Arathor

Μια και θα παίξουμε τον campaign του Μπρένταϊν σκέφτηκα πως θα ήταν μια καλή ιδέα να γνωριστείτε κομμάτι με τους npcs. Πρώτος και καλύτερος λοιπόν ο Άραθορ.

Ο άντρας προχώρησε προς το παράθυρο και κοίταξε ερευνητικά έξω. Ο ήλιος ήθελε ακόμα δύο ώρες για να ανατείλει ωστόσο ήξερε καλά ότι η ημέρα των μοναχών ξεκινάει πολύ νωρίτερα. Το σήμαντρο θα χτυπούσε σύντομα και αυτός δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Το μοναδικό παράθυρο του κελιού έβλεπε σε ένα μικρό λαχανόκηπο. Τα τείχη του μοναστηρίού φαινόταν έρημα τέτοια ώρα. Ο Άραθορ ένιωσε μια ελαφριά ανατριχίλα. Μέσα στην ελαφριά ομίχλη οι αρχαίες αψίδες της μονής αποκτούσαν μία όψη τρομαχτική. Άθελά του γύρισε το βλέμμα προς την ερωμένη του η οποία εκείνη την ώρα γλιστρούσε μέσα στο σταχτί λινό ράσο των μοναχών του Χίντερ. Μέσα σε λίγα λεπτά όλη της η ομορφιά είχε κρυφτεί πίσω από τη συνηθισμένη μορφή μίας μοναχής. Σήκωσε τα μάτια της και του χαμογέλασε πονηρά. Αυτή η εικόνα πάντοτε του προκαλούσε κάποια ταραχή. Ίσως ήταν η μόνη στιγμή που σκεφτόταν τη λέξη «αμαρτία». Της έγνεψε καταφατικά. Μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα που μεσολαβούσαν ανάμεσα στο χαμόγελό της και τη στιγμή που γυρνούσε την πλάτη του για να φύγει πάντοτε αναρωτιόταν αν ήξερε πως τον έκανε να νιώθει με αυτό, αν το έκανε επίτηδες, σαν ένα σινιάλο για να τον διώξει. Τα δευτερόλεπτα πέρασαν. Πήδηξε έξω από το παράθυρο και εξαφανίστηκε μέσα στην νύχτα όπως ακριβώς είχε έρθει.

Το κάστρο του Καντρόν φαινόταν από μακριά. Η χρονιά ήταν κακή. Ο χειμώνας που πέρασε ήταν βαρύς, η σοδειά λιγοστή. Για ακόμη μια φορά οι απλοί άνθρωποι έπρεπε να υποφέρουν προκειμένου να μη χάσει καμία από τις ανέσεις του ο άρχοντας Ενβίρες. Φήμες είχαν ακουστεί ότι στρατεύματα ερχόταν από το Νότο. Το Χίντερ ωστόσο ζούσε κάτω από την προστασία της Μονής και πολύ δύσκολα θα τα έβαζε κάποιος με την εκκλησία. Τέντωσε τη χορδή του τόξου του και χαμογέλασε. Απόψε πάντως οι στρατιώτες του Καντρόν δεν θα περνούσαν το ποτάμι. Το βέλος του έφυγε σφυρίζοντας στον αέρα.
….
-Θέλεις να πολεμήσω για σένα;
Η φωνή του σπαθιού αντήχησε στα αυτιά του Άραθορ καθώς η θεά έσκυβε πάνω από το πτώμα του Αλεξάντερ.
-Δεν έχεις να πας πουθενά, είπε ο Άραθορ. Κρατώντας δυνατά το σπαθί από τη λεπίδα του το έμπηξε στο χώμα. Το αίμα του κύλησε πάνω στην πεντακάθαρη λεπίδα του.
Εκείνη γύρισε ταραγμένη. Δεν θα φοβόταν ποτέ της έναν άνθρωπο αλλά το Χάος που ανέδυε από το σπαθί ξεπερνούσε οτιδήποτε είχε συναντήσει μέχρι τότε.
-Πολλοί από αυτούς που κράτησαν αυτό το σπαθί έχουν χάσει τη ζωή τους άνθρωπε. Τι πιστεύεις ότι εσύ θα γλιτώσεις;
Ο άντρας έβαλε το χέρι πάνω στο στήθος του. Το μενταγιόν ήταν εκεί. Δεν ήταν ώρα για περιττές κουβέντες. Εμπιστοσύνη και καμιά θεϊκή δύναμη, του είχε πει το σπαθί.
Με μια απότομη κίνηση τράβηξε το μενταγιόν από το λαιμό του κόβοντας το λεπτό δέρμα που το κρατούσε εκεί.
-Αυτό φαντάζομαι είναι δικό σου…Ας παίξουμε τίμια, είπε πετώντας το μενταγιόν προς το μέρος της. Εκείνο διαλύθηκε σαν στάχτη κάτω από το βλέμμα της.
-My regrets, μουρμούρισε η θεά. Χαμογέλασε ικανοποιημένη. Σήκωσε τα χέρια της ψηλά και εξαπώλησε πάνω στον άνθρωπο το σκοτάδι.
Ο Άραθορ άθελά του έκλεισε τα μάτια και ευχήθηκε να μην είχε κάνει λάθος.
-Είμαι Το Δώρο, άκουσε πάλι τη φωνή. Αυτή τη φορά του φαινόταν πιο πολύ γυναικεία. Άνοιξε τα μάτια. Ήταν ακόμη ζωντανός. Γύρω του υπήρχε ένα γαλάζιο φως.
-Νομίζει πως μπορείς να με νικήσεις Άζουριθ;
-Ξέρω ότι θα σε νικήσω θεά, απάντησε η φωνή. Δεν υπάρχει θεός ή δαίμονας που μπορεί να με νικήσει. Οι άνθρωποι θα ζουν ελεύθεροι από εσάς αν το επιθυμούν. Έτσι θέλει.
«Τώρα» άκουσε μέσα στο μυαλό του ο Άραθορ. Η δύναμη του σπαθιού τον κατέκλυσε…

