Το Ημερολόγιο Του Βάρδου(μέρος πρωτο)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

*Ησυχία....

*ΣΣΣΣσσσσσσσσσΣΣΣΣΣ.....

*Εχεμ....Ντριιιιιίν

"Ήταν ένας γέρος, είχε δυό παιδιά
είχε κι ένα κάστρο, γεμάτο με φλουριά
όποιος είχε ανάγκη, βοήθεια του ζητά
κι ο γέρος βοηθούσε, με δώρα και λεφτά...

 Οι γιοί του ολά αυτά, τα έβλεπαν στραβά
γιαυτό και μες την νύχτα, χτυπήσαν σιωπηλά
ο ένας δηλητήριο, τον πότησε κρυφά 
κι ο άλλος, με στιλέτο, χτυπάει στην καρδιά...

 Την άλλη μέρα ο γέρος, σηκώθηκε αργά
μπροστά απ'το κρεβάτι του, τα δυό του τα παιδιά
ο ένας ήταν πράσινος, με μάτια γουρλωτά
κι ο άλλος με το χέρι του, σφιχτό πάνω στην καρδιά..."

 "Ευχαριστούμε πάρα πολύ Άθαρ..." - "Η ευχαρίστηση όλη δική μου Διδάσκαλε"
"Λοιπόν παιδιά, τι μας δίδασκει το παραμύθι που μόλις μας τραγούδησε ο Βάρδος;"
"Εεε... οτι οι κακοί δεν γλυτώνουν; ... ότι οι Βάρδοι είναι χαζοί και όλα τα λένε τραγουδηστά; ... οτί όποιος έχει πολλά λεφτά όλοι θέλουν να τον σκοτώσουν;........"

 Ναι ναι, καλά το καταλάβατε, εγώ είμαι αυτός! Μετά από μιά ζωή γεμάτη περιπέτειες, με χιλιάδες τραγούδια να παίξω στο λαούτο μου, με μυριάδες διηγήσεις να σας γλυκάνουν την καρδιά και να σας φέρουν δάκρυα στα μάτια, αποφάσισα να συνετιστώ, να κατασταλάξω κι εγώ κάπου, να κάνω οικογένεια και παιδιά. Νά'μαι, λοιπόν, να δουλεύω για την Σχολή της Κανάλ, παίζοντας τραγούδια για τους μικρούς μαθητευόμενους. Ίσως να μην είναι τόσο διασκεδαστικό όσο η παλιά μου καριέρα, αλλά τουλάχιστον έχει σταθερό μισθό και ένσημα.
 Δεν ήταν, όμως, πάντα έτσι... (η εικόνα του Άθαρ αρχίζει να κυματίζει, ενώ ο ήχος άρπας προιδεάζει τον αναγνώστη-θεατή για την επικείμενη αναδρομή- φλασ μπακ)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ


 Όλα ξεκίνησαν την πρωτοχρονιά του 1110 Τ.Σ. Εγώ τότε ζούσα στο Κιλκιστάν, ένα χωριό βόρεια που μετρούσε πεντακόσιες ψυχές όλες κι όλες. Οι γονείς μου ήταν κυνηγημένοι από τον Αυτοκρατορικό Στρατό οπότε από τα 13 μου κι έπειτα έμενα με τους θείους μου και τα ξαδέρφια μου. Αυτά όμως είναι μιά άλλη ιστορία που θα σας την διηγηθώ άλλη φορά.
 Όπως κάθε πρωτοχρονιά όλα κυλούσαν ήρεμα και γιορτινά. Η μεγάλη μου ξαδέρφη, η Νούρια (στην πραγματικότητα ήμασταν συνομήλικοι αλλά ήταν πιό νταβραντισμένη από εμένα γιαυτό και ήταν η μεγαλύτερη!) γκρίνιαζε, όπως πάντα, ότι για άλλη μια χρονιά θα μένουμε εγκλωβισμένοι στο κωλοχώρι, εγώ την πείραζα ότι άμα δεν παντρευτεί δεν το κουνάει ρούπι από εδώ, έπειτα τρώγαμε οικογενειακά και βρίσκαμε τους φίλους μας στο πανδοχείο του χωριού. Ποτέ δεν παρατήρησα άμα το πανδοχείο είχε όνομα, αλλά ποιο το νόημα; Ήταν το μοναδικό σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Έτσι και την πρωτοχρονιά του 1110 Τ.Σ., όντας δεκαοχτάχρονοι "ενήλικες", τραβήξαμε για το πανδοχείο. 
 Στο πανδοχείο τους βρήκαμε όλους. Πήγαμε και καθίσαμε στο τραπέζι των φίλων μας, οι οποίοι ήταν από πιό νωρίς εκεί. Είδα τα πρόσωπά τους και κατάλαβα ότι υπάρχει τελικά κάποια ελπίδα στον κόσμο. Είδα τον Έρικ, τον γιό του σιδερά, ένα γεροδεμένο παλικάρι, στα πρώτα βήματα της ενηλικίωσής του, με αργούς τρόπους αλλά με ένα έξυπνο σχόλιο όποτε χρειάζεται. Τον Κάσπερ, τον βενιαμίν της παρέας, σπιρτόζος και δαιμόνιος, με την ψηλόλιγνη φιγούρα του και τα μάυρομπλε μαλλιά του να φαντάζει σαν πλάσμα της νύχτας. Ο Κάσπερ ήταν ο κολλητός μου. Ήταν δύο χρόνια μικρότερος από μένα, κι αυτός παιδί που έχασε τους γονείς του και τον φιλοξενούσαν οι χωρικοί στον ναό του χωριού. Τελευταία καθόταν η Ιρίκα. Η Ιρίκα δεν ήταν από τα μέρη μας κι αυτό φαινόταν. Πρώτα από όλα ήταν, μιά πανέμορφη μισόΞωτικίνα που είχε διάφορες δυνάμεις, επικοινωνούσε με τα πνεύματα και ήταν σε διαρκή επαφή με την φύση. Έπειτα δεν ζούσε καν στο χωριό μας. Ζούσε σε ένα βαρβαρικό χωριό βόρεια από το Κιλκιστάν και ερχόταν συχνά για να εμπορεύεται αγαθά. Ήταν μεγαλύτερη από όλους μας και, μαζί με το ότι μου θύμιζε αμυδρά την μητέρα μου, μου δημιουργούσε μια ιδιαίτερη συμπάθεια.
 Οι πέντε μας, λοιπόν, αφού σχολιάσαμε και γκρινιάξαμε για τη ζωή στο χωριό, βαρεθήκαμε στο πανδοχείο και αποφασίσαμε να πάμε μιά βόλτα μέσα στο κρύο χειμωνιάτικο απόγευμα, να απολαύσουμε το τοπίο. Μετά από μιά διαφωνία με την Νούρια, καταλήξαμε στο σημείο όπου συνήθιζε να συχνάζει η αγαπητή μου εξαδέλφη μονάχη της όταν είχε τα νεύρα της, δηλαδή κάθε μέρα, καμιά φορά και παραπάνω από δυό με τρείς φορές την ημέρα. Εκεί, λίγο έξω από το χωριό, στεκόταν ένα περίεργο άγαλμα, λαξευμένο πάνω σε ένα κομμάτι βράχου το οποίο δεν ήταν από τα μέρη μας. Η Ιρίκα ισχυρίστηκε ότι το άγαλμα είχε μιά αύρα μαγείας γύρω του. Αναρωτηθήκαμε αν ο βράχος πάνω στον οποίο σκαλίστηκαν αυτές οι περίεργες ηρωικές φιγούρες, ήταν από τα γειτονικά βουνά, και εγώ, σε μιά αναλαμπή γνώσης θυμήθηκα ότι κάπου υπήρχε και μία περιοχή γεμάτη άμμο, μιά έρημος πριν τα βουνά.
 Αφού κατασκηνώσαμε στο άγαλμα και συνεχίσαμε την ανούσια, μα τόσο διασκεδαστική, κουβέντα μας, ξάφνου το βλέμμα της Ιρίκα πάγωσε! Χωρίς πολλές διευκρινήσεις μας συμβούλεψε να τσακιστούμε να επιστρέψουμε στο χωριό. Όπως κάθε λογικός άνθρωπος, πήραμε στα σοβαρά τα λεγόμενά της και αρχίσαμε να τα μαζεύουμε. Καθώς επιστρέφαμε αρχίσαμε να παρατηρούμε κι εμείς ένα περίεργο βουητό να αναβλήζει από την ίδια την γη! Και τότε συνέβη... 
 "Σεισμός!" φώναξε κάποιος. Ανοίξαμε κι άλλο το βήμα μας να φτάσουμε πιό γρήγορα στο χωριό, και για την ασφάλεια, μα και για να δούμε τι συνέβη στους κοντινούς μας ανθρώπους. Από όσο μπορούσαμε να θυμηθούμε, ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε σεισμός στον Κόσμο του Σμαραγδιού, οπότε όλοι ήταν απροετοίμαστοι. Όλο το χωριό ήταν μαζεμένο στη πλατεία του χωριού. Αφού επιβεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχαν απώλειες, ούτε υλικές, ούτε σε ζωντανές ψυχές, κινηθήκαμε για το πανδοχείο να συζητήσουμε και να ηρεμίσουμε λίγο. 
