Το Ημερολόγιο Του Βάρδου (μέρος τέταρτο)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Azazel is beside you and he's playing the game
Demons are inside you and they're making their play
Watching and they re hiding as they wait for the time
For a devil to get ready and take over your mind

You and only gods would know what could be done
You and only gods will know Im the only one
You and only gods would know what could be done
You and only gods will know Im the chosen one

Could it be its the end of the world?
All the things that we cherish and love
Nothing left but to face this all on my own
Cause Im the chosen one

Beaten fallen angel but I've risen again
And the power is inside me, I've decided to pray
As I wait for Armageddon and it's coming my way
It's an honor to be chosen and I wait for the day

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

 Την επόμενη μέρα, 01/03, ξυπνήσαμε ξεκούραστοι, έχοντας έναν ήσυχο ύπνο. Ο Κίραν μας ανακοίνωσε ότι αρκετά μας βοήθησε (μην αφοδεύσω!) και θα συνεχίσει την αναζήτησή του βόρεια. Μας είπε ότι η αποστολή του ήταν να βρει τα Δάκρυα της Μαργκό. Δεν δυσαρεστήθηκα ιδιαιτέρως, να πω την αλήθεια. Το μόνο που είπε πριν μας αφήσει ήταν να έχουμε τον νου μας και να προσέξουμε μην έχουμε χειραγωγηθεί και μην έχουμε γίνει φερέφωνα πλασμάτων δόλιων, με κακό σκοπό. Τον είδαμε να αποχωρεί και πρίν αφήσει την κοιλάδα επισκέφτηκε το μυστηριώδες άλσος. Εμείς περάσαμε κάμποση ώρα να ξεκουραζόμαστε και παράλληλα αναγνώριζα τις μυστηριώδεις και μαγικές δυνάμεις που περιείχαν τα διάφορα αντικείμενα που βρήκαμε στο ζιγκουράτ. Έπρεπε, όμως, να κινηθούμε σύντομα, καθώς μας προέτρεψε το πνεύμα της χαμένης Μίκου. Πρώτα από όλα, έπρεπε να μάθουμε τι είναι αυτό το μέρος της φωτιάς και της στάχτης. Τις απαντήσεις θα μας τις έδιναν οι Μίκου που είχαν κατασκηνώσει δύο μέρες βορειότερα.
 Κατασκηνώσαμε για άλλες δύο μέρες στα χαλάσματα και όλα κινούνταν ήρεμα. Στις 03/03, τα μαζέψαμε και ξεκινήσαμε να φύγουμε, με μία στάση στο άλσος. Εκεί μέσα η κατάσταση ήταν πνιγηρή. Λες και τα φυτά κατανάλωναν τα πάντα, τον αέρα, την υγρασία, τ φως. Προχωρήσαμε προσεκτικά, εως ότου φτάσαμε σε ένα άνοιγμα όπου υπήρχε μιά μικρή λίμνη και μέσα της λουζόταν ένα πανέμορφο πλάσμα. Ονιάλ ήταν το όνομά της και ήταν η νύμφη του δάσους. Πανάρχαιο πλάσμα, πανέμορφο. Δεν μπορούσαμε να τραβήξουμε το βλέμμα μας από πάνω της. Μας είχε σαγηνέψει. Ευτυχώς η Ιρίκα παρατήρησε κάποια αντικείμενα που γυάλιζαν ολόγυρά της. Ήταν ασπίδες και πανοπλίες του Αυτοκρατορικού Στρατού. Ρώτησε η Ιρίκα την νύμφη, τι γύρευαν οι αρματωσιές εκεί γύρω και η Ονιάλ της παραδέχτηκε ότι, τα τόσα χρόνια απομόνωσης της είχαν αφήσει ένα μικρό κουσούρι. Να έχει εθιστεί στην γεύση της σάρκας και ιδιαιτέρως της ανθρώπινης. Το άκουσμα αυτών των λέξεων μου δημιούργησε μια αποστροφή προς την βαθυπράσινη μεθυστική της επιδερμίδα και το πρόστυχο βλέμμα της. Οπισθοχωρήσαμε ήρεμα και αφήσαμε το άλσος, παίρνοντας παραμάσχαλα τον Κάσπερ, ο οποίος δεν μπορούσε να τραβήξει την προσοχή του από το πλούσιο μπούστο της Ονιάλ.
