός από τον Κάσπερ, ο οποίος έμοιαζε μάλλον ευχαριστημένος με την πράξη του!
 Στα χρόνια πριν πάω στο Κιλκιστάν, όταν ακόμα ζούσα με τους γονείς μου σε μια φάρμα κάπου βόρεια, κοντά στις περιοχές των Ξωτικών, ήταν πάρα πολλές φορές που φυγάδες και παράνομοι αναζήτησαν άσυλο σπίτι μας. Εγώ πάντα κρυφάκουγα τις συζητήσεις που είχε ο πατέρας μου μαζί τους. Ίσως ο πατέρας μου να με άφηνε επίτηδες να κρυφακούω για να μην γεμίσω το κεφάλι μου με τις ψευδαισθήσεις που είχαν άλλοι άνθρωποι για τους αυτοκρατορικούς. Εκεί έμαθα για την άναρχη κατάσταση που επικρατεί στην επαρχία. Για τους διεφθαρμένους που είχαν μετατρέψει τους στρατώνες τους σε συνδικάτα εγκλήματος. Και για τις πάγιες τακτικές που ακολουθούσαν με την εξουσία που είχαν στα χέρια τους. Όμως, όπως έλεγε κι ο πατέρας μου, και οι ίδιοι φοβόντουσαν τον Αυτοκράτορα. Μπορεί στην επαρχία το έμβλημα της ζυγαριάς που κουβαλούσαν στο στέρνο τους να τους έδινε κάποιο κύρος, στην Κανάλ όμως, δεν σήμαινε τίποτα. Οι πιό πολλοί από δαύτους ήταν ήδη σεσημασμένοι στις μεγάλες πόλεις, έτσι δεν τολμούσαν να αναφέρουν στους ανώτερους τους τις επιθέσεις που δεχόντουσαν και τους καβγάδες που έμπλεκαν, γιατί, άμα ανακατευόταν μιά φορά το καζάνι θα έβγαιναν και τα δικά τους εγκλήματα στη φόρα. Τίποτα από αυτά δεν το ανέφερα στα παιδιά. Δεν ήθελα να μεγαλώσω κι άλλο τις αμφιβολίες τους για εμένα. Ας μην ξεχνάμε ότι το όνειρο του Έρικ ήταν να γίνει μια μέρα Αυτοκρατορικός. Οπότε απλά αρκέστηκα να τους διαβεβαιώσω ότι θα είχαμε άπλετο χρόνο πρίν γίνουμε πραγματικοί φυγάδες, πόσο μάλλον μέχρι να στραφούν οι αυτοκρατορικοί ενάντια στους δικούς μας ανθρώπους.
 Κι έτσι κι έγινε. Την άλλη μέρα, χαράματα 12/1, επιστρέψαμε στο Ρασίντ. Προς έκπληξη των υπολοίπων, περάσαμε από τους Αυτοκρατορικούς φύλακες απαρατήρητοι, ενώ ούτε είδαμε τις φάτσες μας καρφιτσωμένες στα ντουβάρια με ποσό και ετικέτα "ΚΑΤΑΖΗΤΟΥΝΤΕ", ούτε ακούσαμε πουθενά να αναφέρουν την επίθεση στον στρατώνα. Κατευθυνθήκαμε, απευθείας, στη Μεγάλη Ασπίδα, το πανδοχείο του Μπλάκμπερν. Εκεί ο Μπλάκμπερν μας πήγε στο "ιδιαίτερο" του δωματιάκι, εκεί που είχε την πραγματική γιάφκα! Του δώσαμε το κεφάλι του Λοχαγού, και αυτός με περίσσεια κυνικότητα, το έριξε σε ένα βαρέλι και το έκαψε. Έπειτα ακολούθησε μια, κάθε άλλο παρά, εποικοδομητική συζήτηση όπου το μισόΌρκ μας απαντούσε με τις γνωστές του γενικότητες και με την αλαζονεία που του πρόσφερε το ότι γνώρισε, και επιβίωσε, τις πιό σάπιες πτυχές του "πολιτισμένου κόσμου".
 Αφού είχαμε ακόμα κρατημένα τα δωμάτια στο πανδοχείο του, είπαμε να το εκμεταλλευτούμε και να πλαγιάσουμε σε μαλακό στρώμα, να ξοδέψουμε εκείνη την μέρα στο να ξεκουραζόμαστε. Όταν βράδιασε σηκωθήκαμε και πήγαμε στην κύρια σάλα του πανδοχείου. Εκεί επικρατούσε η γνωστή παρηκμασμένη συνάθροιση αποβρασμάτων, με τα ντουμάνια να πνίγουν την ατμόσφαιρα, τις δυνατές φωνές και το ακόμα πιό δυνατό αλκοόλ να σε βοηθούν να σβήνεις τα κακώς κείμενα της ζωής σου γιατί, πολύ απλά, υπάρχουν και χειρότερα από σένα! Βρήκαμε την Νταβ και της ανακοινώσαμε την ελευθερία της. Δεν μπορούσε να μας περιγράψει την χαρά της. Αρκέστηκε στο να μας αγκαλιάζει και να μας ευχαριστεί, να κλαίει με λυγμούς και να δείχνει την ευγνωμοσύνη της. Δεν ξέρω αν ήταν μόνο η δικιά μου εντύπωση, αλλά όταν είδαμε την Νταβ σε αυτή την έξαλλη κατάσταση, αισθάνθηκα ότι ξεχάσαμε προς στιγμήν το τίμημα της ελευθερίας της. Έπειτα αφού ηρέμησε λίγο το κορίτσι, η Νούρια της ρώτησε κάποια ζωτικά στοιχεία για την πορεία της αποστολής μας και το κυριότερο, που θα βρούμε μία είσοδο για τους υπονόμους. Αφού έδωσε και αυτές τις πληροφορίες, η Νταβ, αποχώρησε για να βρεί την τύχη της κάπου μακρυά από όλα αυτά. Είχα την αίσθηση ότι θα την ξαναπετύχουμε σύντομα, ίσως να ήταν μία ελπίδα πιό πολύ. Μετά από αυτό πήγαμε πάλι για ύπνο, όλοι εκτός από την Νούρια, η οποία έμεινε ξύπνια όλο το βράδυ. Την επόμενη μέρα, 13/1, είχαμε να μπούμε στους υπονόμους.
 Πήγαμε στην είσοδο που υπέδειξε η Νταβ στη Νούρια, και αντικρίσαμε μία τεράστια καγκελόπορτα με ένα μεγάλο λουκέτο. Σε αντίθεση με την βαριά, σκουριασμένη πόρτα, το λουκέτο έδειχνε πρόσφατα χρησιμοποιημένο. Αναρωτηθήκαμε πως θα ανοίγαμε το λουκέτο, αλλά ο Κάσπερ μας έβγαλε από την δύσκολη θέση. Με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη, άνοιξε μια δερμάτινη θήκη που φυλούσε κρυμμένη μέσα στο πουκάμισό του και αποκάλυψε τα εργαλεία του επαγγέλματός του. Ένα σετ από διάφορα λεπτά μεταλλικά αντικείμενα τα οποία, από ότι καταλάβαμε, στα επιδέξια χέρια του Κάσπερ μπορούσαν να ανοίξουν κάθε κλειδαριά. Οπότε, ένας φιλούσε τσίλιες και ο Κάσπερ άνοιγε το βαρύ λουκέτο. Το περίεργο είναι ότι, ενώ η είσοδος των υπονόμων ήταν σε πολύσύχναστο δρόμο, κανείς δεν μας έδωσε σημασία για το τι κάναμε εκεί. Αφού ο Κάσπερ άνοιξε την πόρτα, ο Έρικ αναρωτήθηκε που τα βρήκε όλα αυτά. Ο Κάσπερ δήλωσε ότι τα έκλεβε από το σιδηρουργείο του Έρικ, από κομμάτια μετάλλου που δεν χρησιμοποιούσε και είχε για πέταμα. Η επόμενη εύλογη απορία ήταν που τα δοκίμαζε, αφού στο χωριό ποτέ, κανείς δεν παραπονέθηκε για διαρρήξεις. "Μα φυσικά στην μεγάλη βαριά πόρτα του ναού" είπε ο Κάσπερ, κι έλαβε την απάντηση "Α, καλά εσύ είσαι τελείως διεστραμμένος! Κλέβεις τον εαυτό σου" από τον Έρικ.