 Κινηθήκαμε όλοι, εκτός από την Νούρια, η οποία επέλεξε να πάει στο πολυαγαπημένο της μνημείο, να δεί άμα είχε πάθει κάτι. Εμείς συζητούσαμε τι να κάνουμε χωρίς να γνωρίζουμε τα όσα βίωνε η Νούρια. Με το που έφτασε έφιππη, λοιπόν, η κοπέλα στο άγαλμα, το βρήκε μπροστά της συντρίμμια και ακριβώς μπροστά του ξάπλωνε αναίσθητο ένα πανέμορφο, υπέροχο πλάσμα. Τα μάτια της ήταν σαν δύο ερωτικές οάσεις μέσα σε μία κατάλευκη έρημο, ενώ τα μαλλιά της χύνονταν σαν καταρράκτης πάνω στους ώμους της, γίνονταν ένα με το υπέροχο γαλάζιο της φόρεμα, το οποίο ανεδύκνειε τα εξαίσια, μικρά στητά της... Τέλος πάντων, ξεφεύγω.(Για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε σε καμμιά δεκαριά ποιήματα που έχω γράψει για αυτήν και τα έχουν κλέψει εκατοντάδες βάρδοι!) Μπροστά στο άγαλμα βρισκόταν αναίσθητη αυτή η, από όλες τις απόψεις, πανέμορφη κοπέλα, την οποία η Νούρια έλουζε πατόκορφα με κάθε είδους βλασφημία, θεωρώντας την υπαίτια για την καταστροφή του αγάλματος. Σε εκείνο το χρονικό σημείο, εμείς αισθανθήκαμε λίγες τύψεις που την αφήσαμε μόνη της και επιστρέψαμε στον χώρο του μνημείο.
 Αφού μείναμε αποσβολωμένοι από το θέαμα που αντικρίσαμε, παρατηρήσαμε και το άγαλμα που είχε σπάσει! Η Ιρίκα είπε ότι χάθηκε όλη η μαγεία του μνημείου. Αντ' αυτού, μαγεία ανάβλυζε από το σώμα της κοπέλας. Καταλάβαμε ότι η μόνη λύση ήταν να τραβήξουμε την μανιασμένη Νούρια από πάνω της και να προσπαθήσουμε να την συνεφέρουμε λίγο. Τον ρόλο αυτό τον είχε φυσικά η Ιρίκα, ως η μόνη με κάποιες γνώσεις πρώτων βοηθειών (ήταν αυτή που ξεγεννούσε τα κατσίκια και τα γελάδια στο χωριό της, και στο δικό μας.) Οπότε, οι άντρες της παρέας γυρίσαμε κατά κάποιο τρόπο (κατά τρία τέταρτα ας πούμε) τις πλάτες μας στο θέαμα και αφήσαμε την Ιρίκα να κάνει την εξέταση. Αφού ξεγύμνωσε την νεαρή κοπέλα, και ο έναστρος ουρανός φώτιζε αυτό το θεσπέσιο κορμί με μία λάμψη θεϊκή, η Ιρίκα ανακάλυψε ότι η κοπέλα φορούσε ένα μαγικό κόκκινο ζωνάρι γύρω από την μέση της. Στο άκουσμα αυτής της ανακάλυψεις, για καθαρά επιστημονικούς λόγους, και οι τρεις άντρες της παρέας γυρίσαμε να το επεξεργαστούμε καλύτερα. Ο Κάσπερ, σαν πιό κάφρος από όλους μας, πρότεινε να το αφαιρέσουμε αυτό το κόκκινο μαντήλι, αλλά η ύπαρξη μαγείας πάνω του μας απέτρεψε να το κάνουμε. 
 Με τα πολλά, η Ιρίκα κατάφερε να την ξυπνήσει την κοπέλα, οπότε και πιάσαμε μια γενικότερη κουβέντα για το ποιά είναι. Είπε ότι την λένε Λύδα και είναι ιέρεια του Όλιβα. Προέρχεται από το μακρινό Βασίλειο της Ερήμου, εκεί στον νότο, πέρα από την Μεγάλη Θάλασσα. Παρατηρήσαμε ότι ήταν ξυπόλητη και είχε λάσπες στις λαχταριστές μικρές πατούσες της, και μας διευκρίνισε ότι στα μέρη της οι ναοί είναι υπαίθριοι, κατασκευασμένοι μέσα στις οάσεις. Έπειτα σκεφτήκαμε ότι, καλύτερα θα ήταν να την πάμε κάπου να κοιμηθεί. Για να αποφύγουμε τα βλέμματα των αχρείων χωριάταρων που θα μάραιναν ένα τέτοιο μπουμπούκι, διαλέξαμε σαν τόπο διαμονής της τον ναό του Κάσπερ και έτσι και πράξαμε.
 Αφού ξεκουραστήκαμε λίγο από την περίεργη αυτή βραδιά, πήγαμε κι εμείς στον ναό για να πάρουμε κάποιες αποφάσεις γαι την μετέπειτα πορεία μας. Εκεί βρήκαμε τον Κάσπερ να ροχαλίζει με έναν πολύ χαριτωμένο τρόπο, και την Λύδα να προσεύχεται. Μας είπε ότι ο Ολίβα της υπέδειξε ότι βρίσκεται στα μέρη μας για να εκπληρώσει μια αποστολή, την οποία όμως, ακόμα δεν της είχε αποκαλύψει, μεγάλη η χάρη Του. Η μοναδική πιθανότητα για αποκάλυψη, θα ήταν άμα πήγαινε η Λύδα σε κάποιο ναό του Όλιβα. Οι κοντινότεροι βρισκόντουσαν, ένας νότια στην Μίντιορ και ένας ανατολικά στο Ρασίντ. Κάθε πόλη απείχε τουλάχιστον μια βδομάδα δρόμο μακρυά μας. Με μία λάμψη στα μάτια όλοι καταλάβαμε ότι αυτή ήταν η ευκαιρία μας να ξεκουμπιστούμε από το, συμπαθητικότατο κατά τα άλλα, χωριό που άκουγε στο όνομα Κιλκιστάν και μας είχε φάει τα νιάτα. Έτσι λοιπόν τα ζάρια μας υπέδειξαν ότι πρέπει να πάμε στο Ρασίντ. 