 Αυτή μας η εμπειρία ήταν ιδιαιτέρως διδακτική. Εκτός από το ότι καταλάβαμε ότι οι γυναίκες, άμα είναι λυσσάρες, μπορούν να ξεκοκκαλίσουν, κυριολεκτικά, έναν ολόκληρο λόχο Αυτοκρατορικών, μάθαμε επίσης ότι οι Αυτοκρατορικοί είχαν επισκεφτεί τα Ερείπια και μάλλον αυτοί ευθύνονταν για την απώλεια όλων των Ιστορικών βιβλίων της Βιβλιοθήκης του ζιγκουράτ. Γιατί όμως; Τι ήταν αυτό που φοβόταν ο Αυτοκράτορας; Όλα είχαν μιά συνοχή. Τα ιστορικά βιβλία που αναφέρονταν για τα γεγονότα πριν την δημιουργία της Αυτοκρατορίας εξαφανίζονταν. Ο γερό-Κύρηκας που έλεγε Ιστορίες για τις φιλίες του Αυτοκράτορα με τους υπόλοιπους γνωστούς Ήρωες, δέχτηκε το μένος των Αυτοκρατορικών. Όλες οι παλιές ράτσες έμεναν στο περιθώριο και σιγά σιγά αφανίζονταν. Οι Νίθιανς, που υποτίθεται δώσαν την γνώση στους Ανθρώπους, πριν περάσουν στην Κοιλάδα του Ήλιου και κάνουν την πρώτη Αυτοκρατορία, ούτε καν αναφέρονταν πουθενά. Τέλος ο Αυτοκράτορας κρατούσε τον λαό του στην ημιμάθεια και συνέχιζε την επεκτατική του πολιτική στην εδώ μεριά των βουνών, δηλαδή στην έρημο, που ήταν εκτός Αυτοκρατορίας. 
 Όλες αυτές οι σκέψεις μου διακόπηκαν απότομα. Ήδη είχαμε βγεί από την κοιλάδα και προχωρούσαμε βόρεια, όταν μπροστά μας ανακαλύψαμε ένα άνοιγμα πάνω στην άμμο. Μέσα οδηγούσε σε έναν υπόγειο τύμβο. Κατεβήκαμε, ανίδεοι για το τι μας περιμένει. Μέσα βρήκαμε ένα μεγάλο πέτρινο βωμό, ενώ στα γύρω τοιχώματα, γραμμένο ήταν το κείμενο που παρέθεσα παραπάνω. Όλα αυτά ήταν ιδιαιτέρως τρομακτικά, μα το πιό τρομακτικό από όλα ήταν αυτό που αιωρούνταν πάνω από τα κεφάλια μας. Ήταν η Νούρια γυμνή, με την σάρκα της πληγωμένη και δεμένη με χοντρά σκοινιά από τα ακρά, τεντωμένη, σχηματίζοντας ένα διεστραμμένο αστέρι, λίγα μέτρα πάνω από τον βωμό. Χωρίς δεύτερη σκέψη την κατεβάσαμε, την ντύσαμε και της φροντίσαμε τις πληγές της. Αποχωρίσαμε αμέσως από αυτό αηδιαστικό μέρος. Περάσαμε δύο μέρες έξω στην έρημο, μέχρι η Νούρια να ανακτήσει τις δυνάμεις της. Ήταν φανερό ότι στο μυαλό της επικρατούσε μια σύγχυση, ενώ γενικότερα δεν μας μίλησε καθόλου για τα όσα είδε και πέρασε τις δύο βδομάδες που είχαν χωρίσει οι δόμοι μας.
 Στις 05/05, αρχίσαμε πάλι να προχωράμε βόρεια. Δώσαμε στην Νούρια, ρούχα, όπλισμό και εφόδια, τις περιγράψαμε τα όσα ζήσαμε, η Ιρίκα την έβαλε να ορκιστεί και συνεχίσαμε την πορεία μας. Μετά από δύο μέρες, στις 07/07, φτάσαμε στον καταυλισμό των Μίκου. Εκεί πήραμε καινούργια πράγματα για την Νούρια και συζητήσαμε με τον Άλακαρ τα όσα ζήσαμε. Τον ρωτήσαμε για το βουνό της φωτιάς και της στάχτης και μας ενημέρωσε για ένα νησί-ηφαίστειο που βρίσκεται νότια, ανοιχτά στην θάλασσα ανάμεσα στον δικό μας κόσμο και την Αυτοκρατορία της Ερήμου. Μόλις είχαμε ανακαλύψει που πρέπει να κατευθυνθούμε στη συνέχεια. Μάθαμε, επίσης, ότι για να πάμε εκεί πρέπει να πάμε πρώτα στο λιμάνι της Αλάκρα το οποίο βρίσκεται τέσσερις μέρες νότια και από εκεί να ναυλώσουμε ένα πλοίο. Καθίσαμε ακόμα δύο μέρες με τους Μίκου.
