Το Ιστορικό του Βάρδου
...Μπουνταλάς... το πρώτο πράγμα που είπε. Μια λέξη που μαζί με το "χαιβάνι" και το "μαντράχαλε" θα κυνηγούσε τον Έιθαρ για μια εφηβεία ολόκληρη. "Μπουνταλάς" ξαναείπε ο αδερφός του πατέρα του. "Τέλος πάντων, αίμα μας είναι... ως πότε θα σε καλύπτω Ελάιτζα;" - "Θα τα πούμε σύντομα αδερφέ μου" είπε ο Ελάιτζα " μέχρι την άνοιξη θα έρθω να τον πάρω, σε ευχαριστώ."
...Μπουνταλάς...
Η αλήθεια είναι ότι ο θείος του είχε δίκιο. Ο καθένας άμα έβλεπε έναν δεκατριάχρονο νεαρό, ξερακιανό, που ήδη είχε φτάσει το ύψος ενός ενήλικου άντρα, με χεράκια έτοιμα να σπάσουν, ελαφρώς καμπουριαστούς ώμους, μακρόστενα χαρακτηριστικά και μιά ιδιαίτερα γαμψή μύτη, το πρώτο πράγμα που θα σκεφτόταν ήταν αυτό. Βέβαια ο θείος του σκέφτηκε μια μεγάλη λίστα με λόγους να μην χωνέψει τον Έιθαρ. Ήταν πολύ αδύνατος για να αντέξει τις δουλειές στο χωριό, πολύ ψηλός για να κοιμάται στο κελάρι, πολύ ευγενικός για να συνυπάρξει με τους υπόλοιπους συνομίληκούς του και αυτή η κιθάρα! Μόνο φασαρία θα προξενούσε. Μα το χειρότερο από όλα ήταν ότι του θύμιζε τόσο πολύ τον πατέρα του, τον Ελάιτζα. Αυτόν που νόμισε ότι είναι καλύτερος από όλους, που παράτησε τον τόπο του και την οικογένειά του και πήγε στην πόλη. Εκεί όμως έφαγε τα μούτρα του, και τελικά έγινε Αρχηγός των Κατασκόπων του Αυτοκράτορα.
Πέρασαν οι ημέρες και ήρθε η άνοιξη... και μετά η επόμενη... και η επόμενη. Ο Ελάιτζα δεν φάνηκε πουθενά. Και ο Έιθαρ συνήθισε και τις δουλειές του χωριού, και να κοιμάται στο κελάρι, και να γίνει πολύ καλός φίλος με τα παιδιά της περιοχής. Η οικογένεια των Μαραζιέλ αποδέχτηκε τον Έιθαρ σχεδόν σαν δικό της παιδί. Μέχρι που ο θείος του ζητούσε τα βράδυα να παίξει με την κιθάρα του κάποιο από τα τραγούδια που του έμαθε η Ιστάρρα, η μυστηριώδης μητέρα του. Του έκανε καλό αυτή η συνύπαρξη. Βρήκε μια οικογένεια σταθερή, ασφαλή. Μια ξαδέρφη που τον έβλεπε σαν αδερφό της και πάνω από όλα, μια ανθρώπινη πραγματικότητα, που θα τον προετοίμαζε για την ζωή. Όλο το χωριό τον είχε μάθει πιά ως Άθαρ ο Βάρδος. Ευτυχώς που δεν το άκουγε αυτό το μικρό λάθος προφοράς η Ιστάρρα, το Έιθαρ ήταν όνομα από τη δικιά της ρίζα.
Σε όλη αυτή την δύσκολη εφηβεία ποτέ δεν ξέχασε τους γονείς του και αυτά που του διδάξαν. Από μικρή ηλικία η Ιστάρρα του έμαθε πως να τραγουδάει και να παίζει κιθάρα, πως να δημιουργεί τόσο πλούσια συναισθήματα που να είναι πιό δυνατά από κάθε είδους μαγεία. Και ο Ελάιτζα από 9 χρονών, έπαιρνε τον Έιθαρ και κάνανε τοξοβολία στο γειτονικό χωράφι.
Τώρα που πλησίαζε τα δεκαοχτώ του χρόνια, μια νέα φλόγα άρχισε να ανάβει μέσα του. Η φλόγα της φυγής, της αναζήτησης, της περιπέτειας. Ίσως να έφταιγε η ατίθαση ξαδέρφη του, που κάθε μέρα του έλεγε οτι έπρεπε να φύγουν από εκεί, ότι η ζωή είναι πολύ μεγάλη για να την περάσουν στο χωριό. Ίσως να φταίει που του λείπουν τόσο πολύ οι πραγματικοί του γονείς και ήθελε να τους βρεί, να δει τι απόγιναν. Όπως και να χε το πράγμα, το χωριό, πλέον, δεν χωρούσε τον Έιθαρ Βάλραξ...
Comments