 Το μόνο πρόβλημα ήταν πως να πείσουμε τους θείους μου. Γιατί, εμένα μπορεί να με είχαν ελαφρώς χεσμένο, αλλά για την Νούρια είχαν άλλα όνειρα. Μιά μέρα να την δουν νυφούλα και μετά θα ήταν "ελεύθερη", δέσμια κάποιου πενηντάρη κοιλαρά έμπορου από το νότο. Οπότε μετά από πόλυ ώριμη σκέψη, χαρακτηριστικό μου απο την νεότητά μου, κατέληξα στο εξής ευφυέστατο συμπέρασμα. Η μόνη λύση ήταν να πάει η Νούρια μια εκδρομή για να παντρευτεί. Αποφάσισα να αναλάβω δράση. Τελικά τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα ήθελα και στο τέλος αρραβώνιασα, με εξαιρετική πειθώ ομολογουμένα, τον Έρικ με την Νούρια και το ταξίδι στο Ρασίντ θα γινόταν για να γνωριστεί το ζευγάρι καλύτερα! Τέλος πάντων, περασμένα ξεχασμένα... (πάντως η παρέα γέλασε με την καρδιά της, μέχρι και τα σοβαρά κεχριμπαρένια χειλάκια της Λύρα έσπασαν ελαφρώς σε ένα χαμόγελο!!!)
 Το ξημέρωμα της 3/1 ξεκινήσαμε. Η Νούρια ήταν με το άλογο της, ελαφρώς τσατισμένη, στον ρόλο του ανιχνευτή. Ειλικρινά ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό το κορίτσι. Άμα δεν έκανα αυτά που έκανα, ποτέ δεν θα έφευγε από το χωριό και ακόμα πιο πολύ από την μιζέρια που της ενέπνεε. Άλλωστε, για να λέμε και τα πράγματα ορθά, μιά χαρά παιδί ήταν ο Έρικ. Γεροδεμένος, ψηλός, εργατικός. Μην ξεχνάμε ότι, και η Νούρια ήταν μπρατσωμένη, οπότε μόνο ένας σιδεράς θα μπορούσε να την κουμαντάρει. Συνεχίζω να επιμένω ότι ήταν τέλειο ζευγάρι κι ας γκρινιάζαν και οι δύο. Στο θέμα μας. Τις πρώτες τέσσερις μέρες περπατούσαμε και κατασκηνώναμε και δεν πετύχαμε τίποτα περίεργο μπροστά μας. Μόνο η Ιρίκα είχε δει κάποια ανησυχητικά όνειρα και μας τα περιέγραφε. Έβλεπε, λέει, μια ομίχλη την οποία αποτελούσαν πνεύματα και ψυχές και τραβούσαν ανατολικά. Οι υπόλοιποι προβληματίστηκαν, εμένα πάλι μου φαίνεται ότι έφταιγε που έτρωγε βαριά κάθε βράδυ πρίν πέσει για ύπνο.
 Την τέταρτη μέρα πεζοπορίας, 6/1, πετύχαμε ένα καταυλισμό από δυό- τρία καραβάνια μαζωμένα. Είχαμε ξανασυναντήσει ένα ακόμα καραβάνι εν κινήσει, σε αντίθετη πορεία απο εμάς, οι οποίοι μας προειδοποίησαν για τις αναταραχές στο Ρασίντ και συνέχισαν την πορεία τους. Αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Είχαμε μιά ευκαιρία να κατασκηνώσουμε με κόσμο γύρω μας, να ανταλλάξουμε μιά κουβέντα, να κάνουμε την δικιά μας μικρή εντράδα στον κόσμο της περιπέτειας. Μέσα από τον κλοιό που δημιουργούσαν τα κάρα ήταν στημένο κανονικό πανηγύρι. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ ευχάριστη, αν και οι διάφοροι Αυτοκρατορικοί που παρευρίσκονταν μας κοιτούσαν περίεργα. Στις βόλτες μας μάθαμε διάφορα για τους αντιφρονούντες που δημιουργούσαν τις φασαρίες. Δυστυχώς, η παρουσία των Αυτοκρατορικών δεν μας έδωσε την ευκαιρία να δούμε και τις δύο όψεις του νομίσματος για το ζήτημα. 
 Αργά το απόγευμα, μέσα στο κέντρο του καταυλισμού στάθηκε ένας γεράκος ο οποίος ήταν γνωστός σε όλους, από ότι καταλάβαμε, αφού όλος ο κόσμος άρχισε να του ζητάει κι από μία ιστορία. Προφανώς, ο γεράκος, ήταν κάποιο είδος παραμυθά ή ραψωδού. Τελικά από ότι μάθαμε αργότερα, ο γέρος ήταν Κήρυκας, ένας άνθρωπος που με απλές διηγήσεις και πολύ όμορφο τρόπο μετέφερε παλιές και καινούργιες ιστορίες, πραγματικές, μυθικές ή θρυλικές. Αυτός πάντως είχε χρέος να τις λέει. Και με αυτές τις φράσεις προλόγισε την επικείμενη ιστορία του. Η ιστορία αναφερόταν στον Αυτοκράτορά μας και στις φιλικές σχέσεις που διατηρούσε με διάφορες αμφιλεγόμενες ηρωικές φιγούρες του παρελθόντος, πράγμα που προκάλεσε την έντονη αντίδραση και αποδοκιμασία των Αυτοκρατορικών και των εθνικοφρόνων, διότι, ως γνωστά κλειστόμυαλα, συντηρητικά πλάσματα, δεν μπορούν να δεχτούν μιά άλλη άποψη, η οποία, σύμφωνα με τα πιστεύω τους, αποτελεί βδέλυγμα. Οπότε, αυτοί οι ίδιοι, αρχίσαν να πετάνε διάφορα αντικείμενα και λαχανικά στον καημένο γέροντα. 