 Με τις δυνάμεις μας πλήρως ανανεωμένες, ξεκινήσαμε για την Αλάκρα. Το βράδυ της 12/03 περάσαμε τα τείχη της Αλάκρα. Πρώτη φορά είδαμε παραθαλάσσια πόλη οπότε ήμασταν ενθουσιασμένοι. Ήταν μια μεσαίου μεγέθους πόλη με κύρια δραστηριότητα το ψάρεμα και τα θαλάσσια ταξίδια. Εκεί κοιμηθήκαμε στο πανδοχείο Νιμελτσί, το οποίο είχε σαν έμβλημα μία κυρία. Ήταν πολύ καθώς πρέπει μέρος, καμία σχέση με άλλα καταγώγια που είχαμε κοιμηθεί στο παρελθόν. Από τον πανδοχέα μάθαμε ότι, από τότε που πατήσαν το πόδι τους Αυτοκρατορικοί στην έρημο, η κατάσταση είναι τεταμένη. Γενικά, οι Αυτοκρατορικοί νομίζουν πως η Έρημος ανήκει στην Αυτοκρατορία. Το κακό είναι ότι μόνο αυτοί το νομίζουν αυτό το πράγμα. Οι κάτοικοι της ερήμου, από την άλλη, θεωρούν την έρημο αυτόνομη και είναι θέμα χρόνου να γίνει το μπαμ ενάντια στον Αυτοκράτορα. Ήδη κάποιες αναταραχές είχαν λάβει μέρος στην Αλάκρα. Έπειτα τον ρωτήσαμε άμα υπάρχει κάποια βιβλιοθήκη να επισκεφθούμε στην πόλη. Μας είπε ότι υπάρχει μόνο η προσωπική βιβλιοθήκη του δημάρχου, την οποία θα μπορέσουμε να δούμε κατόπιν αίτησης. Τέλος, μάθαμε ότι, για να ναυλώσουμε πλοίο, θα πρέπει να πάμε στο καπηλειό που συχνάζουν όλοι οι ναυτικοί της πόλης.
 Αφού ήταν βράδυ, αποφασίσαμε να πάμε πρώτα στο καπηλειό, έπειτα να κοιμηθούμε και την άλλη μέρα να κάνουμε τις αιτήσεις προς τον δήμο. Τραβήξαμε προς ο καπηλειό το λιμανίσιο. Η κατάσταση ήταν ακριβώς όπως την περιμέναμε. Ένα μπάχαλο! Καραβοκύρηδες, ναύτες, μούτσοι, καιροσκόποι και τυχοδιώκτες, κάθε καρυδιάς καρύδι με πενήντα διαφορετικούς τρόπους να σου ξεζουμίσει το πορτοφόλι και, μέσα σε όλους αυτούς, εμείς. Πέντε δεκαοχτάχρονα παιδιά. Για την ακρίβεια, ένας αμούστακος σιδεράς με μία γυαλιστερή πανοπλία Ιππότη ηλικίας 30000 χρόνων, μία όμορφη, γλυκύτατη, λεπτεπίλεπτη μισο-Ξωτικίνα, με κουκούλα για να κρύβει τα αυτιά της και με μία περίεργη εντύπωση πέρι πνευματικότητας, ένας χλωμός, χτικιάρης κλεφτάκος, συνεσταλμένος, ντροπαλός και κρυμμένος πίσω από τον όγκο των υπολοίπων, μία πολεμίστρια αποπροσανατολισμένη, με κενό βλέμμα, ένας Καλικάντζαρος να σέρνει ένα σπαθί 10 πόντους πιό ψηλό από τον ίδιο και φυσικά η αφεντιά μου, με το καλλιτεχνικό σάλι στον λαιμό μου, το καπέλο μου με το μυτερό φτερό, το λαούτο μου δίπλα σε μια στραβοφορεμένη βαλλίστρα και με παγωμένο χαμόγελο και τρομοκρατημένο βλέμμα, την στιγμή που όλο το μαγαζί σταματούσε τις ασχολίες του και μας κοιτούσε!