 Εισήλθαμε στους υπονόμους και ανακαλύψαμε μία στενή σκάλα που οδηγούσε κάτω. Η Νούρια άναψε έναν πυρσό και κατέβηκε πρώτη. Οι υπόλοιποι την ακολουθήσαμε κατά πόδας. Στο τέλος της σκάλας βρήκαμε μιά μεγάλη υπόγεια αίθουσα με ανυπόφορη μυρωδιά και με έντονη κινητικότητα από ποντίκια, αρουραίους και άλλα τρωκτικά, ενώ στα νερά που έτρεχαν πολύχρωμα από διάφορα ανοίγματα στους τοίχους, έπλεαν πολλά στερεά "αντικείμενα" που μας έφερναν το γεύμα μας ξανά στο στόμα, σε μια παραποίηση μηρυκασμού. Στους τοίχους υπήρχαν διάφορες σκάλες που ανέβαζαν στην επιφάνεια, και τέσσερα ανοίγματα που προχωρούσαν βαθύτερα σε αυτό το εφιαλτικό βασίλειο της κακοσμίας. Αν και τα πόδια μας, και τα στομάχια μας, ήθελαν να ανηφορίσουν ξανά τις σκάλες, εμείς σε πείσμα της λογικής, αποφασίσαμε να κινηθούμε προς το δεξί άνοιγμα.
  Ένα καινούργιο στενό πέρασμα οδηγούσε σε μία δεύτερη αίθουσα. Πανομοιότυπη με την προηγούμενη, με μια μικρή διαφορά. Στο ταβάνι υπήρχαν τέσσερα ανοίγματα από τα οποία οι κάτοικοι της Ρασίντ πετούσαν τα σκουπίδια τους. Ο Κάσπερ, αστραπιαία βούτηξε μέσα στους λόφους από τα βρωμερά σκουπίδια, όπου σάπια φρούτα και πρασινισμένα κομμάτια κρέατος προσέφεραν λουκούλλεια γεύματα σε μια ποικιλία από τροφαντές προνύμφες και, γενικότερα, σκουλήκια. Αφού μας διαβεβαίωσε ότι οι άνθρωποι πετάνε πολύτιμα πράγματα τα οποία είναι κρίμα να πάνε χαμένα (αν δεν κάνω λάθος βρήκε και ένα-δύο νομίσματα προς απόδειξη των λεγόμενών του) συνεχίσαμε την πορεία μας. Αυτή τη φορά διαλέξαμε το αριστερό πέρασμα.
 Πριν προλάβουμε να προχωρήσουμε λίγο, νιώσαμε την μπόχα να γίνεται ακόμα πιό αφόρητη, πνιγηρή! Οφείλω να παραδεχτώ ότι το εκλεπτυσμένο μου στομάχι, που είναι μαθημένο μόνο στα εκλεκτά εδέσματα που αρμόζουν σε έναν καλλιτέχνη σαν κι εμένα, δεν άντεξε και αφαίρεσε ένα μέρος από το περιεχόμενό του, με ακατανίκητη και ωμή βία, στο δάπεδο. Επίσης σε εκείνο το πέρασμα, παρατήρησε η Ιρίκα, ότι πλέον δεν πατούσαμε πάνω στο σκληρό καλντερίμι των προηγούμενων διαδρόμων αλλά σε κάτι μαλακό που συνθλιβόταν κάτω από το βάρος μας, ίσως σε βρύα και λειχήνες, ίσως σε κάποιο είδος μύκητα που ευδοκιμεί στο υγρό και ανήλιο περιβάλλον των υπονόμων. Εμείς την καθ ησυχάσαμε λέγοντάς την ότι δεν είναι τίποτα τέτοιο, ότι και εδώ πλακόστρωτο πατάμε. Απλώς αυξήθηκε ο πληθυσμός των ποντικιών κάτω από τα πόδια μας και νιώθει την μαλακή τους γούνα καθώς τους βγάζει το μέσα έξω με την πίεση του πέλματός της. Αυτό ήταν! Αρχίσαμε να τρέχουμε σχεδόν πανικόβλητοι προς τα πίσω! Επανήλθαμε στην αίθουσα με τα σκουπίδια. Εκεί ήρθαμε αντιμέτωποι με την αποκάλυψη ότι μόνο από εκεί θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε, οπότε μαζέψαμε όσο κουράγιο μας είχε απομείνει και ξαναμπήκαμε στο βρωμερό πέρασμα.
 Αφού συνηθίσαμε την αίσθηση του λιωμένου ποντικού κάτω από την πατούσα μας, και το διαπεραστικό σκουίκ σκουίκ που έκαναν τα χνουδωτά ζωάκια, φτάσαμε σε μία ακόμα αίθουσα. Μπήκαμε όλοι μέσα και μας ήρθε λιποθυμία από την μπόχα. Στο ημίφως που επικρατούσε δεν μπορέσαμε να διακρίνουμε καλά, βλέπαμε όμως κάτι μάζες να κινούνται. Η Νούρια φώτισε καλύτερα τον χώρο και τότε ακούστηκε μια στριγγή φωνή βγαλμένη μέσα από τα έγκατα της Κολάσεως. "ΚΡΕΑΑΑΑΑΑΑΣ" . Το θέαμα που αντικρίσαμε ήταν χειρότερο από κάθε ιστορία για νεκροζώντανα πλάσματα που μας λέγανε μικρά για να τρώμε το φαγητό μας. Μπροστά μας στέκονταν δύο μάζες σάρκας, πληγωμένης και ξεγυμνωμένης από δέρμα, ροζ στο φώς της δάδας. Στο πάνω μέρος της μάζας, με πολύ κόπο διακρίνονταν κάποια, από καιρό σαπισμένα, ανθρώπινα χαρακτηριστικά, όπως πρόσωπο και χέρια, ενώ το υπόλοιπο σώμα έμοιαζε, τόσο σε μέγεθος όσο και σε μορφή, σαν δύο πελώρια γουρούνια που ο σατανικός χοιροβοσκός τους, τα γκρέμισε σε ένα βάραθρο χιλιομέτρων και το αποτέλεσμα της πτώσης, απέκτησε λαλιά και άρχισε να κινήτε μετακινώντας την βδελυρή του μάζα προς αναζήτηση ανθρώπινης σάρκας, φωνάζοντας "ΚΡΕΑΑΑΑΑΑΑΑΑΣ". Οι δύο αυτές μάζες, σε μία παρωδία πολιτισμένης συμπεριφοράς, δειπνούσαν καθισμένες γύρω από ένα τραπέζι, πάνω από το κουφάρι ενός ανθρωπόμορφου πλάσματος, όχι μεγαλύτερο από 1,50 μέτρο.