 Με μεγάλη μου έκπληξη, είδα την Νούρια να ορθώνει το κορμί της μπροστά του, με ένα σθένος το οποίο παραδέχομαι πως θαύμασα και ζήλεψα, και να προστατεύει από την ρίψη αντικειμένων. Αφού ο γέρος τέλειωσε την αφήγησή του, τον πήραμε και τον συνοδεύσαμε στο βαγόνι όπου έμενε. Εκεί τον περιποιήθηκε η γυναίκα του, ενώ παράλληλα μας συστήθηκε και μας αφηγήθηκε ένα όνειρό του. Μας είπε ότι μας είδε σε ένα όνειρο και τους πέντε να κρατούμε ένα αντικείμενο το οποίο λεγόταν το Κλειδί της Συλβάννα. Εγώ θυμήθηκα την ιστορία που μου είχε διηγηθεί η μητέρα μου για ένα αντικείμενο το οποίο περνούσε από μια γυναίκα ΞωτικοΒασίλισσα στην επόμενη θηλυκή διάδοχό της. Αυτό ήταν ένα αντικείμενο το οποίο, όταν το χρησιμοποιούσε η Μεγαλειοτάτη Ξωτικίνα ήταν ικανό να δημιουργήσει μεγάλο καλό, έπρεπε όμως να χρησιμοποιήτε μόνο όταν το επέβαλαν οι συνθήκες και κάποιο μεγάλο κακό απειλούσε τον κόσμο. Από φόβο μην αποκαλύψω το αίμα Ξωτικού που τρέχει στις φλέβες μου, βλακωδώς δεν φανέρωσα αυτή τη γνώση στους υπολοίπους.
 Πάνω στην κουβέντα που κάναμε, σχολιάσαμε το θέμα της ημερομηνίας και τότε ανακαλύψαμε ότι η Λύδα νόμιζε ότι έχουμε έτος 100. Φυσικά υπήρχε το θέμα διαφορετικών ημερολογίων, αλλά και πάλι κάτι δεν πήγαινε καλά με τις μετρήσεις μας. Είπαμε να το αφήσουμε για άλλη φορά και να πάμε για ύπνο. Αφού όλοι κοιμόντουσαν, εγώ με τον Κάσπερ αποφασίσαμε να πάμε για λίγη κατασκοπεία στο τροχόσπιτο του γέρου, μήπως και τον ακούγαμε να λέει κάτι για μας στον ύπνο του. Από τον γέρο ακούσαμε μόνο ροχαλητά, αλλά πάνω στην προσπάθειά μας να ακούσουμε και το παραμικρό μέσα στο σκοτάδι, τα αυτιά μας έπιασαν την συζήτηση κάποιων Αυτοκρατορικών Φρουρών. Έλεγαν αυτοί ότι κάποιος Λοχαγός του Αυτοκρατορικού Στρατού με τον Λόχο του, αντί να επιστρέψουν στο Ρασίντ, επέλεξαν να κατασκηνώσουν λίγα χιλιόμετρα βορειότερα. Επίσης ανέφεραν ότι ο συγκεκριμένος λοχαγός, σε μία έρευνα που έκανε στα βόρεια χαλάσματα των Ξωτικών βρήκαν ένα μαγικό αντικείμενο και το κρύβουν εκεί. Κατευθείαν γυάλισαν τα μάτια μου και του Κάσπερ, για διαφορετικούς λόγους στον καθένα. Εμένα, γιατί κατευθείαν σκέφτηκα το Κλειδί της Συλβάννα και ο Κάσπερ, γιατί αυτή ήταν η φύση του, να ψαχουλεύει τα μαγικά, τα γυαλιστερά, τα εξωτικά και γενικότερα τα περίεργα αντικείμενα των άλλων. Επίσης, στην φύση και των δυό μας ήταν να μην φανερώνουμε στους άλλους τις προθέσεις μας, εκτός κι αν ήταν μεγάλη ανάγκη, και απλά να τους οδηγούμε εκεί που θέλουμε. Ίσως κάποιος να το θεωρήσει αυτό εκμετάλλευση, αλλά εμείς το κάναμε για να μην προκαλέσουμε έντονες αντιδράσεις. Άλλωστε κανέναν δεν πιέσαμε να κάνει κάτι που δεν ήθελε. Στο δια ταύτα, κανείς μας δεν ανέφερε τα όσα ακούσαμε, παρά μόνο πολύ αργότερα.
 Την επομένη 7/1, ξαναρχίσαμε την πορεία μας για το Ρασίντ. Είχαμε ακόμα τρεις μέρες πεζοπορίας, οι οποίες κύλησαν ομαλά. Μόνο τα βράδια συνέχισε η Ιρίκα να βλέπει τα όνειρά της, τα οποία άρχισε να τα βλέπει και η Λύδα. Στις 9/1 το πρωί φτάσαμε στο Ρασίντ και τότε η Ιρίκα παρατήρησε ότι μία σκοτεινή κουκουλωμένη φιγούρα μας ακολουθούσε. Δεν προλάβαμε να δούμε ποιός ήταν και μας ξέφυγε. Αποφασίσαμε να πάμε στο πρώτο πανδοχείο και να καταστρώσουμε ένα πλάνο για να παγιδεύσουμε τον περίεργο τύπο που μας κατασκόπευε. Η πόλη ήταν ψυχρή και γεμάτη ψηλά και βρώμικα κτίρια. Για εμάς που δεν είχαμε φύγει ποτέ από το χωριό, το θέαμα μας εντυπωσίασε και μας αηδίασε ταυτόχρονα. Μπήκαμε στο πρώτο πανδοχείο που βρήκαμε, τους πέντε δράκους, και σταθήκαμε για λίγη ώρα στο έμβλημα που δέσποζε στο κατώφλι της πόρτας. Έδειχνε έναν δράκο με πέντε κεφάλια, ο οποίος όμως, φαινόταν ότι είχε πολλές στρώσεις βαφής, προφανώς ανάλογα με τις πεποιθήσεις του ιδιοκτήτη άλλαζαν το χρώμα του δράκου. Μπήκαμε μέσα και οι υπόλοιποι καθίσαν σε ένα τραπέζι. Εγώ πήγα στον πανδοχέα για την παραγγελία και για να τον ρωτήσω που βρίσκεται η πίσω πόρτα του μαγαζιού. Αφού αναγκάστηκα να του πω ότι ήθελα να ξεφύγω από την Νούρια(αγαπητή μου εξαδέλφη, τι έχεις τραβήξει από μένα;) την οποία παρουσίασα ως σύζυγό μου, τον έπεισα και μου έδειξε την πίσω πόρτα.
 Επέστρεψα στο τραπέζι και ο ταβερνιάρης έφερε τις μπύρες μας. Καθώς είδε την Νούρια, μου χτύπησε φιλικά τον ώμο και μου ψιθύρισε λόγια συγκατάβασης. Τέλος πάντων το σχέδιο που θα ακολουθούσαμε ήταν απλό. Ο Κάσπερ, ο μικρός μας Ρογκ, θα έβγαινε κρυφά και σιωπηλά από την πίσω πόρτα, την ώρα που θα σηκωνόμουν να πάω στην τουαλέτα, και θα τσάκωνε τον άνθρωπο που μας παρακολουθούσε. Όταν βγήκα από την τουαλέτα έμαθα ότι όλα πήγαν βάση σχεδίου, απλά την ώρα που ο Κάσπερ έβγαινε στο πίσω σοκάκι πάτησε την ουρά από μία γάτα, η γάτα τσίριξε και η κρυψώνα του αποκαλύφθηκε την στιγμή ακριβώς που θα μάθαινε την ταυτότητα του κατασκόπου. Για καλή του τύχη, του Κάσπερ, ο κατάσκοπος απλά το έβαλε στα πόδια και δεν έιχαμε διαμάχη. Πάντως για τις επόμενες μας μέρες στην πόλη δεν ξανααισθανθήκαμε την παρουσία του.
 Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του Κάσπερ, αποφασίσαμε να ολοκληρώσουμε την αποστολή μας και να πάμε στον ναό του Ολίβα την Λύδα. Στον ναό μάθαμε κάποια πράγματα για τις αναταραχές καθώς και για τον σεισμό. Οι απόψεις για τον σεισμό διίστανται, καθώς άλλοι ιερείς τον θεωρούσαν σαν κάτι καλό, σαν θεϊκό σημάδι, σαν τον προπομπό για το τέλος του κόσμου. Το θέμα είναι ότι όλοι κατέληγαν ότι κάποιο συμβάν πολύ μεγαλύτερης εμβέλειας έπεται. Η Λύδα επέστρεψε και μας είπε ότι η αποστολή που της αποκάλυψε ο Ολίβα ήταν να μας βοηθήσει να βρούμε το αντικείμενο που οραματίστηκε ο γέροΚύρηκας. Αποφασίσαμε να βρούμε ένα άλλο πανδοχείο να κοιμηθούμε και να επαναλάβουμε το κόλπο με τον Κάσπερ, οπότε τα βήματά μας μας οδήγησαν στη Μεγάλη Ασπίδα. Μπαίνοντας μέσα συναντήσαμε την επιβλητική φιγούρα ενός μισού Ορκ, ο οποίος ήταν και ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου. Ήταν τεράστιος και ακόμα πιό τεράστιος ήταν ο πολεμικός διπλός πέλεκυς που δέσποζε στην πλάτη του. Ζήτησα να κλείσουμε τρία δίκλινα δωμάτια, ένα για την Ιρίκα και την Λύδα, ένα για εμένα και τον Κάσπερ και ένα για το ζεύγος Έρικ- Νουρία, αλλά δεν εισακούσθηκα και έτσι πήραμε δύο τρίκλινα δωμάτια, ένα για τα αγοράκια και ένα για τα κοριτσάκια.
 Καθώς οι άλλοι ανέβαιναν προς τα δωμάτια, εγώ έμεινα πίσω να πάρω κάποιες πληροφορίες από τον ταβερνιάρη. Ήθελα να τον ρωτήσω που θα έβρισκα ημίαιμους και κατατρεγμένους στην πόλη και, φυσικά, που είναι η πίσω πόρτα του πανδοχείου. Αυτό δυστυχώς με έμπλεξε σε μία αποστολή η οποία δεν ξέρω κατά πόσο βοήθησε τις εξελίξεις, αλλά σίγουρα όσο διευκόλυνε άλλο τόσο περιέπλεξε την κατάσταση. Το θέμα είναι ότι έπρεπε να συλλέξω τα χρήματα από τις ιερόδουλες που είχε στην δούλεψή του ο μισοΟρκ ταβερνιάρης. Στην αρχή αρνήθηκα, αλλά μετά όταν το ανέφερα στους άλλους ο Κάσπερ δέχτηκε και ξεκινήσαμε μαζί να διεκπεραιώσουμε αυτό που μας ανατέθηκε. Κάτι που φάνταζε απλό εμείς το κάναμε περίπλοκο. Έπρεπε να πάμε στο κοντινό πανηγύρι όπου οι πόρνες του Μπλάκμπερν ήταν μεταμφιεσμένες σε χορεύτριες, για να προσελκύουν το κοινό, και να μαζέψουμε 1,5 χρυσό νόμισμα. Εκεί πετύχαμε κι άλλα παλληκάρια που έστειλε ο Μπλάκμπερν για τον ίδιο λόγο. Με τις εξαιρετικές μας ικανότητες στις διαβουλεύσεις καταφέραμε να τους πείσουμε ότι άμα προσελκύαμε εμείς τις κοπέλες θα παίρναμε τα χρήματα ολονών χωρίς την χρήση βίας.
 Μπήκαμε μέσα στην τέντα όπου περίμεναν πελάτες τα κορίτσια, και εκεί γνωρίσαμε την Νταβ, μία πανέμορφη κοπέλα που η ζωή της είχε φερθεί τόσο άδικα. Τελικά την λυπηθήκαμε και αποφασίσαμε να βάλουμε από την τσέπη μας τα χρήματα που περίμενε ο Μπλάκμπερν κι έτσι κι έγινε. Πήραμε και τα άλλα παλληκάρια και γυρίσαμε στο πανδοχείο όπου και παρουσιάσαμε στο μισοΌρκ τα υποτιθέμενα "έσοδα" της Νταβ και των κοριτσιών. Αυτός χάρηκε και μας προσέφερε μια θέση στη δούλεψή του αλλά εμείς φυσικά αρνηθήκαμε. Το βράδυ κατεβήκαμε να πιούμε μιά μπύρα πριν την καληνύχτα, εγώ, ο Κάσπερ, ο Έρικ και η Νούρια. Η Λύδα και η Ιρίκα προτίμησαν να μην παρευρεθούν με όλα αυτά τα αποβράσματα γύρω τους, και καλά έκαναν. Στην αρχή δεν μάθαμε και πολλά, το μόνο που καταφέραμε ήταν να ζαλίστει η Νούρια από τις αναθυμιάσεις των ναργιλέδων των διπλανών τραπεζιών. Έπειτα ήρθε ο Μπλακμπερν και μας κέρασε και τότε εμφανίστηκε η Νταβ. Η Νούρια, αν και ζαλισμένη, κατάλαβε ότι κάτι τρέχει με την Νταβ και, το χειρότερο, οτί η Νταβ είναι πόρνη. Για να μην επιδεινωθεί η κατάσταση πήρα την Νταβ για να με συνοδεύσει σε έναν χορό, αλλά ήδη ήταν πολύ αργά. Η Νούρια πήρε την πρωτοβουλία να απελευθερώσει την Νταβ και, μαζί με τον Έρικ, κλείσαν μιά συμφωνία με τον Μπλάκμπερν. Τους όρους του Μπλάκμπερν θα τους μαθαίναμε την άλλη μέρα το πρωί. Παράλληλα εγώ έμαθα από την Νταβ ότι οι ημίαιμοι της πόλης μαζεύονταν στους υπονόμους και γενικά ότι ήταν πολύ άρρωστοι. Επίσης έμαθα ότι υπήρχαν πάρα πολλοί κατάσκοποι στην πόλη και άμα ποτέ χρειαζόμασταν κάποιον θα μπορούσε να μας φέρει σε επαφή. Τέλος μου εξέφρασε την επιθυμία που της γέννησε η Νούρια, να απελευθερωθεί από τον Μπλάκμπερν και να μας ακολουθήσει. Έπειτα πήγαμε όλοι για ύπνο.