 Όπως καταλάβατε δεν μας υποδέχτηκαν με τον πιό θερμό και εγκάρδιο τρόπο. Ευτυχώς δεν χάσαμε τελείως την ψυχραιμία μας, πήγαμε στον πανδοχέα, παραγγείλαμε ποτά και ρωτήσαμε ποιοί καπετάνιοι ήταν διαθέσιμοι εκείνες τις μέρες. Μας έδωσε πέντε ονόματα. Ζώνταν, Έμεραν, Νταλλάρ, Ραφφάτ και Άριους. Έπειτα αναμειχθήκαμε με το πλήθος, με πολύ κόπο, και μάθαμε κάποια πράγματα για τους Καπεταναίους. Το βασικότερο ήταν ότι ο Ζώνταν και ο Άριους συνεργάζονταν στενά με τους Αυτοκρατορικούς, οπότε αυτομάτως αυτοί αποκλείονταν. Χρειάστηκε πολύ μαεστρία στα λόγια από την μεριά μου, για να μην αποκαλύψουμε τους σκοπούς μας και να αποφύγουμε τις περιττές ερωτήσεις. Τελικά πήγαμε στον Νταλλάρ, έναν τεράστιο κοκκινοτρίχη με βλέμμα μέθυσου, ο οποίος όμως μας έδιωξε και μας είπε ότι, άμα θέλουμε να μιλήσουμε για επαγγελματικά ζητήματα, να τον βρούμε την άλλη μέρα το πρωί. Επόμενος στην λίστα ήταν ο Έμεραν, ένας τυπικός καπετάνιος, ο οποίος μόλις άκουσε τον προορισμό μας έδιωξε. Τέλος ήταν ο Ραφφάτ, ένας ντόπιος καπετάνιος με τουρμπάνι και μαύρη πέτσα. Αυτός μας είπε ότι έχει ξαναπάει στο νησί και το ταξίδι του στοίχισε το μισό του πλήρωμα. Δέχτηκε να μας πάει μέχρι εκεί για 500 χρυσά, αλλά χωρίς επιστροφή. Με σκληρά παζάρια έριξα την τιμή στα 400 χρυσά, αλλά στο θέμα της επιστροφής ο Καπετάνιος δεν σήκωνε κουβέντα. Επίσης τα λεφτά τα ήθελε μπροστά, κάτι το οποίο ήταν πολύ ύποπτο.
 Επιστρέψαμε στο πανδοχείο μας. Αποφασίσαμε να κοιμηθούμε και την άλλη μέρα εγώ με τον Κάσπερ να πάμε στο Δημαρχείο. Πάντως, μετά από τρεις μήνες στο δρόμο έβλεπα τεράστιες αλλαγές στην παρέα. Εκτός από τις εμπειρίες που είχαμε αποκτήσει, είχαμε αλλάξει σαν άνθρωποι πολύ. Η Ιρίκα δεν σοκαριζόταν τόσο εύκολα όπως παλιά με την συμπεριφορά των ανθρώπων. Ο Κάσπερ δεν ήταν τόσο εριστικός και χρησιμοποιούσε πιό εποικοδομητικά την αμφισβήτηση του. Η Νούρια, ενώ ήταν γεμάτη ενέργεια, τώρα ήταν σιωπηλή και γεμάτη απογοήτευση. Από τότε που την είχαμε βρει και ο Έρικ είχε γίνει περίεργα σιωπηλός μαζί της. Και εγώ, από εκεί που τα έβλεπα όλα μέσα από το πρίσμα του κωμικού και του πειράγματος, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι υπάρχουν πράγματα που πρέπει να τα παίρνεις στα σοβαρά και, δυστυχώς, μέσα σε μία τέτοια σοβαρή κατάσταση είμασταν κι εμείς μπλεγμένοι.
 Την άλλη μέρα ξυπνήσαμε και πήγαμε στο Δημαρχείο. Συμπληρώσαμε την αίτηση με τον Κάσπερ και περιμέναμε να μπούμε στην βιβλιοθήκη, όταν ο υπάλληλος μας είπε ότι "το αίτημα μας θα ολοκληρωθεί σε μία εβδομάδα" και "να αφήσουμε διεύθυνση του πανδοχείου μας και θα μας ειδοποιήσουν"! Τελικά το δημόσιο παντού είναι ίδιο. Απογοητευμένοι, νρήκαμε τους υπόλοιπους και πήγαμε στο καπηλειό των Ναυτικών να συνεχίσουμε τα παζάρια. Πήγαμε, λοιπόν, και βρήκαμε τον Νταλλάρ και συζητήσαμε αναλυτικότερα το ταξίδι που θέλαμε να κάνουμε. Τα παζάρια ήταν σκληρά. Στο τέλος καταλήξαμε στην εξής συμφωνία. Θα τον πληρώσουμε 400 χρυσά για το καράβι, συν άλλα 50 για εφόδια. Τα λεφτά θα τα έπαιρνε με το που φτάναμε στο νησί. Δεν θα μας γυρνούσε πίσω, άλλα θα μας άφηνε μία βάρκα ώστε, σε περίπτωση που βγαίναμε ζωντανοί από το νησί, να μπορούσαμε να κάνουμε κουπί ως την κοντινότερη στεριά. Του δώσαμε μπροστά 100 χρυσά για το καπάρο και τα εφόδια και του είπαμε ότι θα ξεκινήσουμε σε μιά βδομάδα.