-Δικό σου είναι αυτό;
Ο ranger είχε σχεδόν ξαπλώσει πάνω στο τραπέζι του πανδοχείου αγκαλιά με μια μισογεμάτη καράφα μπύρα. Τα μάτια του ήταν κλειστά όμως δεν κοιμόταν. Το μυαλό του μουδιασμένο από το πιοτό ήταν χαμένο σε διάφορες μπερδεμένες σκέψεις και θολές εικόνες από το παρελθόν. Άνοιξε αργά τα μάτια του μπαϊλντισμένος και τα γύρισε για να αγριοκοιτάξει προς το μέρος από όπου έρχονταν η χαζοχαρούμενη γυναικεία φωνή. Το κορίτσι κρατούσε το σπαθί και χαμογελούσε πειραχτικά. Τα μάτια του Άραθορ άστραψαν.
-Άστο κάτω αυτό, γρύλισε και έκανε να σηκωθεί απειλητικά.
Η κοπέλα χαχάνισε και έκανε μερικά βήματα πίσω. Επιτέλους είχε βρει κάτι να του τραβήξει την προσοχή. Ο λεπτός ήχος της φωνής της του έδινε στα νεύρα.
-Είπα άστο κάτω, θα σου σπάσω τα μούτρα.
Ο άντρας σηκώθηκε παραπατώντας λιγάκι ζαλισμένος.
Μπα… αυτό πήγαινε πολύ. Μέρες τώρα η Τίκα προσπαθούσε να γοητέψει τον δύστροπο θαμώνα του μικρού inn. Έπρεπε πλέον να παραδεχτεί στις φιλενάδες της ότι όπως και εκείνες παρά την περισσή χάρη της είχε αποτύχει. Αλλά τόση αναισθησία ήταν δύσκολο να την χωνέψει. Γύρισε τα μάτια της προς τους ψαράδες που λάτρευαν το χώμα που πατούσε αναζητώντας συμπαράσταση και προστασία. Οι άντρες σηκώθηκαν ευθύς αμέσως. Αρκετά είχε αναστατώσει αυτός ο ξένος το χωριό τους και τις γυναίκες τους. Ήταν ώρα να πάρει αυτό που του άξιζε.
Ο Άραθορ χαμογέλασε ηλίθια μέσα στη ζάλη του και μουρμούρισε τρίβοντας τα χέρια του με κρυφή ευχαρίστηση
-Ω… Φασαρία…

Με τον καιρό οι άνθρωποι τον συνήθισαν. Τον άφηναν να πίνει με την ησυχία του με αντάλλαγμα να τους βοηθάει που και που σε όσες δουλειές ήθελαν δυνατά χέρια. Τα κορίτσια του inn άλλοτε τον έκαναν χάζι πειράζοντας τον άλλοτε άκουγαν τα ακατανόητα πράγματα που μουρμούραγε μέσα στο μεθύσι του προσπαθώντας να βρει νόημα σε όλα όσα είχαν συμβεί, του χάιδευαν στοργικά την πλάτη και γύριζαν έπειτα στις συνηθισμένες ασχολίες του. Εκείνος έπαψε να θυμώνει με τα πειράγματα, είχε παραιτηθεί εξάλλου από όλα και περιορίστηκε στο να μαλώνει ή να χαμογελάει που και που ανάλογα με την περίσταση, προκειμένου όλοι να είναι ικανοποιημένοι. Σε αυτήν την κατάσταση τον βρήκε ο Μπρένταιν.. Είχαν περάσει μήνες από τότε που οι δρόμοι τους είχαν χωρίσει.

