Η Ιστορία Της Ιστάρρα

  Όλγα...ντουριννν(ήχος από λαούτο)...σέρβιρε στον κόσμο το κρασί, βγάλε τα κρέατα από την σχάρα... ήρθε η ώρα να σας πω... το παραμύθι της Ιστάρρα...

  Πριν από χρόνια πολλά, σε μέρη μαγικά και ευλογημένα, ζούσανε Έλφες, Ξωτικά, Τραγοπόδαροι και ζώα με μιλιά προικισμένα. Οι άνθρωποι δεν γνώριζαν πως να φτάσουνε εκεί, μόνο σε ιστορίες και παραμύθια Βάρδων τα είχαν ακούσει τα μέρη αυτά. Ήτανε, λέει, κρυμμένα μέσα σε δάση και δίπλα σε λίμνες  και ποτάμια, με γάργαρα νερά, κελαρυστά. Κι άλλωτε, λέει ο θρύλος, έπρεπε να περάσεις μέσα από κρυφά περάσματα, και ανοίγματα κάτω από καταράκτες για να τα φτάσεις. Μα ο πιό σύντομος δρόμος για να οδηγηθείς σε αυτά τα μέρη, ήταν ο δρόμος της καρδιάς! Κι άμα κάποια από τις Έλφες και τις Νεράιδες σου έκλεβε την καρδιά, τότε , όχι μόνο θα τα έβρισκες τα μέρη αυτά, αλλά μετά θα σε χάναν φίλοι και γνωστοί, θα έμενες για πάντα δέσμιος στα ξώρκια που σου έκαναν τα μαγικά πλάσματα! 

  Κανείς άνθρωπος δεν είχε δει αυτά τα μέρη, όλοι όμως ορκίζονταν ότι έστω και μιά φορά είχαν ακούσει το τραγούδι του Φαύνου μέσα στο δάσος... ότι είχαν δει μια νύφη να ξεπλένει τα χρυσά της μαλλιά μέσα στα νερά της πηγής του βουνού, και αυτή η θύμηση τους κυνηγούσε μέχρι να αφήσουν την τελευταία τους πνοή...

  Σε έναν τέτοιο τόπο ζούσε και η Καβέρα, μιά Ξωτικίνα του δάσους, με μακρυά μαύρα μαλλιά, πλεγμένα με φυλλωσιές. Τα μάτια της ήταν πράσινα σαν τα βρύα πάνω στον βράχο, ενώ το κορμί της, ψηλό και λυγνό σαν λεύκα, είχε μια καφετί χροιά, ήταν ένα κομμάτι της Γής, των κορμών των δέντρων... ήταν ένα κομμάτι του δάσους! Οι μέρες της Καβέρα περνούσαν ήρεμα, ονειρεμένα. Όλη μέρα χόρευε και τραγουδούσε πάνω στο γρασίδι, κι όπου πατούσε φύτρωναν αγριολούλουδα. Πάντα είχε για συντροφιά της μιά κιθάρα από Μαόνι, με τα τάστα φταγμένα από ξύλο τριανταφυλλιάς. Οι χορδές ήταν από ουρά μονόκερού, ενώ η κιθάρα ήταν διακοσμημένη με εικόνες σκαλισμένες πάνω σε κέρατο ελαφιού. Όλα τα πλάσματα του δάσους περίμεναν πότε θα περάσει η πανέμορφη ξωτικίνα να τους διασκεδάσει το πρωί και να τους νανουρίσει το βράδυ.