 Και τότε αντιληφθήκαμε ότι είχαμε ξεπαραδιαστεί! Μας είχαν μείνει όλο κι όλο 50 χρυσά νομίσματα και είχαμε να ζήσουμε άλλη μια βδομάδα στην Αλάκρα και να πληρώσουμε και τον πανδοχέα. Μην βρίσκοντας άλλη λύση, κάθε βράδυ έπαιζα και τραγουδούσα στα πανδοχεία, αλλά αυτή οι αγροίκοι, οι ψαράδες, χωρίς ίχνος κουλτούρας, με τα λέπια κάτω από τα νύχια και την αλμύρα να τους τρώει την πέτσα, δεν το εκτίμησαν καθόλου. Μιά ολόκληρη βδομάδα τους κατέθετα την ψυχή μου κάθε βράδυ για, συνολικά, τριάντα ψωροχρυσά και κάτι κερασμένες μπύρες. Αίσχος!
 Στις 19/03, ένας κλητήρας του Δήμου μας ειδοποίησε ότι το αίτημα μας είχε μελετηθεί και μπορούσαμε να έχουμε πρόσβαση στην βιβλιοθήκη του Δήμου. Αφού είχαμε σκυλοβαρεθεί τόσες μέρες, στην ήσυχη αυτή πόλη, τρέξαμε στο Δημαρχείο, μήπως και βρούμε τίποτα ενδιαφέρον να ξεφύγουμε από την σπαρίλα. Στον δρόμο σταματήσαμε κι από τον Νταλλάρ, ο οποίος κοιμόταν σε ένα τραπέζι στο καπηλειό, βρωμοκοπόντας ρούμι, να τον ενημερώσουμε ότι την άλλη μέρα ξεκινάμε. Αυτός είπε κάτι σαν "ναι μαμά, άσε με πέντε λεπτά ακόμα", γύρισε από την άλλη και συνέχισε τον ύπνο του. Ελπίζαμε ενδόμυχα να είχε ακούσει τι του είπαμε.
 Στο Δημαρχείο η απογοήτευση ήταν τεράστια. Η βιβλιοθήκη ήταν ένα δωματιάκι, μια στάλα, που εξυπηρετούσε, κυρίως, ρόλους αρχείου για δημόσια έγγραφα. Δεν βρήκαμε τίποτα το χρήσιμο, οπότε φύγαμε άπραγοι. Το μόνο εποικοδομητικό ήταν που πιάσαμε στην κουβέντα τους φρουρούς της Δημαρχίας, οι οποίοι μας επιβεβαίωσαν την κατάσταση που επικρατούσε και την ένταση που έφερνε στον κόσμο η παρουσία των Αυτοκρατορικών στην έρημο. Φύγαμε από τον δήμο και στον γυρισμό ξανά πετύχαμε τον Νταλλάρ, ξύπνιο αυτή την φορά. Μας είπε ότι την άλλη μέρα το πρωί θα συναντηθούμε στο λιμάνι, στο καράβι που λέγεται “Αρκούδα” και πως το ταξίδι για το νησί, καιρού επιτρέποντος, θα κρατήσει 4 μέρες. Οπότε πήγαμε στο πανδοχείο μας, ετοιμάσαμε τα πράγματα μας και βρίσαμε λίγο να ξεθυμάνουμε, που χάσαμε τσάμπα μιά βδομάδα περιμένοντας την γραφειοκρατία, για να οδηγηθούμε, τελικά, σε μια άχρηστη, για εμάς, βιβλιοθήκη.
 Ξημέρωσε 20/03 και, χαρούμενοι για το πρώτο μας ταξίδι στην θάλασσα, κατεβήκαμε στο λιμάνι. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο να καταλάβουμε ποιο καράβι ήταν η Αρκούδα. Μόνο ένα τεράστιο καράβι υπήρχε, με τεράστιες μορφές αρκούδων σκαλισμένες στο σκαρί του, με μεγαλόσωμους βάρβαρους του Βορρά, ξανθούς και κοκκινομάλληδες, με πλεγμένα γένια και ακατάστατα μαλλιά να σκαρφαλώνουν στα κατάρτια. Όπως μας είχε πει και ο Νταλλάρ την νύχτα που γνωριστήκαμε, ούτε αυτός, ούτε το πλήρωμα του ήταν από την Αλάκρα. Ήταν από τον Βόρειο παγετώνα, ευθεία πάνω από την έρημο. Στα μέρη του είχαν παράδοση στα ταξίδια με καράβια, αλλά στα ποτάμια. Μας είπε ότι υπήρχε ένας ποταμός στα ανατολικά, τον οποίο και θεωρούσαν ότι ήταν όριο του κόσμου. Μια μέρα καθώς κατέβαινε τον ποταμό για ένα ταξίδι, μια αναταραχή τον ξέβγαλε στην θάλασσα και από εκεί στο λιμάνι της Αλάκρα, οπότε το θεώρησε θεϊκό σημάδι και επέλεξε να συνεχίσει την καριέρα του εκεί. Επιβιβαστήκαμε και το ταξίδι ξεκίνησε αμέσως.