Οι άνθρωποι αυτοί είχαν σώσει τη ζωή της μητέρας του. Τους ακολούθησε δίχως να σκεφτεί ποιο είναι το τίμημα για τα θαύματα. Γύρισε πίσω σε εκείνες τις μέρες. Φαινόταν σα να ήταν αιώνες πριν. Το μυαλό του πήρε πάλι έναν ανισόρροπο δρόμο. Θα μπορούσε να ήταν αιώνες πριν. Ο Μπρένταιν του μίλαγε για τον πατέρα του. Για τη μητέρα του. Ποιοι ήταν πραγματικά. Δεν άκουγε στα αλήθεια. Οι λέξεις αντηχούσαν μέσα στο κεφάλι του, η καθεμιά ξεχωριστά ή δυο δυο μαζί και το νόημά τους κατακερματίζονταν φτιάχνοντας ένα τελείως άσκοπο και περίεργο τελετουργικό. Ένα πλοίο, ένας άλλος κόσμος, ένας κακός βασιλιάς. Ναι, ναι.. θα έκανε ότι του έλεγε, θα πήγαινε όπου τον πήγαιναν, βαριόταν πολύ να φέρει αντιρρήσεις. Όταν δεν υπάρχει το καλό και το καλύτερο, το κακό και το χειρότερο έτσι γίνονται τα πράγματα.
Την πρώτη μέρα που πέρασε μακριά από το μικρό inn το κεφάλι του πονούσε υπερβολικά. Μπροστά του είχε ένα σωρό ακαταλαβίστικες σημειώσεις. Ο ήχος της θάλασσας τον χτύπαγε στα μηλίγγια. Έτριψε τα μάτια του με τα δάχτυλα του εξαντλημένος. Γύρισε το κεφάλι του αργά για να κοιτάξει το σπαθί με μια ξαφνική ελπίδα να μην το βρει εκεί. Ακουμπισμένο στον ξύλινο τοίχο της καλύβας, δίπλα στο κρεβάτι, το σπαθί βρισκόταν σιωπηλό μέσα στο θηκάρι του.
-Σκατά, μουρμούρισε.
Προχώρησε και κάθισε βαρύς στο στρώμα έπειτα άπλωσε το χέρι του να πάρει το σπαθί ξεφυσώντας. Τον πλάκωσαν οι αναμνήσεις. Το άφησε πάνω στα γόνατά του μην μπορώντας να αντέξει το βάρος, κοιτάζοντάς το επίμονα.
-Και τώρα τι κάνουμε;
Η μεταλλική θήκη του σπαθιού ήταν κρύα. Αναστέναξε και έγειρε μπροστά ώσπου το μέτωπό του ακούμπησε απάνω της.
-Γιατί σε εμένα;


Comments

Athar Vulrax said…
Εντάξει!!!Τον Άραθορ θέλω!Είναι γεροδεμένος, αλκοολικός, γόης, μπαϊλντισμένος, λέει "Σκατά" και "θα σου σπάσω τα μούτρα" , σφάζει θεούς και δαίμονες για πλάκα και όταν δεν έχει τι να κάνει μιλάει στο σπαθί του (ή μάλλον, του μιλάει το σπαθί του!!!) και πηδάει καλόγριες!!!
Ρεσπέκτ ο τύπος. Μήπως πέφτει στην μάχη με χανγκοβερ και iPod ακούγοντας Death Metal?
" Ο Άραθορ ξεχύθηκε σαν εμετός στο αιματοβαμμένο πεδίο της μάχης υπό τους ήχους των Deeds of Flesh και αφού έσφαξε καμμιά πεντακοσαριά κακομοίριδες το μόνο που είχε να σχολιάσει ήταν: που είναι το πλησιέστερο μοναστήρι;;; "
Τελικά άξιζε η αναμονή για το πρώτο σου post Margo, μιας που η συναισθηματική φόρτιση που μου προκαλείς κάθε φορά που διαβάζω ένα κομμάτι αυτής της ιστορίας, είτε είναι το background κάποιου παίκτη ή γεγονότα που έχουν εξελιχθεί, είναι μεγάλη και πολύ δυνατή. Με την συγκεκριμένη ανάρτηση νομίζω θα ιντριγκάρεις τους καινούριους (βλ. Athar) και θα ξυπνήσεις μνήμες και εικόνες σε μας, τους παλιότερους ταξιδευτές του κόσμου σου...
Jade said…
This comment has been removed by the author.
Jade said…
Polu omorfo Margo. Perimenw th sunexeia...

Popular posts from this blog

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Planescape: Age of Spiders