  Έτσι όμορφα κυλούσαν οι μέρες στο δάσος, ώσπου ξέσπασε ο Δεύτερος Πόλεμος γιά το στέμμα του Βορρά. Το αίμα που χύθηκε και από τα δύο στρατόπεδα ήταν τόσο πολύ, ποτάμια κόκκινα που ποτίζανε τη Γή. Ταυτόχρονα, και οι δύο διεκδικητές του στέμματος χρησιμοποίησαν ανεγξέλεγκτη και πανίσχυρη μαγεία, και πλήγωναν ακόμα πιο πολύ τα εδάφη πάνω από τα οποία περνούσαν. Η Γη πονούσε, έγινε αδύναμη. Κάθε χτύπημα προκαλούσε ρηγμάτωση κι άλλης μίας φυσικής προστασίας της. Τα μάγια και οι προφυλάξεις που κρατούσαν τα μαγικά πλάσματα απομονωμένα, έπεφταν σιγά σιγά, μέχρις ώτου η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική. Η Καβέρα έπαψε να τραγουδά. Μαζί με τα υπόλοιπα μαγικά πλάσματα έψαχνε να βρει άσυλο στα σκοτεινά μέρη του δάσους, εκεί όμως υπήρχαν άλλοι κίνδυνοι, κακόβουλα πλάσματα κρυμμένα στο σκοτάδι... διψασμένα για αίμα. Η Καβέρα ήταν πλέον κυνηγημένη από παντού.

 Σε μια από τις περιπλανήσεις τους περάσαν από ένα φρέσκο πεδίο μάχης. Όλοι ήταν νεκροί, τα μάτια της δεν άντεχαν το θέαμα. Μέσα στις βρώμικες φιγούρες που κείτονταν στο βαπτισμένο από αίμα χώμα είδε μιά φιγούρα να κινήτε. Καλόψυχη όπως ήταν, δεν μπόρεσε να αντισταθεί και έτρεξε να δει μήπως κάποιος ζητούσε βοήθεια. Καθώς πλησίαζε ένας Ιππότης από την προσωπική φρουρά του Βασιλέα προσπαθούσε να σηκωθεί. Για πρώτη φορά η Καλβέρα ένιωσε να μαγεύεται με κάτι που δεν ανήκε στον κόσμο του δάσους. Η αστραφτερή του πανοπλία, τα καστανά του μαλλιά, η γήινη και ανθρώπινη ομορφιά του την είχαν καθηλώσει. Ίσως να έφταιγε η πτώση όλων των προστατευτικών μέτρων της Γης, μα η Καβέρα δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Ευθείς έδωσε το χέρι της και βοήθησε τον Ιππότη. Περπάτησαν και βρήκαν λίγο πιο κάτω, στις παρυφές του δάσους, τον πρόχειρο καταυλισμό που είχαν στήσει οι υπόλοιποι της φυλής της. 

  Δεν ήταν δύσκολο να τον γιατρέψει. Έβαλε τον Ιππότη στην σκηνή της, επάνω σε ένα δέντρο. Με μιά πανάρχαια ψαλμωδία και με τα κατάλληλα βότανα, παρασκεύασε ότι χρειαζόταν για να τον κάνει καλά. Αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες και πολλά χαμόγελα γιατί δεν καταλάβαινε ο ένας την γλώσσα του άλλου. Του έβγαλε την πανοπλία και τα υφάσματα τα οποία φορούσε, μα η μυρωδιά του αίματος και του μόχθου του, ξύπνησαν όλα τα ζωώδη ένστινκτα που είχε μέσα του κρυμμένα ένα πλάσμα του δάσους. Αφού, λοιπόν, η Καβέρα γιάτρεψε τις πληγές του Ιππότη έπειτα πλάγιασε στο πλάι του και υπέκυψε σε κάθε του άγγιγμα, κάνοντας πράξη όλα όσα φανταζόταν από την ώρα που τον πρωτοείδε.

  Η αυγή βρήκε την Καβέρα να ξυπνάει με ένα τεράστιο χαμόγελο, νιώθοντας πρωτόγνωρα συναισθήματα. Γύρισε στο πλάι να καλημερίσει τον Ιππότη της μα ανακάλυψε ότι είχε εξαφανιστεί. Μαζί του έλειπαν και η πανοπλία του και ο εξοπλισμός του. Έτρεξε έξω από την σκηνή της και ρώτησε όσους είχαν ξυπνήσει άμα είδε κανείς τον Ιππότη. Όλοι της απάντησαν ότι έφυγε τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι κλέβοντας τρόφιμα και βότανα και ότι άλλο μπορούσε να βρει μπροστά του. Κανείς δεν προσπάθησε να τον σταματήσει, όλοι θεώρησαν ότι η απουσία του θα ήταν πιό ευχάριστη για όλη τη φυλή. Η Καβέρα ήταν συντετριμμένη για πολλές μέρες. Μέχρις ότου ανακάλυψε ότι ο Ιππότης έφυγε αλλά άφησε κάτι πίσω του. Άφησε τον σπόρο του να μεγαλώνει μέσα της. 