 Το πρωί 10/1, ξυπνήσαμε και, πριν φύγουμε, μάθαμε τους όρους του Μπλακμπερν για την απελευθέρωση της Νταβ. Ήθελε να του φέρουμε απόδειξη ότι σκοτώσαμε τον Λοχαγό που κατασκηνώνει βόρεια της πόλης. Τον ίδιο Λοχαγό που σκοπεύαμε να ληστέψουμε με τον Κάσπερ. Τα πράγματα ερχόντουσαν βάση κάποιου θεϊκού σχεδίου της Μοίρας. Πρώτα, όμως, αποφασίσαμε να πάμε στην τοπική βιβλιοθήκη να βρούμε στοιχεία για τον Κλειδί της Συλβάννα. Αφού ψάχναμε από το πρωί ως το απόγευμα, βρήκαμε αρκετά στοιχεία, τα οποία τα γνώριζα ήδη. Οπότε ήρθε η ώρα για να αποκαλύψουμε τι ξέραμε και τι όχι. Είπαμε, εγώ κι ο Κάσπερ, τι γνωρίζαμε κι έτσι καταλάβαμε όλοι ότι ο δρόμος μας θα πήγαινε βόρεια. Βέβαια υπήρχε μία πρόταση να ψάξουμε για τα Ξωτικά και τους ημίαιμους, στους υπονόμους της πόλης για να πάρουμε κι άλλες πληροφορίες για το μαγικό αντικείμενο, η οποία τελικά απορρίφθηκε. Κουρασμένοι από το ολοήμερο ψάξιμο, κατευθυνθήκαμε στο κοντινότερο πανδοχείο, αφού βεβαιωθήκαμε οτι δεν θα πέσουμε πάλι σε μπουρδέλο και βρεθήκαμε στον Πορτοκαλί Νάνο. 
 Την άλλη μέρα το πρωί κινήσαμε για τον στρατιωτικό καταυλισμό βόρεια. Ο καταυλισμός ήταν σκαρφαλωμένος στην κορφή ενός απότομου λόφου, απόκρημνος και καλά προστατευμένος. Αφού φτάσαμε εκεί είχαμε κάποιες διαβουλεύσεις με τον αρχηγό αποτυχημένες είναι η αλήθεια, οπότε κατηφορίσαμε άπραγοι. Στα μόνα συμπεράσματα που καταλήξαμε ήταν ότι ο Λοχαγός ήταν Βάρβαρος και αισθανόταν πολύ άβολα μέσα στην πανοπλία του, ότι όλοι οι παρευρισκόμενοι απ έπνεαν μια αύρα μοχθηρίας και ότι μέσα στο στρατόπεδο υπήρχαν 6 άτομα, ο αρχηγός, ο υπαρχηγος, μια περίεργη μάγισσα και τρεις απλοί οπλίτες. Αποφασίσαμε να αναλάβουμε δράση με το που σουρούπωνε. 
 Το αρχικό πλάνο ήταν να μεταμφιεστεί η Ιρίκα σε λύκο και να πάει να δει αν όντως αυτοί έχουν κάποιο περίεργο αντικείμενο. Την λογικέυσαμε όμως λέγοντας ότι ο Βάρβαρος θα λαχταρούσε την γούνα της, σύμφωνα με τα βαρβαρικά έθιμα. Τελικά, μετά από πολύ σκέψη αποφασίσαμε να μας κάνει, εμένα και τον Κάσπερ ένα ξόρκι κρυψώνας και να εισβάλουμε κρυφά και σιωπηλά στον καταυλισμό. Το ξόρκι πέτυχε και καταφέραμε να γίνουμε ένα με τον φυσικό χώρο που μας περιέβαλλε. Δυστυχώς δεν τα καταφέραμε να ήμαστε όσο σιωπηλοί χρειαζόταν, οπότε σήμανε συναγερμός και ξαφνικά όλο το στρατόπεδο ήταν εναντίον εμένα και του Κάσπερ. Οι υπόλοιποι κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγε καλά και άρχισαν να ανεβαίνουν, χωρίς την Λύδα, τον λόφο, ενώ εμείς δίναμε μάχη. Η μάχη ήταν χαμένη. Εγώ, ο Κάσπερ και η Νούρια βρεθήκαμε σύντομα ανάσκελα, ενώ η μόνη απώλεια που είχε ο λόχος ήταν η μάγισσα, η οποία μετά από κάποια δυνατά χτυπήματα του Έρικ εκσφενδονίστηκε στους αιθέρες και εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα. Τότε η Λύδα εξαπέλυσε ένα τρομακτικό κύμα ενέργειας, το οποίο μας γιάτρεψε και γύρισε υπέρ μας την έκβαση της μάχης. Ο Έρικ και η Ιρίκα αδρανοποίησαν τους φαντάρους και τους έδεσαν χειροπόδαρα, ενώ ο Κάσπερ, που πολεμούσε με τον υπαρχηγό στην πίσω πλευρά του λόφου, με έναν ελιγμό του οδήγησε τον υπαρχηγό να γκρεμιστεί στο βάραθρο που υψωνόταν κατακόρυφα. Εγώ με την Νούρια πολεμούσαμε με τον αρχηγό. Ενώ η Νούρια προσπάθησε απλά να τον βγάλει εκτός μάχης, εγώ με μία κίνηση του σπαθιού μου του έκοψα τον λαιμό. Δεν ξέρω πιά εσωτερική παρόρμηση με οδήγησε να το κάνω αυτό, ίσως ο οίστρος της μάχης, ίσως η τσατίλα που με ακινητοποίησε πριν, ίσως το ότι κάποιοι τέτοιοι κυνήγησαν τους γονείς μου, πάντως οι τύψεις για την πράξη μου ήταν ελάχιστες. 
 Αφού τελείωσε η μάχη, μπήκαμε στην κεντρική σκηνή και ανακαλύψαμε το αντικείμενο που ψάχναμε. Ένα μικρό ξύλινο κουτί με την φιγούρα ενός ξωτικού μέσα του. Αφού το καταφέραμε αυτό, είχε έρθει η ώρα να ξανασκεφτούμε ποια θα είναι η περαιτέρω μας πορεία. 