 Για τις επόμενες τρεις μέρες το μόνο που βλέπαμε μπροστά μας και γύρω μας ήταν θάλασσα. Τις περισσότερες ώρες της μέρας, τις περνούσαμε στην καμπίνα μας γιατί, ήδη από την δεύτερη μέρα ταξιδιού, η θάλασσα αγρίεψε, σαν να ήθελε να μας αποβάλλει. Ιδίως το βράδυ της τρίτης προς την τέταρτη μέρα ο καιρός ήταν τόσο άσχημος και η φουρτούνα τόσο μεγάλη, που το στομάχι μου έδειξε πάλι τις ευαισθησίες του και αποφάσισε να αδειάσει το περιεχόμενο του στην μανιασμένη θάλασσα. Το ξημέρωμα της τέταρτης μέρας είδαμε την όγκο του ηφαιστείου να ορθώνεται μπροστά μας και, όσο προχωρούσε η μέρα, τόσο πλησίαζε η στεριά. Νάμαστε, λοιπόν, στις 24/03, που αποβιβαστήκαμε στο περίφημο νησί της φωτιάς, της στάχτης και της σκόνης.
 Με το που κατεβήκαμε, έκανα μιά τελευταία προσπάθεια να μεταπείσω τον Νταλλάρ, ώστε να μας περιμένει στην ακτή. Αυτός, όμως, δεν σήκωνε κουβέντα. Πήρε τα υπόλοιπα λεφτά που του χρωστούσαμε, μας άφησε μια βάρκα και έφυγε σαν κυνηγημένος για το πλησιέστερο λιμάνι. Αρχίσαμε να προχωράμε προς το βουνό. Το τοπίο ήταν τελείως άγονο. Όλα ήταν καλυμμένα από παγωμένη λάβα και στάχτη. Το μόνο που έμενε για να επιβεβαιωθεί η ονομασία του νησιού, ήταν η φωτιά, αλλά κάτι μέσα μας έλεγε ότι, καλύτερα να μην συναντούσαμε την μανία του βουνού. Στην πορεία μας συναντήσαμε ένα μεγάλο φαράγγι και στο βάθος του ακούγαμε τον ήχο τρεχούμενου νερού. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και οι σκιές μακραίναν, οπότε ήταν αδύνατο να δούμε τι υπήρχε στον πάτο του φαραγγιού. Αποφασίσαμε να περάσουμε απέναντι με μία κρεμαστή γέφυρα από σκοινί και ξύλο που βρήκαμε. Κατά το πέρασμά μας, λίγο έλειψε η Νούρια να γκρεμιστεί από την γέφυρα, ευτυχώς, όμως, όλοι περάσαμε σώοι στην απέναντι μεριά. Είχε βραδιάσει, οπότε κατασκηνώσαμε και πέσαμε για ύπνο φυλάσσοντας σκοπιές, όπως πάντα.
 Στην σκοπιά του ο Κάσπερ άκουσε φωνές από το φαράγγι. Μας ενημέρωσε, αλλά δεν ακούγονταν σαν κάτι το ανησυχητικό, για την ακρίβεια, ακούγοντας κάποια ξόρκια προστασίας, οπότε αποφασίσαμε να το ερευνήσουμε το πρωί. Έτσι, στις 25/03 το πρωί, αλλάξαμε πορεία και, αντί να πάμε προς το ηφαίστειο, βρήκαμε ένα μονοπάτι που κατέβαζε προς τα κάτω, προς το φαράγγι με το τρεχούμενο νερό. Εκεί προχωρήσαμε προς το μέρος από όπου ακούγαμε φωνές. Έκει συναντήσαμε μπροστά μας το εξής παράδοξο. Μιά μικρή όαση, με πυκνή βλάστηση και μέσα να μαλώνουν με πολύ κοριτσίστικο τρόπο, τρεις γυναίκες, όμοιες σαν τρεις σταγόνες νερό.