  Τα χρόνια πέρασαν και ο σπόρος αυτός έγινε ένα υπέροχο κοριτσάκι. Η μάνα της το ονόμασαι Ιστάρρα. Και όσο μεγάλωνε η Ιστάρρα γινότανε και πιό όμορφη, η φωνή της γινότανε πιο μαγευτική και η επιδεξιότητά της με την κιθάρα βελτιωνόταν μέρα με την μέρα. Με την μητέρα της μοιάζαν σαν αδερφές, με την διαφορά ότι η Ιστάρρα είχε επιδερμίδα λευκή σαν περιστέρι. Με τα χρόνια όμως άλλαξαν και πολλά πράγματα στο Βασίλειο του Βορρά. Ο νέος Βασιλεύς εκμεταλλευόμενος το πλήγμα που δέχτηκαν τα μαγικά πλάσματα, αποφάσισε να τα κυνηγήσει όλα. Άλλοι το απέδωσαν σε μία φοβία του για το στέμμα του, άλλοι πάλι σε μια προσωπική του ιδιοτροπία να γεμίσει την αυλή του με φυλακισμένα μαγικά πλάσματα προς τέρψη του ιδίου και των επισκεπτών του!

  Αυτό έκανε την φυλή της Καβέρα και της Ιστάρρα να συνεχίσει να είναι κατατρεγμένη. Τα Ξωτικά, οι Έλφες, οι Νεράιδες, δεν είχαν πλέον καμμία σχέση με τα γεμάτα χάρη πλάσματα που ήταν στο παρελθόν. Άρχισαν να γίνοντε καχύποπτα, σε σημείο που παραγκώνισαν την Ιστάρρα, αυτό το γόνο ανθρώπου, και να την αποβάλλουν, στην πορεία από την ομάδα. Οπότε, έφηβη ακόμα, η Ιστάρρα αποφάσισε να φύγει από το δάσος και να ψάξει να βρει την τύχη της με τους ανθρώπους... ίσως να έψαχνε να βρει και τον πατέρα της! Πριν ξεκινήσει η μητέρα της, η Καβέρα την εφοδίασε κάποια πράγματα που θα της ήταν χρήσιμα για την διαδρομή, μα το σημαντικότερο από όλα, την εφοδίασε με την κιθάρα της, δίνοντας της μία συμβουλή " Όποτε θα βρεθείς σε δύσκολη θέση, παίξε ένα από τα τραγούδια που σου έμαθα με την κιθάρα και κανένα πλάσμα δεν θα σε πειράξει, παρά μόνο θα μαγευτεί και θα ακούει αποσβολωμένο το άσμα σου. " Κι έτσι κι έγινε ... 

  Και η Ιστάρρα πορεύτηκε νότια, για αρκετά χρόνια και έμαθε να βγάζει το ψωμί της με την κιθάρα της και την φωνή της . Ώσπου ο δρόμος της την έβγαλε στο κατώφλι του πανδοχείου του " Αλώβητου Τράγου " όπου και άρχισε να δουλεύει σαν σερβιτόρα. Έκει γνώρισε τον Elijah Vulrax και τα υπόλοιπα είναι ιστορία...

  Ελπίζω να μην σας κοίμησα μ'αυτό το παραμύθι, μα να σας γέμισα με μια γλυκειά χαρά τα στήθη... Κι αν μέσα στα δάση ακούσετε κλάμα από κιθάρα, είναι η Καβέρα που κλαίει που έχασε την Ιστάρρα...

Comments

Oliva said…
A very nice story by Athar. Την σερβιτόρα την ξέρουμε?
Χαχαχαχα! "Η πιο καλή γκαρσόνα είμαι εγώ!" πρέπει να τραγουδάει τώρα η Όλγα! Η ιστορία είναι πάρα πολύ όμορφη, και αν κατάλαβα καλά, η Ιστάρρα είναι η μητέρα του Athar,σωστά;

Popular posts from this blog

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Planescape: Age of Spiders