  Μέχρι να καταφέρουμε να ανακτήσουμε τα λογικά μας και να μην παραδοθούμε στην παράνοια από το θέαμα, ώστε να αρχίσουμε την οπισθοχώρηση, ήταν πολύ αργά. Τα πλάσματα μας αντιλήφθηκαν και με μία αργή αλλά σταθερή κύλιση μάζας άρχισαν να μας πλησιάζουν για να ικανοποιήσουν τις νεκροζώντανές τους ορέξεις. Ευτυχώς που (μόνο ένας μεγάλος πολεμιστής σαν και εμένα) αντέδρασα άμεσα και με την βαλλίστρα μου άρχισα να αμύνομαι. Τελικά και οι υπόλοιποι μπήκαν στο πανηγύρι και καταφέραμε να τα εξουδετερώσουμε γρήγορα και χωρίς απώλειες. Αφού τα στείλαμε πίσω στην Κόλαση, όπου και ανήκουν, κάναμε μία λεπτομερή σάρωση της αίθουσας. Εκεί βρήκαμε ένα ζευγάρι ιδιαίτερα χρήσιμων αμυντικών περικάρπιων και μία μαγική ασπίδα. Τα περικάρπια τα δώσαμε στον Κάσπερ, μπας και βελτιώσει τις άμυνές του αυτό το παιδί, ενώ την ασπίδα την πήρε η Νούρια. Οφείλω να ομολογήσω ότι της πήγε γάντι της ξαδερφούλας μου και έδειχνε πολύ εντυπωσιακή και όμορφη, τώρα που κρυβόντουσαν οι τρομαχτικοί, γυμνασμένοι της κοιλιακοί και τα λοιπά της μούσκλια, πίσω από την μεγάλη ασπίδα! Η Ιρίκα μας επιβεβαίωσε ότι το κουφάρι ανήκε σε ένα δεκατριάχρονο κοριτσάκι, το οποίο δεν μπορούσε να το γιατρέψει, αφού ήταν νεκρό κοντά μιά βδομάδα. Θαυμάσαμε την τέχνη της που την οδήγησε σε μιά τέτοια ανακάλυψη-αποκάλυψη και μετά την βοηθήσαμε να ευλογήσει το πτώμα της μικρής ώστε να βρεί γαλήνη το πνεύμα της. Συνεχίσαμε στον επόμενο διάδρομο, τον μοναδικό που υπήρχε μπροστά μας.
 Μετά από το περιστατικό με τα νεκροζώντανα πλάσματα, ούτε τα ποντίκια μας ενοχλούσαν πλέον, ούτε τα περιττώματα που αρμένιζαν, σκίζοντας περήφανα τα κατακίτρινα νερά του υπονόμου, ούτε καν ο Κάσπερ που βρωμοκοπούσε σαν τα σκουπίδια, μέσα στα οποία βούτηξε! Στην επόμενη αίθουσα που πετύχαμε, στείλαμε πρώτα τον Κάσπερ να ρίξει μιά ματιά στα σκοτεινά, και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε τίποτα, μπήκαμε κι εμείς. Όντως δεν υπήρχε τίποτα, παρά μόνο στοίβες με κόκκαλα. Σκέφτηκα ότι ήταν τα αποφάγια των πλασμάτων που ανταμώσαμε προηγουμένως, αλλά προτίμησα να μην μοιραστώ την γνώση μου, άλλωστε το πεπτικό σύστημα των φίλων μου ήταν ήδη αρκετά διαταραγμένο. Έπειτα συνεχίσαμε ευθεία, στην μοναδική έξοδο από την αίθουσα. Επαναλάβαμε το κόλπο με τον Κάσπερ, για να ρίξει μιά ματιά στα σκοτάδια μήπως και αντιληφθεί κάποιον επερχόμενο κίνδυνο. Μπήκε ο Κάσπερ και το μόνο που αντιλήφθηκε ήταν την μετωπιαία πρόσκρουση του με την αγκαθωτή κεφαλή ενός μικρού μεταλλικού ροπάλου το οποίο κράδαινε γελαστός ένας κοντοστούπης καλικάντζαρος. Εισήλθαμε ορμώμενοι στον χώρο για να διαπιστώσουμε ότι ο φίλος μας κείτονταν αιμόφυρτος στο πάτωμα, ενώ παραδίπλα ένα ζευγάρι καλικαντζάρων κρατούσε ένα ματσάκι κόκκαλα και έπαιζε ένα, ακατονόητο για εμάς τους ανεπτυγμένους διανοητικά, παιχνίδι. Στο θέαμα του φίλου μας εξαπολύσαμε όλο μας το μένος επάνω στα άμοιρα πλάσματα που τόλμησαν να βεβηλώσουν την υπόλειψη της παρέας των εκκολαπτόμενων ηρώων, χτυπώντας έτσι άνανδρα τον σύντροφό μας. Ακριβώς την στιγμή που κάρφωνα ένα βέλος, στολισμένο με το κρανίο του καλικάντζαρου,στον τοίχο, ακούσαμε μία υψίσυχνη φωνούλα μέσα από τις σκιές να φωνάζει "Παραδίνομαι"! Ήταν ένας τρίτος καλικάντζαρος, ο οποίος, μάλιστα, κρατούσε το μεταλλικό ροπαλάκι με τις αιχμηρές άκρες που προανέφερα. Ο Κάσπερ ήταν έτοιμος να πέσει επάνω του να τον κατασπαράξει, αλλά κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ωραίο για την εικόνα μας, από την στιγμή που ο εχθρός είχε παραδοθεί, οπότε τον συγκρατήσαμε. 
 Ανακρίναμε τον μικρό καλικάντζαρο, ο οποίος αποδείχθηκε αρκετά γλυκούλης, για καλικάντζαρος πάντα. Ιδίως η Ιρίκα έδειξε μιά ιδιαίτερη συμπάθεια προς το καημένο το πλάσμα. Όπως είπε "Κι αυτό πλάσμα του Όλιβα είναι". Εδώ υπήρξαν κάποιες διαφωνίες αλλά προτιμήσαμε να μην την στεναχωρήσουμε. Τέλος πάντων, τον πείσαμε να μας δείξει που θα βρούμε τα Ξωτικά και έτσι κι έγινε. Ο μικρός μας μετέφερε μέσα από τον λαβύρινθο που δημιουργούσαν οι υπόνομοι ώσπου φτάσαμε σε ένα αδιέξοδο. Μπροστά μας υπήρχε ένας τοίχος με έναν ρούνο σκαλισμένο επάνω του. Κατάλαβα ότι αυτός ο ρούνος ήταν ένα είδος σφραγίδας και ο μόνος τρόπος για να ανοίξει ήταν να προφέρουμε τα ονόματα μας στη γλώσσα των Ξωτικών και να πούμε ότι θέλουμε να μπούμε με αγνές προθέσεις, επίσης στην γλώσσα των Ξωτικών. Τα εξήγησα όλα αυτά, κάνοντας επίδειξη βαρδικών γνώσεων, με την ελπίδα ότι η Ιρίκα, σαν μισή Ξωτικίνα, θα μπορέσει να ξεπεράσει τον σκόπελο των Ξωτικίσιων. Η Ιρίκα όμως, δεν ήξερε ούτε το όνομά της να λέει στα Ξωτικίσια, πόσο μάλλον να πει ολόκληρη πρόταση! 
