Darkstar: Το σκοτεινό άστρο ανατέλλει...
Πόνος.Η λέξη είχε λάβει μια τελείως διαφορετική έννοια από αυτή που ήξερε. Όλος του ο κόσμος,όλο του το είναι είχαν κατακλυστεί από πόνο. Κάθε νεύρο,κάθε άκρο του σώματος του αλλά πολύ περισσότερο απ’όλα,η αθάνατη ψυχή του πονούσαν. Ένας τυφώνας συναισθημάτων τον είχε κυριεύσει.Φόβος.Θλίψη.Θυμός.Μίσος.Πόθος.Λαχτάρα για έναν έρωτα που ήξερε καλά πως πότε δεν θα μπορούσε να βιώσει. Συνδυασμοί δυνατοτήτων που ποτέ δεν θα πραγματοποιούνταν. Όχι τώρα πιά. Όχι χωρίς εκείνη...Όχι τώρα που την είχαν πάρει από κοντά του. Τώρα που ήταν νεκρή. Η προκατάληψη,οι δεισιδαιμονίες και το τυφλό μίσος των θρησκόληπτων ανθρώπων τους είχαν οδηγήσει να επιτεθούν χωρίς προειδοποίηση στο μικρό καραβάνι ξωτικών που έτυχε να περνάει κοντά από το χωριό τους. Κανένας δεν είχε γλυτώσει από την καταστροφή..Ούτε τα ζώα,ούτε οι γέροι,ούτε τα μικρά παιδιά. Ούτε εκείνη.
Βιώματα της παιδικής ηλικίας, απωθημένα, φόβοι και συμπλέγματα "εκρήγνυνται" όταν οι περιστάσεις τα ευνοούν και καθορίζουν τις πράξεις μας, παρακάμπτοντας τη λογική. Όχι,σίγουρα η λογική δεν είχε τίποτα να κάνει με το μακελειό που αντίκρισε όταν άνοιξε τα μάτια του. Κουφάρια νεκρών ανθρώπων βρίσκονταν παντού. Η ατμόσφαιρα ήταν αφόρητη,ο πυκνός μαύρος καπνός από τις φλεγόμενες καλύβες του χωριού Stefenburg συνδυασμένος με την μυρωδιά του θανάτου τριγύρω του έκαναν την τέλεια αντίθεση με τον ζεστό ανοιξιάτικο ήλιο και τα καταπράσινα δέντρα του κοντινού δάσους. Ένιωσε ντροπή αλλά και δικαίωση βλέποντας για πρώτη φορά με καθαρό μυαλό τις συνέπειες της οργής του. Δεν περίμενε πως η εκδίκηση θα είχε τόσο πικρή γεύση.”Ω Allarielle,τι έκανα...” ψιθύρισε. Όλο του το σώμα μούδιασε και τα πόδια του λύγισαν. To ματωμένο ξίφος του έπεσε από τα χέρια του. Τα μάτια του γύρισαν στις εσοχές τους και καθώς το σκοτάδι άρχισε να τον αγκαλιάζει,ένα όνομα ήρθε στο μυαλό του. Ένα όνομα που του φαινόταν τελείως ξένο. Το δικό του.Maenathir…
Βιώματα της παιδικής ηλικίας, απωθημένα, φόβοι και συμπλέγματα "εκρήγνυνται" όταν οι περιστάσεις τα ευνοούν και καθορίζουν τις πράξεις μας, παρακάμπτοντας τη λογική. Όχι,σίγουρα η λογική δεν είχε τίποτα να κάνει με το μακελειό που αντίκρισε όταν άνοιξε τα μάτια του. Κουφάρια νεκρών ανθρώπων βρίσκονταν παντού. Η ατμόσφαιρα ήταν αφόρητη,ο πυκνός μαύρος καπνός από τις φλεγόμενες καλύβες του χωριού Stefenburg συνδυασμένος με την μυρωδιά του θανάτου τριγύρω του έκαναν την τέλεια αντίθεση με τον ζεστό ανοιξιάτικο ήλιο και τα καταπράσινα δέντρα του κοντινού δάσους. Ένιωσε ντροπή αλλά και δικαίωση βλέποντας για πρώτη φορά με καθαρό μυαλό τις συνέπειες της οργής του. Δεν περίμενε πως η εκδίκηση θα είχε τόσο πικρή γεύση.”Ω Allarielle,τι έκανα...” ψιθύρισε. Όλο του το σώμα μούδιασε και τα πόδια του λύγισαν. To ματωμένο ξίφος του έπεσε από τα χέρια του. Τα μάτια του γύρισαν στις εσοχές τους και καθώς το σκοτάδι άρχισε να τον αγκαλιάζει,ένα όνομα ήρθε στο μυαλό του. Ένα όνομα που του φαινόταν τελείως ξένο. Το δικό του.Maenathir…
Comments
Εύχομαι και ελπίζω αυτό να είναι μόνο η αρχή και να έπεται συνέχεια... :)