Comments

Athar Vulrax said…
(Αντί υστερόγραφου)

Να με συγχωρέσετε για το μέγεθος του ποστ αλλά αυτά διαδραματίστηκαν στο πρωτο σεσσιόν. Τώρα άμα κάτι το έγραψα λάθος φταίει το ότι δεν κρατούσα σημειώσεις και απλά έγραψα ότι συγκράτησε το μικρό χαοτικό μου μυαλό! Τέλος πάντων, Ανδρομέδα άμα μπορείς σαν ΟΡ να το "ξεκλειδώσεις" το ποστ ώστε ο κάθε παίχτης να μπορει να συμπληρώσει τα κακώς κείμενα του ημερολογίου!

Όσο για τον πρόλογο ίσως να μην ζήσει ο Άθαρ το επόμενο σεσσιόν, οπότε πως θα δουλέψει στην Κανάλ, αλλά ποτέ δεν ξέρεις... άλλωστε περί φαντεζί πρόκειτε, όλα είναι δυνατά!!!Μπορεί ο Ολίβα να με αναστήσει για να διδάσκω παιδάκια, ε φανταστηκέ μου ΔΜ;;;;

Ευχαριστώ πολύ, ο ταπεινός σας Βάρδος (κάτι μου λέει ότι πλέον το πήρα επ'ώμου το Ζουρνάλ)!!!
To journal σίγουρα το πήρες επ'ώμου, αλλά για να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα, δεν αρραβώνιασες την Νούρια με τον Έρικ, άσχετα αν το προσπάθησες!Η Νούρια ήταν αυτή που σας είπε ότι φεύγετε από το χωριό ξημερώματα, γιατί η ίδια δεν γούσταρε να κάτσει να ακούσει τις διάφορες μπούρδες που θα έλεγες και εσύ για να μας τα φτιάξεις αλλά και οι ακόμα πιο συγκλονιστικές αηδίες που θα έλεγαν οι γονείς της και οι γονείς του Έρικ...Πρακτικά η Νούρια το έσκασε από το χωριό.
Όσο για τους στρατιώτες στο Λόφο,ήταν τέσσερις και όχι τρεις.

Αυτά προς το παρόν...
Athar Vulrax said…
Αγαπητή εξαδέλφη, θα συμφωνήσω ότι οι στρατιώτες ήταν τέσσερις και ότι έλεγα μεγάλες μπούρδες. Επίσης να υπενθυμίσω τα 20άρια που έφεραν στο ζάρι στα μπλάφ μου και τα συμπεθέρια έτοιμάζαν το γλέντι του αρραβώνα, ότι ΕΣΥ μου τα χάλασες όλα και την έκανες νύχτα, και το ποιό ανώμαλο; Την έκανες με τον αρραβωνιαστικό σου(Έρικ), τον κουμπάρο(Κάσπερ), την προξενήτρα(εγώ), την ιέρεια που θα τελούσε το μυστήριο(Λύδα) και την υπέυθυνη στολίσματος της αίθουσας(Ιρίκα)...
Τα σχόλια ανήκουν στο κοινό!!!
Oliva said…
Η αληθεία είναι ότι δεν τους αρραβώνιασες Άθαρ. Αλλα όπως και να έχει παίζει πλάκα και θέλω να συνεχίσεις να το γράφεις γιατί μου θυμίζει ενα lighthearted campaign (και θα σας κάνει καλό.) Το θέμα είναι ότι άλλα πράγματα καταλαβαίνετε εσείς και άλλα πράγματα οι γονείς σας.
Athar Vulrax said…
Mhn 3exname oti paizoume 18xrona xwriatopaida... ara polu apexoun auta pou skeftomaste emeis apo auta pou skeftonte oi goneis mas! Kai to fun tou paixnidiou einai to pan...

Popular posts from this blog

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Planescape: Age of Spiders