 Το είχα πάρει απόφαση, θα αποκάλυπτα την Ξωτικίσια φλέβα μου και τις γνώσεις μου στην γλώσσα τους, κάτι το οποίο απέκρυπτα με νύχια και με δόντια τόσα χρόνια. Ευτυχώς στην μυστικοπάθεια μου βοήθησε η έλευση τριών περίεργων φιγούρων, τυλιγμένων με γάζες σε όλο το κορμί. Ξωτικά! Ήταν η πρώτη φορά που τα βλέπαμε από κοντά, με σάρκα και οστά, αληθινά Ξωτικά! Το αίσθημα ήταν συγκλονιστικό. Φυσικά τα συγκεκριμένα Ξωτικά δεν ήταν και στα καλύτερα τους, αυτό υποδείκνυαν οι γάζες, αλλά δεν έπαυαν να είναι μυθικά Ξωτικά, υπάρξεις από μια άλλη πραγματικότητα που μόνο σε ιστορίες μαθαίναμε. Καθώς μας πλησίαζαν, ο πρώτος εκ των τριών μας είπε ότι μας περίμεναν, ενώ ένα από τα άλλα Ξωτικά, έδειξε το Μουσικό Κουτί που κουβαλούσαμε και είπε στην γλώσσα του "Εδώ κρύβεται όλη η Δύναμη των Ξωτικών" . Τότε ο καλικάντζαρος, που συνέχιζε να μας ακολουθεί, άρχισε να γκρινιάζει ότι τα ξωτικά βρωμάνε και έχουν και απαίσια γεύση. Τον πήρα παράμερα, δεν ήθελα να χαλάσουν όλα, τώρα που, επιτέλους, η τύχη μας χαμογελούσε για πρώτη φορά, από ένα καταραμένο, μπασμένο, βρωμερό κανιβαλάκι! Ευτυχώς, με το που του ζήτησα να μου εξηγήσει τους κανόνες του παιχνιδιού που έπαιζαν πριν, ξεχάστηκε και άλλαξε θέμα.
 Με τα πολλά, τα ξωτικά είπαν τις μαγικές φράσεις προς τον ρούνο και ο τοίχος προς το κρησφύγετο άνοιξε. Αφού περάσαμε έναν μακρύ διάδρομο με, τουλάχιστον, ακόμα πέντε πόρτες, χωρίς ρούνους, αλλά με πολεμιστές για φύλακες αυτή τη φορά, φτάσαμε στον κυρίως χώρο. Μια μεγάλη σάλα, περιποιημένη και καθαρή, όπου ολόγυρα υπήρχαν φιγούρες μπανταρισμένες με άσπρα πανιά σε όλο τους το σώμα, παιδιά, ενήλικες και γηραιότεροι. Στα πλαϊνά της σάλας, μεγάλα καζάνια με βραστό νερό, έπλεναν και απολύμαναν φρέσκες γάζες για τα άρρωστα ξωτικά. Εκεί μας υποδέχτηκε μία επιβλητική γυναικεία φιγούρα. Δυστυχώς ήταν δύσκολο να διακρίνουμε τα λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικά της, καθώς κι αυτή κυκλοφορούσε με γάζες να τυλίγουν το κορμί της. Το όνομα της ήταν Σαλύν και ήταν η υπεύθυνη των άρρωστων Ξωτικών. Μας κάλεσε να πάμε πιό μέσα, ώστε να νιώσουμε πιό άνετα και να μπορέσουμε να συζητήσουμε καλύτερα. Εκεί μας πρόσφερε άριστη φιλοξενία, ιδίως άμα αναλογιστούμε ότι βρισκόμασταν μέσα στους υπονόμους, σε ένα καταυλισμό λεπρών Ξωτικών, το εξαιρετικό Ξωτικίσιο κρασί και το φαί, μαζί με το ζεστό μπάνιο, που τόσο πολύ χρειαζόταν ο Κάσπερ, ήταν πολυτέλειες που είχαμε ξεχάσει! Αφού ετοιμαστήκαμε καθίσαμε να συζητήσουμε όλοι μαζί. Σε γενικές γραμμές η Σαλύν μας είπε ότι μας είδε σε ένα προφητικό όραμα να κρατάμε το Κλειδί της Συλβάννα, είπε πως στη συνέχεια πρέπει να πάμε Ανατολικά, στην Έρημο μετά τα Βουνά, να βρούμε τα Χαλάσματα των Ξωτικών και να καταθέσουμε εκεί το μουσικό κουτί. Μας διευκρίνισε πως αυτός που νομίζαμε ότι μας καταδίωκε ήταν ο Έλρον, ο άντρας που μας βρήκε μπροστά στον ρούνο και σκοπός του ήταν να μας φέρει σε επαφή με τα Ξωτικά εξ αρχής. Εμείς όμως, βάλαμε τον δεινό κατάσκοπο Κάσπερ να τον τσακώσει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τον τρομάξει και να τον διώξει. Αφού ο Έλρον ανέβαινε συχνά στην επιφάνεια του Ρασίντ, ζητήσαμε να δει άμα μας κυνηγάει ο Αυτοκρατορικός Στρατός. Επίσης ζήτησα από την Σαλύν να μου πει άμα γνωρίζει τίποτα για την Ιστάρρα, την μητέρα μου. Είπε ότι την γνωρίζει, αλλά έχει να ακούσει νέα της καιρό, άμα θα μάθαινε κάτι θα μου το έλεγε. Αφού τελειώσαμε την συζήτηση μας, η Σαλύν μας προσέφερε ένα δώρο για να μας βοηθήσει στην περιπλάνησή μας. Το δώρο ήταν το θρυλικό Γκάλαντμπολγκ, ένα σπαθί με τις ρίζες του να χάνονται στα βάθη του χρόνου, στις απαρχές του κόσμου μας. Το σπαθί αυτό είχε πάρα πολλές μαγικές ιδιότητες, μα η χαρακτηριστικότερη ήταν ότι προσάρμοζε και προσαρμοζόταν με το άτομο που το κουβαλούσε. Από εκεί και πέρα ο κουβαλητής έπρεπε να περάσει κάποιες δοκιμασίες και κάθε δοκιμασία ξεκλείδωνε και μία δύναμη του σπαθιού. Το θέμα ήταν ότι κανένας δεν γνώριζε ποιές ήταν αυτές οι δοκιμασίες και απλά υπήρχαν κάποιες υποψίες. Μετά από κοινή απόφαση της παρέας, το σπαθί κατέληξε στα χέρια του Έρικ, ο οποίος με το που το άγγιξε είδε το όνομα του χαραγμένο πάνω στη λάμα του σπαθιού. Ο Έρικ με την σειρά του, από τον ενθουσιασμό του χάρισε το σπαθί με την διπλή λαβή στον καλικάντζαρο, ο οποίος τα κανε επάνω του από την χαρά του, οπότε και αποφάσισε να μας βοηθήσει στην αποστολή μας. Έτσι κι εμείς τον ονομάσαμε Ίνκυ, η Ιστάρρα είδε τον έρωτά της να αποκτά όνομα, απόψε θα κοιμόμασταν ασφαλείς και ήμασταν όλοι χαρούμενοι... Όλοι εκτός από έναν...

ΙΝΤΕΡΛΟΥΔΙΟ

ΝΟΥΡΙΑ ΜΑΡΑΖΙΕΛ
ΤΟ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣΤΑΝ
( ή αλλιώς, Για Τις Παλιές Αγάπες Μην Μιλάς )

 Μιά φορά κι έναν καιρό ήταν ένα χωριό χωμένο στις κοιλάδες του Βορρά. Το χωριό το έλεγαν Κιλκιστάν και εκεί ζούσε ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Νούρια Μαραζιέλ. Δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε "αγγελούδι" ή έστω "γλυκό κοριτσάκι" . Η αλήθεια είναι, όσοι επισκέπτονταν το σπίτι των Μαραζιέλ, συχνά νόμιζαν ότι η Νούρια ήταν αγοράκι, με βρώμικα και σκισμένα παντελόνια, από μικρή καβάλα στο άλογο της να σεργιανάει δεξιά κι αριστερά και να δέρνει τους συμμαθητές της. Φυσικά, όσοι είχαν πίστη στην Νούρια, ήξεραν ότι ήταν ένα ασχημόπαπο που θα γινόταν πανέμορφος κύκνος όταν μεγάλωνε. Τελικά όπως αποδείχθηκε, από ασχημόπαπο, η Νούρια, έγινε μιά λέαινα, ελκυστική όσο και αιμοβόρα, εντυπωσιακή και καθηλωτική, σαν το αιλουροειδές που παίζει για λίγο με το θήραμά του πρίν το κατασπαράξει.