 Πλησιάσαμε και τις είδαμε καλύτερα. Ήταν πανομοιότυπες, με την διαφορά ότι, κάθε μια είχε και διαφορετικό χρώμα μαλλιά. Μας συστήθηκαν. Η μελαχρινή λεγόταν Θλίψη, η κοκκινομάλλα Θρήνος και αυτή με τα άσπρα μαλλιά λεγόταν Πένθος. Δεν φανήκαν εχθρικές, ωστόσο η παρουσία τους δημιουργούσε ένα αίσθημα ανησυχίας. Χωρίς να χάνουν χρόνο μας πρότειναν μια ανταλλαγή. Θα απαντούσαν σε τρεις ερωτήσεις μας, με ανταμοιβή να κάνουμε κάτι για αυτές. Η ανταμοιβή ήταν, αφού θα πάμε στο βουνό, να βρούμε και να σκοτώσουμε ένα Τελώνιο, να του πάρουμε το Ραβδί του και να το γυρίσουμε σε αυτές. Παράλληλα θα έπρεπε να κουβαλάμε μαζί μας ένα φυλακτό, το οποίο θα τις επέτρεπε να βλέπουν όλες μας τις κινήσεις. Δεχτήκαμε, με την ελπίδα να πάρουμε κάποιες απαντήσεις πάνω στα όσα αξιοπερίεργα βιώναμε τον τελευταίο καιρό και είχε γίνει το μυαλό μας κουρκούτι! Ρωτήσαμε, οπότε για τον Αυτοκράτορα, τους Νίθιανς και την Ιστορία, πριν την ύπαρξη των θεών και των ανθρώπων. Σημαντικές απαντήσεις, πέραν των όσων γνωρίζαμε, δεν πήραμε. Η μόνη απάντηση που μας προβλημάτισε, ήταν στην ερώτηση άμα ο Αυτοκράτορας αποκρύπτει ιστορικά στοιχεία από τους ανθρώπους. Εκεί οι τρεις μυστηριώδεις γυναίκες μας είπαν ότι είναι πολύ πιθανόν να το κάνει, αλλά σίγουρα το κάνει για το καλό της Αυτοκρατορίας και του λαού του. Εμένα μια τέτοια σκέψη μου προκάλεσε αηδία. Το θεωρούσα απαράδεκτο, για οποιονδήποτε λόγο, στο όνομα οποιουδήποτε θεού ή σκοπού, να κρατάς τον κόσμο μακρυά από την Ιστορία του, μακρυά από την Αλήθεια.
 Ακολούθησαν και κάποιες ακόμα, άσχετες τελείως ερωτήσεις, οι οποίες απλά μας επιβεβαίωσαν ότι οι τρεις γυναίκες τα είχαν παντελώς χαμένα. Για παράδειγμα, μας έλεγαν ότι ζούσαν εκεί από τότε που στους πρόποδες του βουνού ζούσαν Νίθιανς, κάτι το οποίο πρέπει να συνέβαινε πριν από χιλιάδες χρόνια, αλλά από την άλλη υποστήριζαν ότι ήταν ακόμα εικοσιπέντε χρονών και μάλιστα δείχνανε να το πιστεύουν ακράδαντα και οι ίδιες. Μετά από την κουβεντούλα που είχαμε πιάσει τις αποχαιρετίσαμε, είπαμε ότι θα τα ξαναπούμε και τραβήξαμε πάλι για το βουνό. Μετά από τρεις ημέρες πορείας, στις 27/03, είδαμε το ηφαίστειο να υψώνετε τρομακτικό μπροστά μας και στην πλαγιά να διαγράφοντε τα ερείπια μιας εγκαταλελειμμένης και κατεστραμμένης, από την λάβα, πόλης.
 Δεν προλάβαμε να πάρουμε μια ανάσα και μιά ιδιόμορφη επιτροπή υποδοχής μας πλησίαζε με ταχύτητα από την πόλη. Μόλις που μπορέσαμε να διακρίνουμε ότι ήταν έξι μισό-Δράκοι, απόγονοι κόκκινου Δράκου, και ήδη ήμασταν αναγκασμένοι να πάρουμε θέσεις μάχης. Ευτυχώς αυτή τη φορά είχαμε μαζί μας την Νούρια και μετά από πολύ κόπο, πολύ αίμα και πολύ φωτιά, που ξερνούσαν τα θηρία προς το μέρος μας, καταφέραμε να νικήσουμε. Σαν έπαθλο, δώσαμε στον Ίνκυ, ο οποίος πολέμησε με εξαιρετική ανδρεία, ένα από τα σπαθιά των δράκων, τα οποία ήταν πραγματικά αριστουργήματα στην κατασκευή τους. Μας προβλημάτισε πάρα πολύ ότι οι μισό-Δράκοι ήταν σε σχηματισμό, πράγμα που σήμαινε ότι δεν ζούσαν μόνοι τους στον άγριο κόσμο, αλλά σε κοινωνικό σύνολο. Έμενε να αποφασίσουμε άμα θα συνεχίζαμε την πορεία μας προς το ηφαίστειο μέσω της ερειπωμένης πόλης ή θα κάναμε παράκαμψη.