 Και μετά ήρθε ο έρωτας. Δηλαδή ο Κίραν, γιατί ο έρωτας δεν ήρθε ποτέ. Ο Κίραν ήταν ένας πανέμορφος ιερέας, ταγμένος στην Μαργκό. Ήρθε για να κρατήσει για λίγο καιρό το ναό του χωριού, και μετά εξαφανίστηκε εν μία νυκτί. Η ομορφιά του Κίραν συγκρινόταν μόνο με αυτή του Έιθαρ, του πρώτου ξάδερφου της Νούρια, ο οποίος, παρεμπιπτόντως ήταν και βάρδος με ένα πολύ δύσκολο έργο να πραγματοποιήσει. Να μάθει στην Νούρια να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει, ώστε να κλέψει την καρδιά του Κίραν. Το αποτελέσματα ήταν δραματικό. Η Νούρια, αφού παιδεύτηκε και ξαναπαιδεύτηκε και ξαναμαναπαιδέυτηκε κατάφερε να ακομπανιάρει ένα δύο απλά στιχάκια, αλλά μάταια. Σημασία δεν έδινε αυτό το γαϊδούρι ο Κίραν. Ο ξάδερφος Έιθαρ της έλεγε "Ο Γόης δεν θα πέσει έτσι. Κάνε κάτι που ξέρεις και άσε την μουσική για κάποιον που το έχει έμφυτο μέσα του" Και η Νούρια απαντούσε πληγωμένη "Μα εγώ το μόνο που ξέρω είναι να ξιφομαχώ και να καβαλάω άλογα" - "Ε καβάλα τον τότε!" της έλεγε ο Έιθαρ.
 Δεν ξέρω αμα πήγε να τον καβαλήσει ή όχι, πάντως από εκείνο το βράδυ και έπειτα, ο Κίραν εξαφανίστηκε και δεν άφησε ίχνη πίσω του. Και η Νούρια ήταν απαρηγόρητη. Ο ξάδερφος Έιθαρ προσπάθησε να την παρηγορήσει αλλά, αφού είδε πως είναι μάταιο, αποφάσισε να ασχοληθεί με τις χιλιάδες των θαυμαστριών του. Ο κύριος και η κυρία Μαραζιέλ αποφάσισαν να παντρέψουν την Νούρια πρωτού το μαράζι μαράνει το μπουμπούκι τους και τους μείνει αμανάτι, γεροντοκόρη και στο ράφι. Και τέλος η Νούρια αποφάσισε και ορκίστηκε στον εαυτό της, στο άλογό της και στο άγαλμα της ότι θα φύγει από το Κιλκιστάν και θα πάει να βρει τον Κίραν να του πει όσα δεν τολμούσε να του πει τόσο καιρό. Και μετά να ζήσουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

(συνέχεια του Ημερολογίου)

 ...Όλοι εκτός από την Νούρια. Η Νούρια είδε ξαφνικά τα όνειρά της να κλονίζονται. Αυτή έφυγε από το χωριό, όχι για να γυρνάει στα βουνά και στις ερήμους, αλλά για να σαρώνει τις μεγάλες πόλεις και να ψάχνει ακόμα και κάτω από τα στασίδια, στους ναούς της Μαργκό για να βρει τον πολυαγαπημένο της, τον πολυπόθητο, τον ένα, τον μοναδικό, τον Κίραν! Οπότε, με συνοπτικές διαδικασίες, μας ανακοίνωσε την αποχώρηση της από την ομάδα και κίνησε να φύγει. Ότι κι αν της έλεγα σαν ξάδερφος, δεν με άκουγε. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν αυτός. Της είπα ότι το πεπρωμένο της ήταν να μας ακολουθήσει, αλλά αυτή με αγνόησε επιδεικτικά και γύρισε την πλάτη της και έφυγε. 
 Εμείς περάσαμε άλλες δύο βδομάδες στους υπονόμους. Ήταν δύο βδομάδες προετοιμασίας για το ταξίδι που θα ακολουθούσε. Παράλληλα βοηθούσαμε τα Ξωτικά και μάθαμε για την ασθένεια τους. Από ότι μας είπε η Σαλύν, εν μέρη τα ίδια τα Ξωτικά ευθύνονταν για την ασθένεια τους. Για πολλούς αιώνες έμεναν απομονωμένα στην Έρημο, πέρα από τα Βουνά της Ανατολής και είχαν φτιάξει εκεί μιά τέλεια κοινωνία. Μετά κάποιοι από αυτούς, μαζί και η Σαλύν με την κοινότητά της, αποφάσισαν να εγκατασταθούν από την άλλη μεριά των βουνών και να ασχοληθούν με το εμπόριο. Η ασθένεια εκδηλώθηκε σαν ένα είδος αλλεργίας στον αέρα και την φύση από την δικιά μας πλευρά των Βουνών. Τα Ξωτικά είχαν γίνει ευάλωτα, οπότε και αναγκάστηκαν να κρυφτούν στους υπονόμους. Γενικότερα, κατέληξε η Σαλύν, τα χρόνια για την ράτσα της περάσαν. 
 Εκείνες τις μέρες, επίσης, ο Έρικ και η Ιρίκα μάθαιναν την γλώσσα των Ξωτικών, ενώ ο Κάσπερ άρχισε να μαθαίνει την Δρακονική γλώσσα από τον Ίνκυ. Το ειδύλλιο Ίνκυ-Ιρίκα μεγάλωνε μέρα με την ημέρα, αν και το διατηρούσαν, ακόμα, σε Πλατωνικό επίπεδο. (όσο για τον ρόλο του Πλάτωνα στον Σμαραγδένιο Κόσμο έχω αναφερθεί εκτενέστερα σε άλλα μου ποιήματα και πεζά, στα οποία μπορείτε να ανατρέξετε στην Αυτοκρατορική Βιβλιοθήκη της Κανάλ, στον τομέα Ιστορίες από Άλλους Κόσμους, Φανταστικούς και Μυθικούς). Ταυτόχρονα, ο Έλρον ήταν στην επιφάνεια του Ρασίντ για να μας φέρει νεότερα για τις κινήσεις των Αυτοκρατορικών και για την Νούρια. Οι Αυτοκρατορικοί ήταν τελείως αδιάφοροι και ούτε καν ανέφεραν το γεγονός της σφαγής του Λοχαγού, ούτε ασχολήθηκαν με εμάς.
 Όσο για την Νούρια, αφού γύρισε στο πανδοχείο του Μπλάκμπερν, πήγε ξανά στον ναό για να βρει την Ιέρεια της Μαργκό. Αφού την βρήκε, την ρώτησε για κάποιον Ιερέα Κίραν. Η ιέρεια έδειξε να τον γνωρίζει, αρνήθηκε, όμως, να δώσει περαιτέρω πληροφορίες. Με ελάχιστη προσπάθεια και μηδαμινή χρήση σωματικής βίας, η Νούρια κατάφερε να αποσπάσει αυτά που της χρειαζόντουσαν. Ο Κίραν ήταν σε μυστική αποστολή, με απευθείας εντολή από την Μαργκό. Και η αποστολή του ήταν...
 “...Να πάει στην Έρημο πέρα από τα Βουνά της Ανατολής, να βρει τον εκεί ναό της Μαργκό!" Όταν μας το ανακοίνωσε ο Έλρον γελάσαμε με την καρδιά μας, αλλά μιά μικρή ανησυχία μου έφερε στο νου το ρητό "το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον". Τελικά πόσο άρρηκτα συνδεδεμένοι ήμασταν με το πεπρωμένο μας; Άραγε, υπήρχε κάποια επιλογή που να κάναμε στην πορεία μας και να ήταν όντως δικιά μας, ή είμαστε απλά πιόνια, υποχείρια και φερέφωνα θεοτήτων που ποτέ μας δεν θα αντικρίσουμε; Και με αυτές τις δύο σκέψεις να μου έχουν καταπονήσει αφόρητα τον εγκέφαλο, έπεσα για ύπνο σβήνοντας από το μυαλό μου κάθε σκέψη που με προβλημάτιζε τόσο έντονα.
 Την άλλη μέρα ξύπνησα και μπροστά μου ήταν η Νούρια με κεφάλι κατεβασμένο ανακοινώνοντας μας τα όσα ήδη γνωρίζαμε. Κατέπνιξα με δυσκολία την επιθυμία να γελάσω χαιρέκακα και να αναφωνήσω, ως υπερφίαλος αλαζόνας, "Το ξερα! Στα'λεγα, δεν στα'λεγα; Αλλά που να με ακούσεις; Βέβαια, η ατίθαση του χωριού που τα ξέρει όλα, ο παντογνώστης, ο φωστήρας!" Αντ' αυτού αρκέστηκα στο να γελάσω και να της πω πόσο χαίρομαι που τελικά θα την έχουμε μαζί μας στο ταξίδι. Έπειτα, με πιό ανάλαφρη διάθεση, μας διηγήθηκε πως ο Μπλάκμπερν επέμενε πως είναι δεινός διαρρήκτης και ότι αυτός θα της άνοιγε την πόρτα των υπονόμων. Τελικά μετά από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες την τράβηξε μιά με τον διπλοπέλεκή του και γκρέμισε και τα κάγκελα μαζι με το λουκέτο. Η Νούρια απλά τον κοίταξε με απορία και αυτός, με αδιάφορο στυλ είπε "Μα άνοιξε, είναι ολοφάνερο ότι άνοιξε!"
 Την άλλη μέρα, στις 28/1, ξεκινήσαμε για το ταξίδι μας. Οι οδηγίες ήταν απλές. Να κατευθυνθούμε μέχρι τα βουνά, έπειτα να κινηθούμε βόρεια μέχρι τον ερειπωμένο καταυλισμό των Ξωτικών και από εκεί θα βρούμε ένα μονοπάτι που θα περνάει μέσα από τα βουνά και από εκεί στην Ανατολική Έρημο. Ο Έλρον με την Σαλύν και μιά μικρή ομάδα Ξωτικών, μας ξεπροβόδησαν μέσω των υπονόμων, σε μία έξοδο εκτός των τειχών της πόλης, όπου τα Βουνά ορθώνονταν απειλητικά μπροστά μας. Εκεί ανταλλάξαμε τις τελευταίες μας κουβέντες και δεχτήκαμε τις τελευταίες μας συμβουλές. Ο Έλρον μας είπε ότι δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα από τους Αυτοκρατορικούς, ενώ η Νούρια τους άφησε να προσέχουν το άλογο της. Η Σαλύν, λίγο πριν την αναχώρηση μου, μου ανακοίνωσε ότι είχε νέα της Ιστάρρα, ότι βρίσκεται κάπου στους παγετώνες και ζει με έναν άντρα, έναν άνθρωπο. Μόνο αυτά γνώριζε να μου πει. Αυτομάτως κατάλαβα ποιό θα ήταν το επόμενο μου ταξίδι, αν όλα πήγαιναν καλά στην Έρημο.
 Περπατούσαμε δυό ολόκληρες μέρες και φτάσαμε στα βουνά. Τα βράδια κατασκηνώναμε, με το κρύο να μας τρυπάει ως το κόκκαλο. Στις 31/1 αλλάξαμε πορεία και αρχίσαμε να κινούμαστε βόρεια. Ξάφνου μπροστά μας τέσσερις ογκώδεις φιγούρες διαγράφονταν στο βάθος. "Όρκς" αναφώνησε ο Ίνκυ. Ήταν πολύ αργά να κρυφτούμε. Πήραμε θέσεις μάχης καθώς τα Όρκς κάναν έφοδο τρέχοντας προς τα εμάς. Πολεμήσαμε με περισσή ανδρεία και ζήλο. Μέχρι και ο Ίνκυ κανά δυό φορές κατάφερε να σηκώσει το τεράστιο σπαθί που του χάρισε ο Έρικ. Φυσικά στόχο δεν βρήκαν τα χτυπήματά του, αλλά και μόνο που σήκωνε το κολοσσιαίο, για τα μέτρα του, σπαθί, αποτελούσε άθλο! Τελικά καταφέραμε να σκοτώσουμε τα τρία 'Ορκς και να ρίξουμε αναίσθητο το τέταρτο. 
 Ο Έρικ ήταν απογοητευμένος με το σπαθί των ξωτικών, εμείς όμως του υπενθυμίσαμε ότι θέλει προσπάθεια για να ξεκλειδώσει τις δυνάμεις του και αυτό δεν συμβαίνει στην πρώτη μάχη. Κάποιος σχολίασε, ή ο Έρικ ή η Ιρίκα, ότι είναι σπάνιο τα Όρκ να κυκλοφορούν σε τόσο μικρή ομάδα. Με την βοήθεια του Ίνκυ, που ήξερε να μεταφράσει τις άναρθρες κραυγές των Όρκ και την εξαιρετική πειθώ του Κάσπερ, μάθαμε ότι τα Όρκς έχουν κατασκηνώσει κάπου βόρεια. "Πόσα;" αναρωτηθήκαμε. "Ααργκαρ" είπε το Όρκ. "Πολλά" είπε ο Ίνκυ. "Πόσα πολλά" ρωτήσαμε με αφέλεια. "Αααργκαρ" είπε το Όρκ. "Πολλά" επανέλαβε με έμφαση ο Ίνκυ. Το πρόβλημα μας ήταν ότι, για να βρούμε το μονοπάτι για τα βουνά έπρεπε να κατευθυνθούμε βόρεια. Οπότε, η Νούρια επανέφερε το Όρκ σε κατάσταση αναισθησίας, με ένα χτύπημα της ασπίδας της και πήραμε το ρίσκο να κινηθούμε βόρεια.