Comments

Athar Vulrax said…
(Ένα μήνυμα από τον Βάρδο σας.)

Τελικά με αυτά και με αυτά το καθυστέρησα πάλι. Τέλος πάντων, περιμένω τα σχόλια σας και κυριώς τις διορθώσεις από τα μέλη της ομάδας. Σας ευχαριστώ.

Α!!!Επίσης, να υπενθυμίσω τα σχόλια της Ανδρομέδας και του Μ.Λ.Ε., στα οποία μπορεί μεν εκ πρώτης να αντέδρασα, ΑΛΛΛΛΛΛΑ (Θεσσαλονικιότικο) τι θα γίνει ρε μάγκες; Πολύ αδράνεια δεν έπεσε; Που είναι το ΕΞΙΛ, οι σκοτεινές ιστορίες με Βρυκόλακες, οι ιστορίες με Μαγεία και Τεχνολογία που μου υποσχέθηκαν ότι θα γράφει ο Μ.Λ.Ε.; Θέλω να διαβάσω πράγματα και θάματα. Και για τον Κθούλου, και για το σμαράγδι και για οποιαδήποτε διαστροφή κρύβει ο καθένας μέσα του και θέλει, ή μάλλον, πρέπει να την εξωτερικεύσει. Πεινάμε για αυτά! Εγώ τουλάχιστον πεινάω πάρα πολύ!Τόσο πολύ που μάλιστα έκατσα και διάβασα πολλές φορές τις διστροφές πέρι ευαγγελίων και ευαγγελισμών ώστε να τα σχολιάσω σωστά(στην αντίθετη περίπτωση τα πλευρά μου θα ήταν λαμπτσοπς στα δόντια του ΜΛΕ)!ΑΑΑΑΑυτά. Τα είπα και ησύχασα!

Με εκτίμηση και σενσερλυ γιορσ και άλλα τέτοια
Άθαρ Βάλραξ
Τυμβορύχος, Καντηλανάφτης, Παπατζής μα πάνω από όλα ΒΑΡΔΟΣ!
... said…
Agaphte Arthas (...hmmmm...glwssa lan8anousa alh8eian legousa????)

Athar ennoousa,

mia shmeiwsh (ta lew sta agria gia n'akousoun kai ta hrema): o MLE mas afhse xronous. The King is gone - long live the Jester!

Marsala!

Popular posts from this blog

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Planescape: Age of Spiders