 Μετά από καμμιά ώρα πεζοπορίας, είδαμε τα ερείπια των Ξωτικών, που ήταν και το ορόσημο για την πορεία μας και μέσα τους να έχουν κατασκηνώσει τα Όρκ. Αποφασίσαμε με τον Κάσπερ να πάμε στα κρυφά να δούμε τι κίνδυνος υπάρχει μπροστά μας και πως θα μπορούσαμε να τον παρακάμψουμε. Ενώ είχαμε κρυφτεί πάρα πολύ καλά μέσα στο λυκόφως, δεν υπολογίσαμε ότι τα Όρκς μπορούν να διακρίνουν αντικείμενα μέσα στο σκοτάδι με την ίδια ευκολία που τα διακρίνουν και την μέρα, απλά με μία απώλεια χρώματος. Οπότε δεν κατάλαβαν την αλλαγή στο χρώμα μας όταν αντιληφθήκαμε ότι μας δείχνουν με το χέρι και κάτι λένε στο μεγάλο στολισμένο Όρκ με την πανοπλία, που προφανώς ήταν ο αρχηγός τους. Ακαριαία οι φτέρνες μας αγγίξανε το σβέρκο μας, καθώς κατηφορίζαμε προς τους φίλους μας αλαλάζοντας άναρθρα, με δεκαπέντε Όρκ και το Αφεντικό τους στο κατόπι μας. Όταν οι υπόλοιποι κατάλαβαν την μάχη που φέρναμε μαζί μας εγώ ήδη έτρωγα το δεύτερο δόρυ στην πλάτη και σωριαζόμουν κάτω. Όταν σηκώθηκα, η μάχη μαινόταν γύρω μου κι εγώ απλά αρκέστηκα στο να προσπαθώ να γιατρέψω τους πληγωμένους συντρόφους μου και να εμψυχώσω την ομάδα όσο καλύτερα μπορούσα. Το μόνο που κατάφερα να διακρίνω ήταν τον Έρικ σε μία αποτυχημένη του επίθεση, να χάνει το σπαθί του, το θρυλικό Γκάλαντμπολγκ και το ψηλόλιγνο κορμί του Κάσπερ να κάνει εκπληκτικά ακροβατικά ανάμεσα στα αφηνιασμένο Όρκ αλλά στο τέλος να αποτυγχάνει να το πιάσει.
 Και τότε, με μιά τρομερή πολεμική ιαχή, που έκανε τα γειτονικά βουνά να σειστούνε συθέμελα, όλα πάγωσαν. Η Νούρια είχε καλέσει σε μονομαχία τον Αρχηγό των Όρκ. Με μεσάζοντα τον Ίνκυ είχε συμφωνήσει το εξής. Άμα κέρδιζε την μονομαχία θα μας έδιναν πίσω το μαγικό σπαθί και θα μας άφηναν να περάσουμε. Αν όχι θα γυρνούσαμε πίσω ηττημένοι. Το γιγαντιαίο Όρκ, με την πλειάδα ουλών στο δέρμα του, σε μία επίδειξη τιμής και περηφάνιας, που μόνο όσοι έχουν γαλουχηθεί στα πεδία των μαχών αποκτούν, δέχτηκε. Σε κλάσματα δευτερολέπτων, ένας κλοιός είχε δημιουργηθεί γύρω από τους δύο μονομάχους. Η σύγκρουση ήταν πολύ δυνατή. Ώσπου η Νούρια κατάφερε ένα σοβαρό πλήγμα στο Όρκ. Το Όρκ κοντοστάθηκε. Εκεί που νομίσαμε ότι η Νούρια είχε νικήσει την μάχη, το Όρκ λύσσαξε, με αφρούς να τρέχουν από το στόμα του έδειξε τους κυνόδοντες του, ενώ τα μάτια του γύρισαν ανάποδα υποδεικνύοντας την φρενίτιδα που το είχε πιάσει. Μετά από αυτό, η Νούρια δεχόταν το ένα σφοδρό χτύπημα μετά το άλλο. Σε ένα κρεσέντο ωμής βίας, ο θηλυκός Μαχητής, έπεσε αιμόφυρτος στο παγωμένο χώμα. Τότε, τηρώντας τους κανόνες της μονομαχίας, το Όρκ σταμάτησε, πήρε την ομάδα του και χαρούμενοι για την νίκη τους ανηφόρισαν προς τον καταυλισμό τους.
 "Θέλω πίσω το σπαθί μου" κραύγασε ο Έρικ, όντας άοπλος πλέον. "Χρμγφ" έσκουξε το αρχηγικό Όρκ. Πλησίασε τον Ίνκυ και βρυχήθηκε κάτι, ενώ ο Ίνκυ κουνούσε το κεφάλι συγκαταβατικά. "Για να πάρουμε το σπαθί πρέπει να σφάξουμε το πέτρινο τέρας του βουνού. Μετά θα περάσουμε το βουνό ανενόχλητοι." Δεχτήκαμε, άλλωστε δεν υπήρχε περιθώριο επιλογής. Απλά ζητήσαμε να μπορέσουμε να ξεκουραστούμε το βράδυ και να έχουμε μαζί μας το σπαθί για την μάχη. Δέχτηκαν, αλλά θα μας δίναν το σπαθί πριν μπούμε στην είσοδο της σπηλιάς του τέρατος. Όλο το βράδυ επουλώναμε πληγές, ενώ η Ιρίκα προετοίμαζε τα ξόρκια και τις προσευχές για την επόμενη μάχη. Τα χαράματα της 1/2, ήμασταν έτοιμοι. Ανηφορίσαμε το μονοπάτι στο βουνό και μετά βγήκαμε από τον δρόμο και κατευθυνθήκαμε προς μία γειτονική σπηλιά. Λίγο έξω από την σπηλιά ένα Όρκ πλησίασε τον Έρικ και του επέστρεψε το σπαθί. Ο Έρικ είδε ότι κάτω απο το όνομα του, στη λεπίδα του Γκάλαντμπολγκ, είχε προστεθεί ένα ακόμα όνομα, από Όρκ αυτή τη φορά. 
 Μην έχοντας χρόνο για χάσιμο, μπήκαμε μέσα. Καταλάβαμε ότι αυτή η σπηλιά ήταν πηγή πόσιμου ύδατος για τα Όρκ. Και ξάφνου, μέσα από τα νερά τις πηγής, ξεπρόβαλε ένα στοιχειό του Βράχου, μία πέτρινη μάζα βάρους ενός τόνου με χέρια ικανά να συνθλίψουν σπίτια ολόκληρα. Η μάχη ήταν αναπόφευκτη, μα στο τέλος μας βρήκε νικητές. Ο καημένος ο Ίνκυ κόντεψε να χάσει την ζωή του, είχε πέσει αναίσθητος αγκαλιάζοντας σφιχτά την δίχειρη σπάθα του Έρικ, μα η Ιρίκα κατάφερε να τον γιατρέψει και να τον κρατήσει ζωντανό. Με μεγάλες πληγές, μα θριαμβευτές, βγήκαμε από το σπήλαιο. Τα Όρκ μας κοιτούσαν με μιά γκριμάτσα που θύμησε χαμόγελο και μας άφησαν να συνεχίσουμε την πορεία μας προς το βουνό.
 Τρείς μέρες περπατούσαμε με μόνο εχθρό το βουνό. Το μονοπάτι όσο ανηφορίζαμε γινόταν και πιό απότομο και το κρύο πιο τσουχτερό. Η Ιρίκα για να προστατέψει εμάς από το κρύο, άρπαξε η ίδια ένα κρυολόγημα και τις επόμενες μέρες ήταν συναχωμένη. Την νύχτα στις 3/2 κατασκηνώσαμε σε ένα μικρό οροπέδιο που συναντήσαμε. Στη βάρδια του Κάσπερ στην σκοπιά, ακούστηκε ένας ήχος από τεράστιες φτερούγες. Ο Κάσπερ μας ξύπνησε και μπροστά μας αντικρίσαμε δύο Αρπυίες, δύο γυναίκες κακάσχημες και αποστεωμένες, με γαμψά νύχια και φτερά αρπακτικού, σε αναζήτηση σάρκας, κατά προτίμηση ανθρώπινης. Η μάχη που ακολούθησε ήταν σύντομη, αλλά τραγική. Από απροσεξία μου χτύπησα δύο φορές με την βαλλίστρα μου τον φουκαρά τον Κάσπερ, ο οποίος έψαχνε μετά καταφύγιο από τα βέλη μου. Το τελικό χτύπημα στην δεύτερη Αρπυία, το έδωσε ο Ίνκυ, ο οποίος έδειξε εξαιρετικό κουράγιο για να σηκώσει την μεγάλη σπάθα του Έρικ, την οποία δεν αποχωρίστηκε από την αρχή του ταξιδιού. Στην κάθοδο της πορείας του το σπαθί, με τον Ίνκυ να το ακολουθεί, κατάφερε το θανάσιμο πλήγμα. Έπειτα, ο Ίνκυ απέδειξε ότι οι καλικάντζαροι ξέρουν από γκουρμέ γεύσεις και μας μαγείρεψε "παϊδάκια Αρπυίας στη θράκα" τα οποία αποδείχθηκαν εξαίσια. Δεν ξέρω κατά πόσο θεωρήτε κανιβαλισμός κάτι τέτοιο, άλλωστε οι Αρπυίες ανήκουν στο ζωικό βασίλειο, πάντως τα φάγαμε με όρεξη μέσα στο κρύο.
 Την επόμενη μέρα, 4/2, καθώς προχωρούσαμε, κανείς μας δεν αντιλήφθηκε κάτι λευκό να κινήτε πάνω στα χιονισμένα βουνά. Όταν το καταλάβαμε ήταν αργά. Ένας νεαρός δράκος, με άνοιγμα φτερών περίπου τέσσερα μέτρα, εξαπέλυε μια δέσμη ψύχους προς τα εμάς. Ο πόνος που νιώσαμε ήταν τρομαχτικός. Τον πολεμήσαμε με όλες μας τις δυνάμεις. Η μάχη κράτησε αρκετή ώρα, αλλά τελικά το πλάσμα υπέκυψε στα χτυπήματα μας. Μετά την μάχη ο Κάσπερ είπε "Αφού υπάρχει δράκος τότε υπάρχει και φωλιά. Αφού υπάρχει φωλιά τότε υπάρχει και θησαυρός!" Μάταια προσπάθησα να τον συνετίσω λέγοντάς του ότι ο δράκος ήταν νεαρός και κάπου θα τριγυρνάνε και οι γονείς του.
 Είδαμε το άνοιγμα του σπηλαίου στον βράχο απέναντι από το μονοπάτι. Ο Κάσπερ επέμενε να πάμε. Όλοι τον ακολουθήσαμε, εκτός από την Νούρια. Λες και η διαίσθησή της της υπέδειξε τον κίνδυνο. Εμείς αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε στον απότομο βράχο, ενώ η Ιρίκα, με μιά προσευχή στα πνεύματα της φύσης, έβγαλε φτερά και άρχισε να πετάει προς το άνοιγμα με το Ίνκυ αγκαλιά. Πρώτος γλίστρησε και έπεσε ο Έρικ. Η Ιρίκα αστραπιαία άφησε τον Ίνκυ στο άνοιγμα και βούτηξε προς το κενό που έχασκε κάτω από τα πόδια μας, με βάθος ενός χιλιομέτρου. Κατάφερε να προλάβει τον Έρικ και να τον συγκρατήσει. Την ώρα που τον ανέβαζε στο άνοιγμα συνέβη το μοιραίο. Ο Κάσπερ γλίστρησε κι έπεσε. Εγώ κατάφερα να ανέβω στο άνοιγμα μόνο για να δω την άβυσσο να καταπίνει την ψιλόλιγνη φιγούρα με τα μαύρα-μπλε μαλλιά του φίλου μου. Έπειτα όλα μου φαντάζουν θολά. Οι υπόλοιποι γύρω μου, στο άνοιγμα της σπηλιάς, ο Ίνκυ που έλεγε ότι μέσα στη σπηλιά κοιμάται ένας Παγωμένος Γίγαντας, η κάθοδός μου στο μονοπάτι, όλα θολά, σαν μέσα σε όνειρο.

 Ούτε κατάλαβα ότι προχωρούσαμε δυό μέρες ασταμάτητα για να κατέβουμε το βουνό. Φτάσαμε στον πάτο της χαράδρας και αρχίσαμε μανιασμένα να σκάβουμε το χιόνι για να βρούμε τον Κάσπερ. Δεν είχα καμμία ελπίδα να τον βρω ζωντανό. Το μόνο που ήθελα ήταν να βρω το κουφάρι του και να τον θρηνήσω. Δεν του άξιζε αυτός ο θάνατος. Ήταν ο πιό νέος από όλους μας, ο βενιαμίν. Γεμάτος ενέργεια, γεμάτος πάθος για να ζήσει. Αυτός ο εξαιρετικός ζήλος για ζωή τον οδήγησε εκεί που τον οδήγησε. Στην Άβυσσο... Πριν λίγες μέρες σκεφτόμουνα τα παιχνίδια που μας παίζει η μοίρα. Ίσως αυτό να ήταν γραφτό να γίνει στον Κάσπερ. Δεν θέλω, όμως, να πιστέψω ότι ένα τερτίπι του πεπρωμένου είναι ικανό να στερήσει την ζωή από ένα νέο παιδί.

...........Συνεχίζεται................

Comments

Athar Vulrax said…
(Αντί υστερόγραφου)

Έτσι όπως πάμε με τα ημερολόγια θα χρειαστώ καινουργιο μπλογκ εργολαβία μονο το Ντζουρναλ! Παντως το τέλος δένει με το δευτερο ποστ του Κασπερ/Αλεξανδερ πολυ ωραια. Αντε να χαρουμε λιγο γιατι εγραφα τις τελευταιες γραμμες κι εκλεγα, μετα διαλεξα και τον προλογο. Και συνεχιζω να επιμενω για την εκπομπη! Θα ειναι κατι το ριζοσπαστικο, το επαναστατικο!!!αυτα ...
εντζοϋ κυριες και κυριοι!
Ο ταπεινός σας Βάρδος
Oliva said…
Το γέλιο της αρκούδας!!! Γέλασα με την ψυχή μου. Υπάρχουν κάποιες μικρές διαφορές από την ιστορία μας αλλά δεν πειράζει γιατί εξαλοόυθεί να είναι ένα καταπληκτικό κείμενο.
Tasos said…
Ούτε συννενοημένοι να είμασταν φίλε μου Athar μάλλον βρήκα το άλλο μου μισό (χαχαχααχχαχ).
Άστα Κώστα και εγώ γελούσα (γαμώ το ζάρι μου).
Athar Vulrax said…
H alh8eia oti ama ta egrafa ola 8a me petouse e3w to programma!!! Kapoia ta 8umh8hka sthn poreia(opws thn synanthsh NOuria-Magissa) alla to geniko nohma tou session mphkan kai sumperielaba ta shmantikotera... Skepsou as poume na 3exnousa thn ptwsh tou Casper!!!
Ta sxolia ths Mar8as perimenw, na pw thn alh8eia!!!
Πριν τα σχόλια της Μάρθας θα ακούσεις τα δικά μου!!!
Έσκασα να γελάω ξημερώματα και μου κόπηκε και η όρεξη για ύπνο,όμως μου ήρθε άλλη όρεξη, ή μάλλον έμπνευση. Αφού και οι δύο φαγωθήκατε να με σχολιάζετε,νομίζω πως είναι η ώρα να αρχίσω να γράφω το ημερολόγιο-σκέψεις της Νούρια, για να μπουν τα πράγματα σε μια τάξη!!!Άντε γιατί πολλά άκουσα και ακόμα πιο πολλά ανέχτηκα!!! (Άκουσε εκεί να λες πως ήμουν απαρηγόρητη!Σιγά τον γόη τον Κίραν, που δεν είναι και γόης εδώ που τα λέμε, για να καταφέρει να με κάνει να νιώθω χάλια!)
Τα λοιπά στο καινούριο ποστ!

Φιλάκια!!!

Popular posts from this blog

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Planescape: Age of Spiders